Η Σάσα Βούλγαρη, η αγαπημένη παραμυθού μικρών και μεγάλων που αγαπά την αφήγηση, το μύθο και τις μαγικές ιστορίες θα μας ταξιδέψει και αυτό το καλοκαίρι παρέα με νεράιδες, δράκους και ξωτικά σε κόσμους τόσο απόκοσμους όσο και πραγματικούς.

Ιδεατό σκηνικό της αφήγησης θα είναι η πανέμορφη Σαντορίνη, όπου στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Μεγάρου Γκύζη, θα παρουσιάσει την παράσταση «Αλήθεια είναι ή ονειρεύτηκα;». Με τη γλυκιά αυτή αφορμή αλλά και με διάθεση καλοκαιρινή και ονειρική, η Σάσα Βούλγαρη απάντησε στις ερωτήσεις του Culturenow.gr για τις αλήθειες που κρύβουν τα παραμύθια αλλά και το ρόλο του αφηγητή στην ανακάλυψή τους.

Συνέντευξη: Μαριάννα Παπάκη

Culturenow.gr: Στις 10/8 θα βρεθείτε στην πανέμορφη Σαντορίνη και συγκεκριμένα στο Φεστιβάλ Μεγάρου Γκύζη όπου θα παρουσιάσετε μια βραδιά με αφήγηση – παραμύθια υπό τον τίτλο «Αλήθεια είναι ή ονειρεύτηκα;». Πείτε μας δυο λόγια γι’ αυτή την παράσταση.

Σάσα Βούλγαρη: Είναι μεγάλη μου χαρά και τιμή η συμμετοχή μου στο συγκεκριμένο Φεστιβάλ, με εξαιρετικές επιλογές στις συμμετοχές του, εδώ και  χρόνια και σε ένα πανέμορφο νησί!

Σχετικά με τη δική μου συμμετοχή, δεν πρόκειται για «παράσταση» με τον κλασσικό όρο, αλλά για αφήγηση παραδοσιακών ιστοριών. Θα αφηγηθώ παλιά παραμύθια, με τρόπο αυτοσχεδιαστικό, και όπως κάνω συχνά, θα επιλέξω εκείνη τη στιγμή, ποιές ιστορίες θα πω από όσες έχω κατά νου, ανάλογα με τη διάθεση του κοινού.

Το πρόγραμμα που πρότεινα για το Φεστιβάλ του Μεγάρου Γκύζη απευθύνεται σε όλες τις ηλικίες από 4 ετών και πάνω, και περιέχει παλιούς θρύλους, παραμύθια και τραγούδια από την Ελλάδα και τον κόσμο που θα μας βυθίσουν στον όνειρικό κόσμο μύθων εμπνευσμένων από τον ανεξερεύνητο κόσμο των ωκεανών, μια και θα βρισκόμαστε σε νησί και θα μας «περπατήσουν» σε μυστικούς κήπους με απαράμιλλη ομορφιά αλλά και με πολλούς «κινδύνους»!

Ας μην ξεχνάμε ότι η Σαντορίνη περιβάλλεται από γοητευτικά μυστήρια, ζωντανά κατά ένα τρόπο… το κοιμισμένο ηφαίστειο, τον πανάρχαιο πολιτισμό της… Όλα αυτά είναι τα καλύτερα συστατικά των μαγικών παραμυθιών. Όλα είναι στο πρόγραμμα: γοργόνες, θεριά, πεντάμορφες και ατρόμητα παλικάρια, αλλά και απρόσμενοι μαγικοί βοηθοί…

Cul.N.: Πώς μπήκε το παραμύθι στη ζωή σας και πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε επαγγελματικά με την αφήγηση;

