Η Carousel Films κυκλοφορεί σε επανέκδοση την ταινία ΣΚΛΑΒΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ του Νικίτα Μιχάλκοφ, από την Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2015.

1918. Κριμαία, Ρωσία. Η Όλγα Βεζένσκαγια, ντίβα του βωβού σινεμά, γυρίζει άλλη μια ταινία μετά τον θρίαμβο της τελευταίας της επιτυχίας «ΣΚΛΑΒΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ». Το συνεργείο περιμένει την άφιξη από τη Μόσχα του συμπρωταγωνιστή και εραστή της Μαξάκοφ. Στην Κριμαία, τα πάντα φαντάζουν ειδυλλιακά, όμως, ο εμφύλιος μεταξύ των «κόκκινων» Μπολσεβίκων επαναστατών και των «Λευκών» Τσαρικών που μαίνεται στην υπόλοιπη χώρα πλησιάζει κι η αίσθηση του «τέλους εποχής» πλανάται στην ατμόσφαιρα. Ο αρχηγός της τοπικής Υπηρεσίας Ασφαλείας των Λευκών, φανατικός θαυμαστής της Όλγας, επισκέπτεται συχνά τα γυρίσματα, πάντα καχύποπτος για την παρουσία πρακτόρων των κομμουνιστών. Η Όλγα, απολαμβάνει την παρέα του νεαρού οπερατέρ Βίκτορ Ποτότσκι, οι ρομαντικές εξορμήσεις τους ισορροπούν την ένταση που δημιουργεί η επερχόμενη επαναστατική αλλαγή. Το τρένο που έρχεται από τη Μόσχα, φέρνει τον παραγωγό της ταινίας, αλλά όχι τον Μαξάκοφ που έχει προσχωρήσει στους Μπολσεβίκους. Το γεγονός αυτό διαλύει τον ιδανικό κόσμο της Όλγας που αντιδρά πέφτοντας στην αγκαλιά του Βίκτορ. Ο αγαπημένος της είναι κι αυτός Μπολσεβίκος και θα τον βοηθήσει να φυγαδεύσει πολύτιμο κινηματογραφημένο υλικό, κάτω από τη μύτη των Λευκών ασφαλιτών. Η εισβολή της πραγματικής ζωής θα αλλάξει μια για πάντα τις ζωές της Όλγας, του Βίκτορ αλλά και του συνεργείου. Όλοι τους θα υποχρεωθούν να πάρουν θέση και να πληρώσουν το τίμημα των επιλογών τους, όταν η σύγκρουση θα τους βρει ακόμα και μέσα στο κινηματογραφικό πλατό. Η Όλγα, θα βρεθεί παγιδευμένη ανάμεσα στα προσωπικά της συναισθήματα, την κινηματογραφική της περσόνα και τις στροφές των τροχών της Ιστορίας.

Πρόκειται για τη μόλις δεύτερη ταινία μεγάλου μήκους του πιο επιτυχημένου σύγχρονου Ρώσου σκηνοθέτη Νικίτα Μιχάλκοφ. Όπως και στην πρώτη του («Στο σπίτι ανάμεσα σε ξένους, ένας ξένος κι αυτός»), ο πόλεμος μεταξύ «Κόκκινων» και «Λευκών», αμέσως μετά την επανάσταση του 1917 (με την τελική επικράτηση των μπολσεβίκων) αποτελεί την κινητήριο δύναμη της ιστορίας, ενώ το θέμα της παραμένει, οι ανατροπές που φέρνουν στις ζωές των πρωταγωνιστών οι κοσμογονικές ιστορικές αλλαγές.

