Πέφτουν κατά καιρούς στα χέρια μου κάποια βιβλία που με συγκινούν βαθιά και δεν ξέρω αν φταίει που μεγαλώνω ή που απλά υπάρχουν ακόμα  Έλληνες συγγραφείς με τέτοιο ταλέντο και τόσο ευαίσθητη πένα. Η λογική, μου λέει πως είναι και τα δύο, και ευτυχώς, η ψυχή έρχεται να συμφωνήσει.

Ένα από τα τελευταία βιβλία που παρέλαβα, είχε τον τίτλο «Σκούρο Γκρι, Σχεδόν Μαύρο» της Ελένης Γιαννακάκη από τις εκδόσεις Πατάκης. Από το εξώφυλλο ήδη κάτι μου κίνησε το ενδιαφέρον. Το οπισθόφυλλο όμως, ήταν που με έκανε να ξεκινήσω άμεσα το διάβασμα. Και σύντομα να φτάσω ως το τέλος…

Σε ένα από τα τελευταία ραντεβού που είχα με μία φίλη ένα βράδυ στο νησί, βρέθηκα καθισμένος σε ένα σκαλοπάτι να διαβάζω τις πρώτες λέξεις του βιβλίου και ένιωσα έτσι να μπαίνω πιο βαθιά μέσα στο «γκρι» που ήθελε να περιγράψει. Διάβαζα τις λέξεις της Ελένης Γιαννακάκη και ταυτιζόμουν απόλυτα. Συμφωνούσα με την κάθε σκέψη της ηρωίδας της, με τον κάθε συνειρμό, σχεδόν με την κάθε αναπνοή. Ένα βιβλίο για τον χρόνο, για τη μοναξιά, για τα ζαρωμένα χέρια, για την απομόνωση. Κοινώς, ένα βιβλίο για τα γηρατειά…

Η φίλη μου, ήρθε τελικά αργοπορημένη στο ραντεβού, ευτυχώς, μιας και εγώ είχα κυλήσει ήδη μέσα στους φόβους της ηρωίδας, μέσα στην τρέλα μιας ζωής που έρχεται ελπιδοφόρα αλλά που τελικά μπορεί να μας βρει κλεισμένους σε ένα ίδρυμα, μόνους, αφημένους, μετέωρους στα χέρια ξένων…

Επιδίωξα να διαβάζω τη συνέχεια κυρίως τα βράδια, τότε που το σκοτάδι ταίριαζε καλύτερα με το εξώφυλλο, μα πρωτίστως με το περιεχόμενο. Ταίριαζε με τη συννεφιά ενός μυαλού που προσπαθεί να καταλάβει, που προσπαθεί να θυμηθεί, που προσπαθεί να σταθεί με αξιοπρέπεια.

Γερνάμε και μας ξεχνούν. Ποιοι είμαστε, τι προσφέραμε, τι αξίζουμε, τι επιθυμούμε. Γερνάμε και ξαφνικά είμαστε ένα σώμα χωρίς αξία, ένα μυαλό χωρίς δύναμη, ένα όνομα χωρίς σημασία. Γερνάμε και παύουμε πλέον να είμαστε «πολλά υποσχόμενοι», παύουμε να είμαστε «παιδιά θαύματα» ή «παιδιά με ένα λαμπρό μέλλον». Γερνάμε και γινόμαστε απλά κάποιοι που είχαν μια ζωή, μια πορεία, κάποια όνειρα. Γερνάμε και μοιάζει πως δεν έχουμε πια μέλλον. Μόνο παρόν. Μόνο που είναι λίγο, σύντομο, φοβισμένο, ανήμπορο, ανασφαλές…

Έφτασα στο τέλος του βιβλίου πολύ σύντομα. Μα δε μου αρκούσε. Ήθελα να μάθω για τη γυναίκα που το έγραψε, για τον άνθρωπο που με τόση ευαισθησία και με τέτοια δυναμική κατάφερε να με κλονίσει, να μου θυμίσει την σπουδαιότητα των «μεγάλων», να με συγκινήσει με μια πραγματικότητα που συμβαίνει και που σύντομα θα χτυπήσει και τη δική μου πόρτα.

Η Ελένη Γιαννακάκη ζει στην Αμπούζα, την πρωτεύουσα της Νιγηρίας, έχοντας κάνει μεγάλες «στάσεις» σε Αγγλία, Νέο Δελχί και Ελσίνκι. Παρόλο που έρχεται στην Ελλάδα μια φορά το χρόνο και περνάει τα καλοκαίρια της στην ιδιαίτερη πατρίδα της το Ρέθυμνο, εμείς δεν καταφέραμε να βρεθούμε. Η τεχνολογία όμως, όταν ξέρεις να τη χρησιμοποιήσεις σωστά, μπορεί να σε φέρει λίγο πιο κοντά με τους ανθρώπους που σε ενδιαφέρουν. Και έτσι και έγινε. Εμείς, τη συναντήσαμε στο βιβλιοκαφέ Salamander, χώρος δημοφιλής στους ντόπιους διανοούμενους, ένας χώρος ντυμένος στα χρώματα της περιοχής, που συχνά φιλοξενεί παρουσιάσεις βιβλίων και αναγνώσεις ποίησης.  Και από εκεί, από την Αμπούζα της Νιγηρίας, η Ελένη Γιαννακάκη μας μίλησε για το καινούριο της βιβλίο, για το πότε ξεκίνησε να γράφει και για όλα εκείνα που θέλαμε να μάθουμε για τη συγγραφέα και την ηρωίδα του βιβλίου της…

Ε. ΓΙΑΝΝΑΚΑΚΗ:

Δε μπορώ να πω ότι έγραφα από παιδί, όπως διαβάζω για μερικούς συγγραφείς. Δεν έγραφα καθόλου και το πρώτο δημιουργικό κείμενο που έγραψα ήταν το πρώτο μου μυθιστόρημα. Έφτιαχνα όμως ιστορίες στο κεφάλι μου, κουκουλωμένη στο κρεβάτι μου, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Λίγο αργότερα, γέμιζα σελίδες επί σελίδων με σκίτσα, κοριτσιών κυρίως, που εγώ μόνο ήξερα πως ήταν οι ηρωίδες μου, πράγμα που έκανε έξαλλη τη μάνα μου αφού αντί να κάνω τα μαθήματά μου, ξόδευα τις ώρες μου φτιάχνοντας «ανθρωπάκια». Αυτό σταμάτησε εντελώς εκεί γύρω στα 17-18, δεν θυμάμαι  ακριβώς το λόγο, αλλά μάλλον γιατί κατάλαβα πως αντί να φτιάχνω ηρωίδες στο κεφάλι μου, θα έπρεπε εγώ κάποια στιγμή να γίνω η ηρωίδα στις ιστορίες άλλων – κι αυτό δεν ήταν εύκολο.

Τώρα γιατί ξεκίνησα να γράφω και να δημοσιεύω; Νομίζω ότι ήταν η ανάγκη επικοινωνίας μου με τον κόσμο, με τους αναγνώστες. Και η επικοινωνία μέσω του γραπτού λόγου ήταν πάντα για μένα πιο εύκολη απ’ ότι μέσω του προφορικού. Για μένα το κάθε βιβλίο είναι ένα περιστέρι μ’ ένα σημείωμα δεμένο στο πόδι, που τ’ αφήνω ελεύθερο, χωρίς σπάγκους ή μικροτσίπς, κι όπου πάει. Κάποιοι θα το βρουν και κάποιοι θα καταλάβουν, ότι θέλουν κι ότι άπτεται των δικών τους εμπειριών…

Πάντα ξεκινάω να γράφω από μια ιδέα που θέλω να αναπτύξω ή να διερευνήσω περισσότερο και σταδιακά την επενδύω με ήρωες. Το «Σκούρο γκρι, σχεδόν μαύρο» το άρχισα γιατί, έχοντας γηροκομήσει τη μάνα μου με νόσο Πάρκισον  και την πεθερά μου με νόσο  Αλτσχάιμερ , ήθελα να καταλάβω καλύτερα τι σημαίνει να γερνάς και ν’ αφήνεσαι ανήμπορη στην καλοσύνη, ίσως στην αγάπη, αλλά και στην εξουσία των άλλων.

Η ηρωίδα μου έχει ένα είδος Πάρκινσον (με σωμάτια Lewy) όπου η απόλυτη διαύγεια εναλλάσσεται με επεισόδια παραισθήσεων  που βιώνονται με καθαρότητα και με πάσα λεπτομέρεια. Ε, σίγουρα αυτό το βιβλίο δε θα το έγραφα 20 χρόνια πριν, πρώτον γιατί δε θα είχα τις ανάλογες προσωπικές εμπειρίες και δεύτερον γιατί μπαίνει πιο εύκολα κανείς (εγώ τουλάχιστον) στο πετσί κάποιου ή κάποιας που βρίσκεται πιο κοντά του ηλικιακά. Θα έλεγα επίσης πως το γεγονός ότι έχω ζήσει σε αναπτυσσόμενες χώρες τα τελευταία χρόνια, μου έδωσε και μια διαφορετική προοπτική αντιμετώπισης της γεροντικής ηλικίας, καθώς σε κάποιες κοινωνίες συνάντησα απέραντο σεβασμό για τους γέρους και τις γριές (και μάλιστα σε κοινωνίες που η γυναίκα σε νεώτερες ηλικίες έχει αντιμετώπιση ζώου!) σε αντίθεση με τις δικές μας τις δυτικές όπου τα νιάτα πριμοδοτούνται μέχρι και θεοποιούνται για συγκεκριμένους (κυρίως οικονομικούς) λόγους.

Η Ελλάδα θα έλεγα βρίσκεται στο μεταίχμιο ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο στάσεις ζωής και οπωσδήποτε σ’ αυτό έχει βάλει το χεράκι της και η οικονομική κρίση. Αλλά η κρίση θα περάσει (οι οικονομίες κάνουν κύκλους απ’ ότι μας διαβεβαιώνουν οι οικονομολόγοι) και ήδη η κατάσταση φαίνεται να κινείται πολύ πιο κοντά στο γκρι απ’ ότι στο μαύρο. Οι νοοτροπίες όμως, άπαξ και εδραιωθούν σε μια κοινωνία, δεν αλλάζουν εύκολα, κι αυτό είναι το πρόβλημα, αλλά και το μεγάλο στοίχημα εδώ…

Αυτό είναι λοιπόν και το δικό μου στοίχημα. Να προσπαθήσω, σαν Έλληνας και σαν άνθρωπος, να αφήσω πίσω μου το «μαύρο», να αγαπήσω περισσότερο το «γκρι», και που θα πάει, οι πρώτες πινελιές «λευκού» ίσως φανούν κάποια στιγμή στον ορίζοντα. Για όλους μας…

Καλό μας φθινόπωρο !

Ευχαριστώ τις εκδόσεις Πατάκη για την παραχώρηση των βιβλίων, το βιβλιοκαφέ Salamander και φυσικά την Ελένη Γιαννακάκη για την υπομονή και την άψογη συνεργασία σε αυτήν τη «συνάντηση».