Σ.Β.: Σαν όνειρο! Κυριολεκτικά! Ψάχνοντας το καλοκαίρι του 1993, θέμα για την διδακτορική μου διατριβή πάνω στα παραμύθια, ονειρεύτηκα το ξεχασμένο και… μοναδικό – παραμύθι που έλεγε ο παππούς μου, όταν μαζευόμαστε το καλοκαίρι στην αυλή του σπιτιού, στο μικρό χωριό της μαμάς μου. Φίλια λένε το χωριό, είναι γεμάτο αρχαία, ένα ασήμαντο κατά τα άλλα, άσχημο χωριουδάκι του Θεσσαλικού κάμπου, στην Καρδίτσα, όπου το καλοκαίρι ο ήλιος ψήνει το ψωμί… Η μαμά μου δεν ζει πια, αυτή όμως μου στάλαξε την αγάπη για το τραγούδι και τις ιστορίες. Έτσι μας μεγάλωσε εμένα και τα τρία μου αδέρφια και είχε μια φωνή θεϊκή… Μας έλεγε ιστορίες για γριές που κάθονταν απάνω σε μαρμάρινα αρχαία κεφάλια, για αντάρτες που περιέτρεχαν τον κάμπο, για δέντρα μυθικά και διάβες – τι όμορφη λέξη για τις νεράιδες, δεν την έχω βρει πουθενά αλλού! – ιστορίες αληθινές για τη σκληρή ζωή του κάμπου αλλά και την μυστηριακή ομορφιά του…

Ακόμα έχω ζωντανή τη μνήμη… μια σκηνή σουρεαλισμού: ένα παλιό, σιδερένιο, άσπρο κρεβάτι, στην αυλή (δεν ξέρω τι δουλειά είχε εκεί!) κάτω από την πυκνή μουριά, όλα τα πιτσιρίκια απάνω του– είμαστε μεγάλο σόι – και γύρω – γύρω οι μεγάλοι… κόρες και γιοι, ανήψια, ξαδέρφια, επισκέπτες γείτονες… ότι να’ ναι! Κι ο παππούς μεγαλόσωμος με παχιά άσπρα μουστάκια με παλάμες που μου φαίνονταν πελώριες, να λέει το ωραιότερο παραμύθι του κόσμου. Η προφορικότητα δεν μπήκε ξαφνικά στη ζωή μου. Ήταν από πάντα εκεί και θυμάμαι τον εαυτό μου να ζει μέσα στις ιστορίες και τα τραγούδια. Λες και ήταν γραφτό μου, η σχέση μου με τα παραμύθια ήταν συνεχής και η επαγγελματική αφήγηση ήρθε φυσικά στη ζωή μου. Το 1989, ήμουν ακόμα νεαρή φοιτήτρια, έγινα δεκτή σε ένα επιδοτούμενο πρόγραμμα Πολιτιστικής Εμψύχωσης της Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς που το συντόνιζε η Μαρία Χρυσάφη, αρτι αφιχθείσα από τη Γαλλία, από το στόμα της οποίας άκουσα για πρώτη φορά ότι εκεί υπήρχαν επαγγελματίες παραμυθάδες. Στα προγράμματα για σχολεία που οργάνωσε αργότερα υπό την αιγίδα της Γ.Γ.Ν.Γ. μου έδωσε την ευκαιρία, μεταξύ άλλων, και να αφηγηθώ. Αυτό ήταν η πρώτη πιο… επαγγελματική, απόπειρα. Αργότερα ξεκίνησα πιο συστηματικά, αφού από το 1993 και μετά, διάφορες συγκυρίες με «ανάγκασαν» με τρόπο μαγικό να γίνω επαγγελματίας. Φίλοι με σύστηναν ως «αυτήν που λέει παραμύθια» σε μια εποχή που αυτό ήταν αδιανόητο! Αφηγήθηκα πειραματικά σε φοιτητές κατά τη διάρκεια της έρευνάς μου πάνω στα παραμύθια, μετά σε ένα καφενείο στα Εξάρχεια, στη συνέχεια με «βούτηξε» κυριολεκτικά ο Βασίλης ο Τσιμπίδης στο θρυλικό «Μπαράκι» του όπου γνωρίστηκα με τον καραγκιοζοπαίχτη Άθω Δανέλλη και παίζαμε μαζί, και με τους Συνήθεις Υπόπτους εκ των οποίων δύο συνόδευσαν μουσικά και τα… παραμύθια μου και στην τηλεόραση στην εκπομπή «Ψέμματα κι Αλήθεια, έτσι λεν τα παραμύθια» που προβάλλεται ακόμα.

