Στην ποιητική σύνθεση Σκιά Γυναίκα ο Χρήστος Α. Μιχαήλ σκια-γραφεί τη γυναικεία υπόσταση της Ελλάδας και την σχεδόν ερωτική μας σχέση με αυτήν. Κινείται σε πολλά ιστορικά επίπεδα και πειραματίζεται έντονα σε επίπεδο σκέψης και γλώσσας.

Επιτυχώς συσχετίζει την Ελλάδα με γυναίκα δίνοντάς της ομιλούντες στον αναγνώστη χαρακτηρισμούς: «μια θεατρίνα που ξεχνά τον προβολέα/ κι όλο πεθαίνει σφίγγοντας τα μάτια ηρωικά». Η Ελλάδα ως γυναίκα στερεοτυπικά απατά ξενιτευόμενη: «Όρκος βαρύς και γνώριμος/ μιας άλλης ξενιτιάς αιώνιο βέλος.» Αυτό, όμως, που εφαρμόζεται ιδιαίτερα εύστοχα είναι η πάγια παρομοίωσή της με ακυβέρνητο πλοίο.

Είναι πολύ θετικό νεοελληνικές ποιητικές σκέψεις να συναντώνται με αντίστοιχες θεμελιωμένες στην αρχαία λυρική ποίηση. Συγκεκριμένα, οι στίχοι: «Πλέεις αδιάκοπα/ δίχως το πέλαγος να βλέπεις πως βαθαίνει….Τα κύματα βαραίνουν/ κι εσύ γυρεύεις μοναχή το χείμαρρο του αιθέρα» συνομιλούν δημιουργικά με τον Αλκαίο στους εξαιρετικούς στίχους: «τὸ μὲν γὰρ ἔνθεν κῦμα κυλίνδεται͵/τὸ δ΄ ἔνθεν͵ ἄμμες δ΄ ὂν τὸ μέσσον /νᾶϊ φορήμμεθα σὺν μελαίναι/χείμωνι μόχθεντες μεγάλωι μάλα·» (=το ένα κύμα από τη μια κυλά,/ και τ’ άλλο από την άλλη, κι εμείς στη μέση/ πάμε όπου μας πάει το πλοίο το μαύρο,/ μοχθώντας με τη μεγάλη θύελλα·). Επίσης, ο ποιητής δοκιμάζει απρόσμενα σχήματα («ανάσες που ξανοίγονται σαν βάρκες πριν χαράξει», «Μια ματιά που αγωνιά καπνίζοντας την ίδια ελπίδα») που δηλώνουν ποιητική ετοιμότητα απέναντι σε φαινομενικά ασύνδετες εμπειρίες. Μέρος των στίχων αυτών μου θύμισαν Ελύτη. Παραθέτω δύο ζεύγη συγκριτικά: «σκέπασε αρμύρα το γυμνό κορμί σου» με τον στίχο «Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη» (Μαρίνα των Βράχων, Ελύτης) και «Παρόμοια οξειδώνομαι κι εγώ» με τον στίχο «Στη συνείδησή μου έσταξα λεμόνι» (Άξιον εστί, Ελύτης).

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν, έπειτα, τα πεζά που παρεμβάλλονται μεταξύ των ποιημάτων· μάλιστα θεωρώ πως ο ποιητικός ρεαλισμός και ο ρυθμός που επιτυγχάνει ο Μιχαήλ στο πεζό ξεπερνά εκείνη των ποιητικών κειμένων. Σε ένα από αυτά, μάλιστα, μαρτυρείται μια ωραία ανάπλαση του αρχαιοελληνικού σχήματος της ύβρεως («Την τιμωρία εισπράξαμε χρόνια πολλά πριν πλάσουμε την αμαρτία»). Από άποψη στιχουργικής, επιτυχημένη ήταν η τεχνική ομοιοκαταληξίας του ποιητή που δεν ήταν εμφανής στον διαχωρισμό των στίχων (με άλλα λόγια, όταν η ομοιοκαταληξία εμφανίζεται σε λέξη εντός του επόμενου στίχου).

Ωστόσο, σε λεξιλογικό επίπεδο θεωρώ πως σε αρκετά σημεία το ποιητικό εγχείρημα απέπνεε μια υπερπροσπάθεια. Όχι μόνο στην καθαυτή επιλογή των λέξεων, αλλά και στον συνδυασμό ασύμβατων λογικά λέξεων, που τελικά δεν ανάγονταν σε ένα «άλλο» επίπεδο. Πιο συγκεκριμένα, αν και η σκέψη ήταν σε πολλά σημεία ποιητικά πρωτότυπη, η πολυπλοκότητα των συνειρμών (έτσι όπως αποτυπώνονταν στη γλώσσα) δεν είχε ως αποτέλεσμα μια τελική αιχμηρή απλότητα αλλά μια δυσνόητη συνθετότητα που δυστυχώς είχε και αρνητικό ρυθμικό αντί-κτυπο.

Αποφθεγματικά στιγμιότυπα («μήτε στο θάνατο μήτε εδώ/ μήτε αλλού θα βρεις μια τάξη»)  και άλλοι ακόμη στίχοι όπου ο ποιητής πετυχαίνει αξιόλογη λιτότητα («Ρίζωσα εδώ για μιαν αχτίδα/ μα εσύ αρνείσαι κάθε κρίκο της γενιάς σου/ τόσο που λέω αλίμονο») αναδεικνύουν πως ο ποιητής  μπορεί να περάσει στην αντίπερα όχθη και να δώσει μελλοντικά ακόμη καλύτερα ποιητικά δείγματα.

Εν γένει, πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα ποιητική συλλογή από έναν υποσχόμενο ποιητή. Τέτοιες προσπάθειες, κατά τη γνώμη μου, επιζητεί η σύγχρονη νεοελληνική ποίηση. Αυτό που μου μένει από τη Σκιά Γυναίκα είναι μια άρτια ποιητική σκέψη που περιμένει να βρει το καθρέφτισμά της στη λεξική αποτύπωση.

Η ποιητική σύνθεση του Χρήστου Α. Μιχαήλ με τίτλο, Σκιά γυναίκα, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μετρονόμος.