Ο Μιχάλκοφ, εδώ, εισάγει έναν πρωτότυπο τύπο «πολιτικού μελοδράματος», ανανεώνοντας το είδος. Είναι οι πολιτικές επιλογές των ηρώων που καθορίζουν την εξέλιξη και τις ανατροπές της ιστορίας, που προκαλούν τις συναισθηματικές μεταπτώσεις οδηγώντας το δράμα που χρειάζεται μια μελοδραματική αφήγηση. Ζουν μέσα σε απατηλούς κόσμους, στα πλατό γυρισμάτων ανώδυνων, τετριμμένων μελό ή άσχετων, κιτς εξωτικών περιπετειών (ενώ το ίδιο το συνεργείο φαίνεται κορεσμένο και ράθυμο, ο σεναριογράφος υποφέρει από δημιουργικό μπλοκ, ο σκηνοθέτης συναισθάνεται πλήρως ότι γυρίζει σκουπίδια, οι κυνικοί χρηματοδότες προετοιμάζουν την μετακόμισή τους στη Δύση), στο περιβάλλον της ειδυλλιακής λουτρόπολης της Κριμαίας, των σικ εστιατορίων, των ανέμελων πικ νικ, των αργόσχολων μεγαλοαστών που έχουν διαφύγει από την πρωτεύουσα, του πλήθους των ακκιζόμενων δανδήδων ηθοποιών, των τεχνικών και των κομπάρσων που επιμένουν, ανέμελοι ως το τέλος, να εθελοτυφλούν μπροστά στις πολιτικές – κοινωνικές αλλαγές οι οποίες σαρώνουν την χώρα, μια ανάσα μακριά από το να ξεθεμελιώσουν ανεπιστρεπτί την απατηλή Εδέμ.

Ο Μιχάλκοφ, χρησιμοποιεί όλα τα όπλα της mise – en – scène για να παρουσιάσει το ψέμα του «παλιού κόσμου», διατηρώντας (και υπαινικτικά υπονομεύοντας) όλα τα δραματουργικά κλισέ του είδους (το σενάριο συνυπογράφεται από τον αδελφό του, επίσης σημαντικό σύγχρονο σκηνοθέτη, Αντρέι Μιχάλκοφ – Κοντσαλόφσκι). Το οπλοστάσιό του εκμεταλλεύεται στο έπακρο την επιτηδευμένα παραμυθένια, υπέρλαμπρη φωτογραφία του Πάβελ Λεμπέσεφ, την και στην παραμικρή λεπτομέρεια φροντισμένη σκηνογραφική δουλειά του Αλεξάντρ Αντεμπασιάν που αποδίδει πειστικότατα την ατμόσφαιρα της καλοκαιρινής Κριμαίας του 1918, τα εθιστικά, γλυκόπικρα , νεορομαντικά, lounge μοτίβα του κορυφαίου σύγχρονου συνθέτη κινηματογραφικής μουσικής (και μόνιμου συνεργάτη στις Ρώσικες παραγωγές του Ταρκόφσκι) Εντουάρτ Αρτέμιεφ που συμπληρώνουν εμφατικά, σχεδόν μόνιμα, την πλούσια εικονοποιΐα του φιλμ. Καθόλου συμπτωματικά, οι τρεις συντελεστές συνεχίζουν να συνεργάζονται αδιάκοπα με τον Μιχάλκοφ ως τις μέρες μας. Παράλληλα, ο Μιχάλκοφ αξιοποιεί το εφέ της «ταινίας μέσα στην ταινία», σχολιάζοντας (όχι χωρίς τρυφερότητα) την αλήθεια και το ψέμα του σινεμά: Τα βωβά ασπρόμαυρα αποσπάσματα των σαχλών κατασκευών της κινηματογραφικής βιομηχανίας, τη ρεαλιστική, σκληρή ασπρόμαυρη σεκάνς πριν το φινάλε, το ολιγόλεπτο, επίσης ασπρόμαυρο φιλμάκι για τις θηριωδίες του καθεστώτος (εν μέρει αποτελείται από εικόνες υπαρκτού σχετικού ντοκουμέντου) που θα κινητοποιήσει την βίαια αντίδραση των Τσαρικών ασφαλιτών, αλλά και θα συνειδητοποιήσει την βασική ηρωίδα του φιλμ (και αυτή των βωβών ταινιών της ιστορίας), την ντίβα του βωβού σινεμά Όλγα Βεζένσκαγια.