Αρχικά αφηγήθηκα για ενήλικο κοινό και στη συνέχεια για παιδικό, στο θέατρο Φούρνος και αργότερα στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Α. Παρασκευής, στο Τσάι στη Σαχάρα και τα τελευταία χρόνια σε πολλά μουσεία, με σταθερές συνεργασίες, συστηματικά.

Ανήκω στους πρωτεργάτες της επαγγελματικής αφήγησης στην Ελλάδα, και μάλιστα είμαι η μόνη με συνεχή παρουσία για όλη την επαγγελματική σεζόν σε σταθερούς χώρους, που ονομάζω «στέκια του παραμυθιού». Η συχνή συνεργασία μου με μουσεία, εδώ και χρόνια, και τα διάφορα διαθεματικά προγράμματα που σχεδίασα (έχω μάλιστα γράψει και πρωτότυπα κέιμενα για συγκεκριμένα εκθέματα), έχουν βοηθήσει πολύ ώστε να υιοθετηθεί και να γενικευθεί η αφήγηση μέσα και σε μουσειακούς χώρους.

20 χρόνια κλέινω πια στον μαγικό κόσμο της επαγγελματικής αφήγησης και θα τα γιορτάσω εφέτος στο νέο μου «σπίτι», στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, με μια σειρά πρωτότυπων εκδηλώσεων και σε συνδυασμό με τον εορτασμό των 200 χρόνων από την πρώτη έκδοση των παραμυθιών των αδερφών Γκριμμ, υπό το γενικό τίτλο «Τα παραμύθια των Γκριμμ και τα ελληνικά αδερφάκια τους». Ετοιμάζουμε ημερίδα για το παραμύθι υπό την αιγίδα του τμήματος Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, εικαστική έκθεση με έργα που θα σχεδιαστούν ειδικά για τα παραμύθια που θα αφηγηθώ, από παιδιά που θα συμμετέχουν σε προγράμματα του Μουσείου Ελληνικής Παιδικής Τέχνης, έκθεση με ρούχα και αντικείμενα εμπνευσμένα από τα παραμύθια που θα σχεδιάσουν σπουδαστές ενδυματολογίας, αφγήσεις, βέβαια, για μικρούς και μεγάλους και… μαγειρεύονται και άλλες πολλές εκπλήξεις που θα ανακοινώσουμε εν καιρώ…

Cul.N.: Στην Ελλάδα δεν έχουμε παράδοση στους παραμυθάδες όπως ίσως στην Ανατολή. Πού πιστεύετε πως οφείλεται αυτό το γεγονός;

Σ.Β.: Ξέρετε αυτή η άποψη είναι μεγάλο… παραμύθι!!! Στην πραγματικότητα ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Φυσικά και έχουμε παράδοση στην Ελλάδα – άλλωστε κι εμείς Ανατολή είμαστε – και μάλιστα πλουσιώτατη και ακόμα ζωντανή σε κάποιες περιοχές. Τις τελευταίες μόνο δεκαετίες χάνεται, μετά την επέλαση της τηλεόρασης που «τρώει» τα πάντα σαν άλλος… Δράκος!

Έχουμε πλούσια προφορική παράδοση και από τα ωραιότερα παραμύθια του κόσμου! Δεν το γνωρίζουμε γιατί στην Ελλάδα σπανιότατα έχουμε περιπτώσεις επαγγελματικής αφήγησης, όπως σε άλλες περιοχές του κόσμου, και η αφήγηση γίνεται κυρίως κατ΄ οίκον, ενίοτε από προικισμένους και αναγνωρισμένους από όλη την κοινότητα αφηγητές – όπως π.χ. η γιαγιά Μαρία στο χωριό της μητέρας μου, που ήταν η «επίσημη παραμυθού» του χωριού.
Μεγάλο πλούτο έχουμε και στις μορφές που έχει η προφορική αφήγηση κατά παράδοσιν, δηλαδή, παραλογές, μύθους, θρύλους, αληθινές ιστορίες της ζωής, αλλά και θρησκευτικές και διδακτικές, έπη, μοιρολόγια, καταλόγια και αφηγηματικά τραγούδια όπως είναι της τάβλας, τα ριζίτικα, και τόσα άλλα…

