Ο Στέφαν Τσβάιχ ταξιδεύει με πλοίο προς την άλλη μεριά του Ατλαντικού και συγκεκριμένα με προορισμό την Βραζιλία μην αντέχοντας άλλο να περιπλανιέται άπατρις. Το βιβλίο αυτό αποτελεί το κύκνειο άσμα ενός ανθρώπου που συγκεντρώνει στον πρωταγωνιστή του τον Αυστριακό κ. Μπ όλες τις δικές του φοβίες, ανησυχίες, αγωνίες. Είναι ένας νομάς του καιρού του και ένας επαίτης πατρίδας μιας και η άνοδος του ναζισμού έκοψε σύρριζα κάθε έννοια ταυτότητας για εκείνον. Η ευφυέστατη και πνευματώδης σκακιστική νουβέλα είναι μια απολογία, μια εξομολόγηση από μέρους του, ένας τρόπος να καταθέσει στο χαρτί όλα αυτά που τόσα χρόνια τον συγκλόνισαν και τελικά χωρίς να έχει άλλη εναλλακτική τον οδήγησαν στην αυτοκτονία. Η σύλληψη της ιστορίας και η αφήγησή της με αυτή την αμεσότητα που πραγματικά δεν αφήνει τον αναγνώστη να αποδράσει αλλά τον καθιστά συμμέτοχο και κοινωνό, αποδεικνύει πόσο σημαντικός, πόσο εμβληματικός και πόσο γενναίος υπήρξε ο Τσβάιχ τόσο για την γενιά του όσο και για την ευρωπαϊκή λογοτεχνία στο σύνολό της. Δεν είναι εύκολο να ανακοινώνεις τον θάνατό σου και την απελπισία σου ενώ γενναία τα αντιμάχεσαι.

Ο Τσβάιχ χρησιμοποιεί το σκάκι ως αλληγορικό στοιχείο για να καθρεφτίσει έναν κόσμο, τόσο τον δικό του, τον εσωτερικό όσο και αυτόν που ξεθωριάζει γύρω του. Η ζωή μοιάζει με σκακιέρα και εκείνος μοιάζει με πιόνι χαμένο στην μετάφραση, βυθισμένο στην απουσία και την ανυπαρξία. Ο κ. Μπ όπως και ο ίδιος ο Τσβάιχ είναι η προσωποποίηση ενός αέναου δράματος που τέλος δεν έχει αλλά βρίσκει. Στην νουβέλα βρίσκει την ευκαιρία να αφηγηθεί την τρέλα ενός ανθρώπου που βίωσε την απόλυτη παράνοια όντας έγκλειστος σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου δίχως την παραμικρή δυνατότητα επικοινωνίας με τον έξω κόσμο. Σε ένα βιβλίο σκακιού βρίσκει ένα στήριγμα, μια παρέα, μία προσωρινή λύτρωση που σιγά σιγά μετατρέπεται σε εφιάλτη, θα αντέξει; Επιστρατεύοντας κάθε ικμάδα δύναμης που έχει μέσα του αντιστέκεται και εξαντλεί κάθε πιθανότητα επιβίωσης ενώ μάχεται να ξεφύγει από τον παραλογισμό, την σύνθλιψη, τον εξευτελισμό αλλά και από μια μιζέρια και μια οικουμενική φυλακή που ετοιμάζεται να απλώσει τα δίχτυα της μέσω ενός καθεστώτος που είναι αβυσσαλέο και αδυσώπητο, ανελέητο και παράφρον. Και όμως οι παρτίδες σκάκι που είναι ο μονόδρομος απασχόλησης του μυαλού καταντούν πλέον η απειλή του αφού εφευρίσκει εσωτερικούς εχθρούς, παίζει για λογαριασμό δύο, σκέφτεται για δύο, ταυτόχρονα είναι το άσπρο και το μαύρο στρατόπεδο σαν τον ηθοποιό που καλείται να υποδυθεί δύο ρόλους με διαφορά δευτερολέπτων.