Αυτή είναι ο χαρακτήρας που κουβαλάει από την αρχή ως το τέλος την ταινία, η κυριολεκτική «Σκλάβα της Αγάπης» (ένας «διπλός» τίτλος, του φιλμ αυτού καθαυτού αλλά και της επιτυχίας του βωβού «φιλμ μέσα στο φιλμ» όπου πρωταγωνιστεί η Όλγα). Αυθεντική μελοδραματική ηρωίδα, ζει χαμένη στην αυταπάτη της περσόνας της. H ματαιόδοξη show biz, η καριέρα της, ο (κινηματογραφικός αλλά και πραγματικός) σύντροφός της, ο Μαξάκοφ, αποτελούν τα σημεία αναφοράς της. Ο δικός της (επίσης απατηλός) κόσμος, θα ανατραπεί από την πραγματικότητα, η ίδια υποτίθεται ότι συνειδητοποιείται πολιτικά, μέσα από τη γνωριμία της με τον μπολσεβίκο οπερατέρ Ποτότσκι και ιδίως με την παρακολούθηση ενός παράνομου φιλμ για τις αγριότητες του καθεστώτος. Σκλάβα πάλι ενός νέου έρωτα, μιας νέας συναισθηματικής παγίδας, θα πείσει τον εαυτό της για έναν καινούριο ρόλο (πάντα στο επίκεντρο), θα ρισκάρει φυγαδεύοντας το παράνομο υλικό, θα τολμήσει μια θεατράλε δημόσια καταγγελία της κενότητας του κινηματογραφικού της σύμπαντος. Η σκληρή πραγματικότητα της αληθινής ζωής που εισβάλλει ως το τελευταίο καταφύγιό της, το κινηματογραφικό πλατό, θα την αφήσει στο δικό της τρανς, μέσα σε μια αριστουργηματική, σπαρακτική όσο και ειρωνική τελική σεκάνς: Η Όλγα θα μείνει μόνη, αιθέρια και μοιραία, εγκλωβισμένη και ανήμπορη, ανάμεσα στο χάος των ιστορικών αλλαγών και της δικής της κυρίαρχης εικόνας, να ερμηνεύει τον εαυτό της ως έναν ακόμη μελοδραματικό ρόλο, αυτή την φορά σε συνθήκες πραγματικής ζωής.

Ο χαρακτήρας που υποδύεται η αστραφτερή Ελένα Σολοφέι, είναι χαλαρά εμπνευσμένος από τη ζωή της Όλγα Κολόντναγια, σταρ του Ρωσικού σινεμά στην εποχή του Α ́ Παγκοσμίου Πολέμου, που κατέφυγε στην Κριμαία μετά την επανάσταση και πέθανε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες το 1919. Το φιλμ, αποτέλεσε την πρώτη «κλασσική» δημιουργία του Μιχάλκοφ και τον έκανε γνωστότερο διεθνώς, ειδικά στις ΗΠΑ, με τον Πάπα του ανεξάρτητου σινεμά Μόντε Χέλμαν (ο οποίος την τοποθετεί στο δικό του τοπ 10 αγαπημένων ταινιών όλων των εποχών) αλλά και τον Τζακ Νίκολσον (που συνεργαζόταν στενά με τον Χέλμαν από την αρχή της καριέρας του) να δηλώνουν απροσδόκητα γοητευμένοι από την παράξενη ομορφιά της ταινίας. Ο Μιχάλκοφ, θα συνεχίσει με μια σειρά αριστουργηματικών, χαμηλόφωνων ταινιών («5 βράδια», «Μηχανικά πιάνα», «Μέρες από τη ζωή του Ομπλόμοφ»), για να κατακτήσει, την επόμενη δεκαετία, την κορυφή της παγκόσμιας αναγνώρισης (αλλά και το box office) με μεγάλες διεθνείς συμπαραγωγές («Ψεύτης ήλιος»», «Μαύρα μάτια» κλπ.).

Σκηνοθεσία: Νικίτα Μιχάλκοφ

Σενάριο: Αντρέι Μιχάλκοφ – Κοντσαλόφσκι, Φρίντριχ Γκορενστέιν

Φωτογραφία: Πάβελ Λεμπέσεφ

Μοντάζ: Λουντμίλα Γελιάν

Σκηνικά: Αλεξάντρ Αντεμπασιάν, Αλεξάντρ Σαμουλέκιν

Πρωτότυπη μουσική: Εντουάρτ Αρτέμεφ

Παραγωγή: MOSFILM

Ερμηνευτές: Ελένα Σολοφέι, Ροντιόν Νακαπέτοφ, Αλεξάντρ Καλιάγκιν, Όλεγκ Μπασιλασβίλι, Κονσταντίν Γκριγκόρεφ