Όλα αυτά χάνονται με ταχύτατους ρυθμούς, καθώς ακόμα και όσοι θυμούνται παλιά παραμύθια δεν έχουν ευκαιρίες να αφηγούνται. Η έλλειψη εξάσκησης – κι αυτό μπορώ να το επιβεβαιώσω και μέσω της εμπειρίας μου – φτωχαίνει το λόγο, συρρικνώνει το προφορικό υλικό, και τελικά λιγοστεύει το αφήγημα. Οι καταγραφές των τελευταίων ετών είναι όλο και φτωχότερες και σε αριθμό ιστοριών αλλά κυρίως σε έκταση και σε πλούτο λεξιλογίου, περιγραφών και εικόνων. Ξεχνάμε να μιλάμε όμορφα!

Στις μέρες μας βλέπω με μεγάλη στεναχώρια, νεώτερους αφηγητές που δεν διαθέτουν βιωματική αλλά και θεωρητική, λαογραφική, ανθρωπολογική γνώση, να μιμούνται ξενόφερτες συνήθειες στην αφήγηση, που έρχονται κυρίως από την Αγγλία και τη Γαλλία. Αυτές οι χώρες όμως έχασαν πράγματι, την σύνδεση με την παράδοσή τους, πιο νωρίς από μας, και αναγκάστηκαν να την αναζητήσουν με νέους τρόπους. Η Αγγλία πατώντας, πολύ σωστά, στην μεγάλη παράδοση που έχει στο θέατρο και η Γαλλία μελετώντας υλικό των Αφρικανικών και Αραβικών πλυθυσμών που μετανάστευσαν στη χώρα και είχαν ακόμα ζωντανή παράδοση – και λιγότερο στις λίγες παραδοσιακές πηγές που απέμειναν.

Μάλιστα παρατηρείται τα τελευταία μόλις χρόνια, στη χώρα μας, μια «εισαγωγή» ξένων συνηθειών στον τροπο αφήγησης, και στο υλικό, χωρίς να σταθμίζεται και να συσχετίζεται δημιουργικά η  γνώση του δικού μας παραδοσιακού προφορικού πλούτου και της τελείως διαφορετκής αφηγηματικής τεχνικής όπως διαμορφώθηκε στην Ελλάδα κατά παράδοσιν. Συχνά, δηλαδή, για να το εκφράσω με απλά λόγια βλέπω κάποιους να «παρασταίνουν» με τρόπο θεατρικό τον αφηγητή, χωρίς μια αυτογνωσία ή μια «αφηγηματική ταυτότητα», πράγμα που απέχει μακράν από την αληθινή παραδοσιακή τεχνική.

Cul.N.: Παρακολουθήσατε κάποια αφήγηση από κάποιον παραμυθά που σας μάγεψε; Αν ναι, θα θέλατε να μας διηγηθείτε την εμπειρία;