Τελικά από ποιο είδος αιχμαλωσίας κινδυνεύει πλέον; Και ομολογεί: “Η φοβερή κατάσταση στην οποία βρισκόμουν με ανάγκασε να κάνω τουλάχιστον αυτήν την προσπάθεια, να διχάσω το εγώ μου σε μαύρο και λευκό, προκειμένου να μη με συνθλίψει η φρικτή ανυπαρξία γύρω μου”. Αλλά παράλληλα παραδέχεται: “Είχα καταληφθεί από μια μανία, στην οποία δεν μπορούσα να αντισταθώ”. “Ήταν αδύνατο να φανταστώ τη ζωή ενός ανθρώπου με ζωηρό πνεύμα ο οποίος περιορίζει τον κόσμο του σε έναν στενό μονόδρομο ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο, αναζητεί τους θριάμβους του σε τριάντα δύο πιόνια και στο συνεχές τους πέρα δώθε, στο πίσω μπρος {…}”. Πράγματι η αποστολή του είναι δύσκολη, είναι ένας αγώνας άνισος και όταν βρίσκεται στο πλοίο της γραμμής αντιμέτωπος με τα φαντάσματα του παρελθόντος τότε όλα παίρνουν άλλη τροπή. Γιατί θα αναρωτηθεί και εύλογα είναι πάλι μία επικίνδυνη επιστροφή σε έναν εθισμό από τον οποίο πίστευε πως έχει απαλλαχθεί;

Ο Τσβάιχ παίζει επικίνδυνα με την ίδια του την ψυχολογία και δεν το κάνει για πρώτη φορά, τόσο στο Αμόκ και άλλες νουβέλες όσο και στο μοναδικό ολοκληρωμένο μυθιστόρημά του, τον Επικίνδυνο οίκτο, καταπιάνεται με την ασταθή ψυχοσύνθεσή του, τον ευαίσθητο όσο και εύθραυστο χαρακτήρα του, το πολιτιστικό και πολιτισμικό σοκ μέσα από το οποίο προσπαθεί συνεχώς να συνέλθει αλλά αδυνατεί. Δέσμιος της απογοήτευσης και της απελπισίας να βρει το δικό του καταφύγιο περιπλανιέται από χώρα σε χώρα ξένος να αναζητά τον τόπο εξορίας του δίχως αυτό να επουλώνει τις ανοιχτές πληγές. Είναι θαυμαστό όμως πως βρίσκει το θάρρος, το σθένος, την τόλμη και την γενναιότητα να μιλήσει για τον ίδιο, να θέσει τον ίδιο στο κέντρο της προσοχής μας και να παραδώσει ένα τέτοιο αριστουργηματικό τελικό σύγγραμμα και ύστερα ξεμένοντας από δυνάμεις να θέσει τέλος σε όλο αυτό το μαρτύριο με την ησυχία και την βεβαιότητα πως έπραξε ότι ήταν λογοτεχνικώς και ανθρωπίνως δυνατό.

“Χαιρετώ όλους τους φίλους μου. Είθε να έρθει η στιγμή που θα αντικρίσουν την αυγή μετά τη μακριά νύχτα. Εγώ, ως υπερβολικά ανυπόμονος, προπορεύομαι”.

“Όποιος έχει καταληφθεί μια φορά από κάποια μανία κινδυνεύει εσαεί, και όταν έχεις πάθει μια φορά σκακιστική δηλητηρίαση – ακόμα κι αν έχεις θεραπευτεί – είναι καλύτερα να μην πλησιάζεις τη σκακιέρα…”

“Τώρα πια αμφιβάλλω ακόμα περισσότερο αν εκείνες οι εκατό, ίσως οι χίλιες παρτίδες που έπαιξα ήταν πράγματι κανονικές παρτίδες και όχι παρτίδες ενός ονείρου, παρτίδες του πυρετού, ένα πυρετικό παραλήρημα”.

“Το να θέλεις να παίξεις σκάκι εναντίον του εαυτού σου ισοδυναμεί επομένως με παραδοξότητα ίδια με το να θέλεις να πηδήξεις πάνω από τη σκιά σου”.


Το βιβλίο του Στέφαν Τσβάιχ, Σκακιστική νουβέλα, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μίνωας.