1976, ΕΣΣΔ, 94 λεπτά, έγχρωμο, Ρωσικά

ΝΙΚΙΤΑ ΜΙΧΑΛΚΟΦ

Ο Νικίτα Μιχάλκοφ που γιορτάζει φέτος τα 70 χρόνια του, γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1945 στη Μόσχα, μέλος διακεκριμένης Ρωσικής οικογένειας. Ο προπάπους του ήταν σύμβουλος του Αυτοκράτορα, η γιαγιά του πριγκίπισα. Ο πατέρας του, υπήρξε ο πιο επιτυχημένος συγγραφέας παιδικών παραμυθιών της Ρωσίας, ενώ κατέχει και το μοναδικό ρεκόρ, να έχει γράψει τους στίχους και στις 3 βερσιόν του Εθνικού ύμνου της ΕΣΣΔ (2 φορές, μια επί Στάλιν και μία επί Χρουστσώφ) και της Ρωσίας ( ο ύμνος που ακούγεται ως σήμερα). Η μητέρα του, κόρη του πρωτοποριακού ποιητή Κοντσαλόφσκι και εγγονή του μεγάλου Ρώσου ζωγράφου Βασίλι Σουιρκόφ. Ο μεγαλύτερος αδελφός του Αντρέι Μιχάλκοφ Κοντσαλόφσκι, είναι κι αυτός κινηματογραφιστής, σεναριογράφος και σκηνοθέτης.

Ο νεαρός Νικίτα από μικρός ασχολήθηκε με την ηθοποιία και γρήγορα, στα τέλη της δεκαετίας του 60, είχε γίνει κιόλας σταρ της τοπικής κινηματογραφίας. Επίσης, φοίτησε στην σχολή κινηματογράφου του VGIK, στην τάξη του Μιχαήλ Ρομ. Μετά από λίγες ταινίες μικρού μήκους, το 1975, γύρισε την πρώτη του ταινία μυθοπλασίας μεγάλου μήκους, το «Στο σπίτι, ανάμεσα σε ξένους», μια περιπέτεια, τοποθετημένη την εποχή του Ρωσικού εμφυλίου. Την επόμενη χρονιά, με τη «Σκλάβα της Αγάπης», θα γίνει ευρύτερα γνωστός στη Ρωσία αλλά και στις ΗΠΑ. Τα «Μηχανικά πιάνα», το 1977, βασισμένο σε έργα του Τσέχοφ, θα του φέρουν το βραβείο του Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν, για να ακολουθήσουν τα «5 βράδια» και το «Ήσευχες μέρες από τη ζωή του Ομπλόμοφ» που τον καθιέρωσαν πλέον ως μεγάλη προσωπικότητα του σύγχρονου Ρώσικου σινεμά. Ο Μιχάλκοφ συνέχισε με λίγες ακόμα ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού, ως το 1987, όταν με τα «Μαύρα Μάτια» και πρωταγωνιστή τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, κατέκτησε το διεθνές box office, ενώ ο Ιταλός σταρ βραβεύτηκε στις Κάννες και στα ετήσια  ̈Οσκαρ. Αμέσως μετά, με την «Ούργκα», πήρε Χρυσό Λέοντα στην Βενετία και υποψηφιότητα Ξενόγλωσσου Όσκαρ. Το 1994, με τον «Ψεύτη ήλιο», κέρδισε Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες και Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας. Η ταινία, ως σήμερα, είναι η πιο επιτυχημένη εισπρακτικά διεθνώς παραγωγή χώρας της τέως ΕΣΣΔ. Ο Μιχάλκοφ, συνεχίζει την καριέρα του με μεγάλες υπερπαραγωγές, όπως «Ο Κουρέας της Σιβηρίας», ο «Ψεύτης Ήλιος Νο2» κ.ά. Πολύ συχνά, εμφανίζεται και ως ηθοποιός στις ταινίες του αλλά και σε έργα άλλων σκηνοθετών.

Παράλληλα, από την εποχή κιόλας της αλλαγής του πολιτεύματος και σε συνδυασμό με την αυξανόμενη επιτυχία των ταινιών του, εμφανίζει σαφείς πολιτικές φιλοδοξίες, παίρνοντας συχνά δημόσια θέση σε φλέγοντα ζητήματα της Ρωσικής επικαιρότητας. συνήθως με εθνικιστική, Πανσλαβική απόκολιση. Αποτελεί έναν από τους θερμότερους υποστηρικτές του Πούτιν (ο οποίο είναι και προσωπικος του φίλος) και είναι πρόεδρος της Ένωσης Ρώσων Κινηματογραφιστών. Έχει τιμηθεί με διάφορα βραβεία και αριστεία του Ρωσικού κράτους.