Σ.Β.: Νομίζω πως αξεπέραστη εμπειρία στη ζωή μου, θα είναι πάντα η αφήγηση του παππού μου… Καθόταν σα βράχος αμετακίνητος στην καρέκλα του και έκανε πολύ μικρές κινήσεις κυρίως με τα πελώρια χέρια του. Δεν άλλαζε και πολύ τη φωνή του, αλλά έκανε τις σωστές παύσεις εκεί που έπρεπε ώστε να μένεις με το στόμα ανοιχτό. Σε έπειθε με το λόγο του χωρίς πολλά – πολλά, και οι περιγραφές του ήταν γεμάτες υπόγειο χιούμορ που έβγαινε μέσα από την περιπαικτική λάμψη των ματιών του και από το απαλό τρεμούλιασμα που έκανε το παχύ μουστάκι του, καθώς κρυφογελούσε με τα ορθάνοιχτα μάτια και στόματά μας. Είχε και μια μαγκούρα για πρακτική του χρήση, αλλά την κουνούσε όταν αφηγούνταν, στα κατάλληλα σημεία, ώστε να μας δημιουργεί την αίσθηση ότι αυτά συνέβαιναν τώρα δα! Καμμιά φορά, για να γελάσουμε, τρόμαζε κάποιον μέσα στη ροή της ιστορίας και τότε γίνονταν μεγάλος σαματάς. Ποτέ δεν θα ξεχάσω το πρόσωπό του, παρόλο που είναι χρόνια πια αναπαμένος Έπαιρνε διάφορες εκφράσεις για να δημιουργήσει την εικόνα και έμεινα κατάπληκτη όταν είδα κάποιες από αυτές στο δικό μου πρόσωπο, όταν αφηγήθηκα το παραμύθι του, τα τρία χρυσά μήλα, στην τηλεοπτική εκπομπή που προανέφερα. Μέχρι τότε δεν πίστευα ότι του μοιάζω στο παραμικρό! Όταν αφηγούνταν ήταν σαν ένα εσωτερικό φως να έλαμπε από μέσα του. Πολλά χρόνια μετά χρειάστηκε να ξανα – αφηγηθώ το παραμύθι στη μαμά μου, αφού έψαξα κι εγώ για να το θυμηθώ ολόκληρο, επειδή εκείνη δεν το θυμόταν καθόλου για να μου πει: «Έχεις δίκιο! Πως το θυμόσουν;»

Cul.N.: Πώς εισπράττει ένα παιδί και πώς ένας μεγάλος την αφήγηση ενός παραμυθιού όπως μπορείτε να κρίνεται από την πολυετή σας εμπειρία;

Σ.Β.: Ξέρετε… το πρωταρχικό συναίσθημα, πιστεύω πως πρέπει να είναι πάνω κάτω το ίδιο. Από τα όμορφα λόγια που μου λένε και μου γράφουν κατα καιρούς μικροί  και μεγάλοι, αντιλαμβάνομαι ότι βυθίζονται σε ένα γοητευτικό ταξίδι και αφήνονται να παρασυρθούν από την ιστορία. Αλλιώς δεν μπορεί να εννοηθεί μια αφήγηση ως επιτυχημένη. Οι προσλαμβάνουσες όμως είναι διαφορετικές, αναλόγως της ηλικίας. Τα παιδιά έχουν λιγότερες εμπειρίες και αντοχές, ενώ το ενήλικο κοινό, μπορεί να παρακολουθήσει πιο πλούσια σε δομές προγράμματα, πιο απαιτητική γλωσσική έκφραση, δυσκολότερα νοήματα που ορισμένες φορές μπορεί να είναι και με φιλοσοφικές προεκτάσεις. Επίσης, διαφορετικό υλικό θα επιλέξω ανάλογα και με το εξελικτικό στάδιο των παιδιών. Άλλες ιστορίες αφορούν σε παιδάκια προσχολικής ηλικίας, άλλες σε παιδιά Λυκείου ή Γυμνασίου. Αυτό, πάντως, που δεν μου αρέσει να κάνω είναι να «εξηγώ» τις ιστορίες που λέω… Μια ιστορία «μιλάει» με άλλο τρόπο από άτομο σε άτομο και σίγουρα δεν έχει μόνο έναν τρόπο! Γι΄ αυτό και δεν συμφωνώ σε πολλά σημεία με την «ψυχανάλυση των παραμυθιών», όσο εντυπωσιακή κι αν φαίνεται. Μια φορά ο Μιχάλης Μερακλής, ο σπουδαίος λαογράφος μας, μου είχε πει (με περίπου αυτά τα λόγια): Αχ, κυρία Βούλγαρη, από όπου να τα πιάσουμε τα παραμύθια πάντα θα μας ξεφεύγουν ένα σωρό πράγματα από το μαγικό τους σύμπαν! Τόσο πολύπλευρα είναι. Αυτό χαράχτηκε μέσα μου και μετά από αρκετά χρόνια και καθώς κάποιες ιστορίες τις επαναλαμβάνω εδώ και μια εικοσαετία, «βλέπω» ότι πάντα θα υπάρχεικάτι να ανακαλύψεις μέσα σε μια σπουδαία ιστορία. Να προσθέσω ότι όσοι με παρακολουθούν συχνά – το fun club μου! – και έχουν ακούσει κάποιες ιστορίες μου ξανά και ξανά επιβεβαιώνουν ότι ποτέ δεν τις λέω με τον ίδιο τρόπο άλλωστε δεν αποστηθίζω ποτέ! – και πάντα κάτι ανακαλύπτουμε όλοι μαζί που είναι νέο. Το υπογραμμίζω το «όλοι μαζί» και θέλω οπωσδήποτε να τονίσω ότι στην τεχνική μου ακολουθώ τον παραδοσιακό τρόπο: σε πολύ στενή επικοινωνία με το κοινό μου, γι΄ αυτό και θέλω να τους βλέπω, όπως και να τους μιλώ κατά τη διάρκεια της αφήγησης, έτσι ώστε να ακολουθώ τις διαθέσεις της στιγμής και να αυτοσχεδιάζω «παίζοντας» μαζί τους. Η αφήγηση είναι πάνω απ΄ όλα επικοινωνία, με όλη την ουσία της λέξης: γι ΄αυτό φτιάχτηκαν τα παραμύθια. Παραμυθία θα πει παρηγοριά, και κάθε ιστορία πρέπει να προσαρμόζεται κάθε στιγμή και να εξυπηρετεί ττις ανάγκες των παρευρισκομένων.

Cul.N.: Θα χαρακτηρίζατε την αφήγηση παραμυθιών ως θέατρο; Ποια κοινά στοιχεία έχουν και ποιες διαφορές κατά τη γνώμη σας;

Σ.Β.: Αυτή η ερώτηση δεν έχει μια απλή απάντηση… Είναι η κλασική ερώτηση που μου κάνουν οι ερευνητές σε διπλωματικές εργασίες και διδακτορικά καθώς στην εποχή μας, προσπαθούμε να βάλουμε κάποια όρια προκειμένου να υπάρξει και μια επιστημονική θεώρηση των πραγμάτων. Ουσιαστικά η τέχνη της αφήγησης είναι η αρχαιότερη μορφή θεατρικής έκφρασης, εφόσον κάποιος στέκεται μπροστά σε ένα ακροατήριο και ζωντανεύει μια ιστορία, παρασταίνοντάς την. Μορφολογικά υπάρχουν αρκετά κοινα σημεία όπως η αλλαγή των φωνών, το τραγούδι, η χρήση του σώματος και των κινήσεων, καθώς και τον εκφράσεων ώστε να υπογραμμίζεται η δράση στην ιστορία, ενδεχομένως η χρήση αντικειμένων, ή υφασμάτων και σε κάποιες μορφές παραδοσιακής αφήγησης – π.χ. στην Ινδία – έχουμε και την χρήση εικόνων, την σύμπραξη με μουσικούς κ.α. Αλλά εκεί πλέον ήδη αρχίζει το δισδιάκριτο, ορισμένες φορές, όριο με το λαϊκό θέατρο, το οποίο συχνότατα εμπεριέχει αφήγηση.

Υπάρχουν όμως και πολλές διαφορές. Σημαντικότερη θεωρώ την μη αποστήθιση του κειμένου. Κατά παράδοσιν, ο παραμυθάς δεν αποστηθίζει. Και πως θα μπορούσε άλλωστε; Οι ιστορίες δεν υπήρχαν καταγραμμένες, και ακόμα και σε περιπτώσεις που το υλικό το ίδιο υπέβαλλε την ακριβή απομνημόνευση – όπως στα έπη ή τις παραλλογές – και πάλι όσο κοντά και να είναι κάποιος σε ένα αρχικό κέιμενο πάντα θα το παραλλάξει… Αυτό μας δείχνουν οι ανθρωπολογικές καταγραφές, αυτό μπορώ να σας επιβεβαιώσω και από την εμπειρία μου. Και ευτυχώς που συμβαίνει αυτό, γιατί έτσι δεν τελειώνει ποτέ η δημιουργικότητα. Άλλωστε το ίδιο το ακροατήριο, ξαναλέω, με την επιθυμία του, μακράινει ή… κονταίνει μια ιστορία! Και δεν θα του άρεσε να την ακούει με τον ίδιο τρόπο, κάθε φορά!

Άλλη διαφορά είναι η σκηνοθεσία. Ο αφηγητής αυτο – σκηνοθετείται ανά πάσα στιγμή και κατά τα κέφια του. Δεν υπάρχει μια δομημένη σκηνοθετική άποψη και μάλιστα από άλλο άτομο όπως στο θέατρο. Επίσης ο αφηγητής δεν είναι υποχρεωμένος να φορά κάποιο ειδικό ρούχο – κοστούμι και ούτε έχει σκηνικό. Τις περισσότερες φορές δεν έχει ούτε μουσική συνοδεία, αλλά πρέπι να μπορεί να κάνει τα πάντα μόνος του: φυσικούς ήχους με το στόμα, τραγούδι, κ.τ.λ. Κι όπως κάποτε μου είπε ένα παιδί ΣΤ΄Δημοτικού: Καλά εσείς είστε από μόνη σας ολόκληρο θέατρο! Κάνετε τα πάντα! Όλες τις φωνές, τους ρόλους, τι γίνεται στην ιστορία…

Στην εποχή μας, πολλοί σύγχρονοι επαγγελματίες, πλέον, παραμυθάδες, αποστηθίζουν το υλικό τους και το αποδίδουν με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Αυτό κατά τη γνώμη μου δεν είναι ούτε σωστό θέατρο, ούτε βέβαια αφήγηση σωστή, παρόλο που μπορεί να έχει, κατά περίπτωση, πολύ γοητευτικό αποτέλεσμα. Δεν έχει όμως σίγουρα τον μετασχηματισμό, την μεταμόρφωση της ιστορίας επι τόπου, τη γλωσσική ανα – δημιουργία, όπως οφείλει η τεχνική της παραδοσιακής αφήγησης. Και για να σας δώσω ένα παράδειγμα με ξετρελλαίνει το εξής πείραμα: όταν έχω στο κοινό μου άτομα πολύ έμπειρα στην ακρόαση ιστοριών και λέω μια ιστορία που γνωρίζω ότι την ξέρουν καλά, την έχουν ακούσει από μένα ή και άλλους αφηγητές, μπορεί και να την έχουν αφηγηθεί, στην περίπτωση που είναι συνάδελφοι… Τότε λέω μέσα μου: για να δούμε πως θα τα καταφέρω να τους συνεπάρω με μιαν ιστορία που ξέρουν τόσο καλά…

Να προσθέσω και πιο ξεκάθαρες διαφορές: ότι μέσα στη γνώση της τεχνική της αφήγησης είναι και ο συνδυασμός ιστοριών, ο εγκιβωτισμός (το να μπαίνει η μια ιστορία μέσα στην άλλη) η παράλληλη αφήγηση (να «μπλέκονται» αφηγηματικά ιστορίες με διαφορετικές αφετηρίες), η δόμηση και αποδόμηση συναφούς αφηγηματικού υλικού, ποια κομμάτια μετακινούνται στις ιστορίες, τα λεγόμενα μοτίβα, και ποια δεν επιτρέπεται να τα πειράξουμε… και τόσα άλλα που πλέον μπορώ να διδάξω (αφού μου πήρα χρόνια έρευνας να τα κατανοήσω και να τα ανακαλύψω στην πράξη, ώστε να έχω και βιωματική εμπειρία, παράλληλα με τη θεωρητική) και με κάνουν να λέω ότι η βαθιά γνώση της αφηγηματικής τεχνικής είναι μαθηματική σκέψη!

Και κάπου εδώ να βάλω μια τελεία, γιατί όπως καταλαβαίνετε το θέμα είναι αχανές…

Cul.N.: Ποιο ήταν το αγαπημένο σας παραμύθι ως παιδί και για ποιους λόγους σας κέντρισε την προσοχή;

Σ.Β.: Έχω ήδη αναφερθεί εμμέσως σε αυτό: είναι Τα Τρία Χρυσά Μήλα, το παραμύθι που μου έλεγε ο παππούς και υπήρξε η αφορμή στο διδακτορικό μου, πλούσιο σε δομή, περιγραφές, σύμβολα, μυθικά πλάσματα. Το ίδιο παραμύθι επέλεξα να δουλευτεί μυθοπλαστικά και δημιουργικά, με την καθοδήγησή μου, και σε συνεργασία με παιδαγωγούς και βιβλιοθηκονόμους, για έναν ολόκληρο χρόνο, με δύο ομάδες παιδιών Γ΄ Δημοτικού, στο Κολέγιο Αθηνών, το 1996. Ήταν στα πλαίσια του ευρωπαϊκού διαδυκτιακού προγράμματος festival, που αφορούσε σε προγράμματα βιβλιοθηκών και αποτέλεσε για όλους μια μαγική εμπειρία! Τα παιδιά ξανάγραψαν την ιστορία με πολλούς τρόπους και δημιούργησαν με τους δασκάλους τους κουκλοθέατρο, θέατρο, ζωγραφιές και πολλά άλλα! Το παραμύθι αυτό επανέρχεται στη ζωή μου με πολλούς τρόπους και κάθε φορά το βιώνω και το αφηγούμαι με εντελώς άλλο τρόπο…

Cul.N.: Έχετε σκεφτεί ποτέ να κάνατε μια ιδιότυπη συνεργασία με καλλιτέχνες από άλλους χώρους; Όπως τραγουδιστές, ηθοποιούς ή ακόμα και ζογκλέρ; Αν ναι, υπάρχουν κάποια πρόσωπα τα οποία θα επιλέγατε;

Σ.Β.: Καταπληκτική ερώτηση! Από τις πιο πρωτότυπες που μου έχουν κάνει! Ναι, βέβαια έχω σκεφτεί ότι θα ήθελα να προχωρήσω σε διάφορους πειραματισμούς… Πρέπει βέβαια, να διευκρινήσω ότι όπως σε κάθε τέχνη για να προβεί κάποιος σε πειραματισμούς κάθε είδους θα πρέπει να έχει προχωρήσει και να έχει εμβαθύνει ουσιαστικά σε ό, τι κάνει. Να γνωρίζει τους κανόνες που απαρτίζουν την τέχνη του, να έχει διαμορφώσει την προσωπική του φιλοσοφία στο πως συνδιαλλέγεται με το αντικείμενό του.

Προσωπικά, είχα πάντα είχα σαν οδηγό μου την επιθυμία να ανα-δημιουργώ τις ιστορίες μέσα στο γίγνεσθαι… στο εδώ και τώρα… αυτό που έκανε άλλωστε πάντοτε κάθε καλός παραμυθάς. Και γι΄ αυτό πολύ θα μου άρεσε μια σύμπραξη με σύγχρονους δημιουργούς άλλων καλλιτεχνικών περιοχών!

Και για να παίξουμε λίγο… Μουσικούς είναι εύκολο να σκεφτώ, άλλωστε έχω συνεργαστεί κιόλας με αρκετούς… Τραγουδιστές… θα μου άρεσε να κάνω κάτι με το Φοίβο Δεληβοριά και τη Μάρθα Φριτζίλα, αλλά πιο… «Jazz»! Τους άκουσα φέτος στο πρόγραμμά τους και ήταν πολύ αφηγηματικοί! Ή με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου και μάλιστα στα… θεσσαλικά: αυτός Λαρισαίος, εγώ Καρδιτσιώτισσα. Αν το «παρατραβούσα» θα ήθελα να κάνω ιστορίες της πόλης με την Μόνικα ή κάτι πιο ανάλαφρο, πιο pop με την Μαριέττα Φαφούτη που τη βρίσκω πολύ δροσερή… Και θα μου άρεσε μία σύμπραξη αφήγησης με… λυρικό τραγούδι και χορωδία, με υλικό βασισμένο σε φωνητικούς αυτοσχεδιασμούς! Μια παιδική παράσταση αφηγηματικού – μουσικού λαϊκού θεάτρου…Ειδικά στο τελευταίο έχω πολλές ιδέες και  λόγω… θεσσαλικών καταβολών!
Να σταματήσω τώρα την ονειροπόληση;

Cul.N.: Τελικά, το σημαντικό είναι η ιστορία ή ο τρόπος που θα τη διηγηθείς; Πού κρύβεται το μυστικό;

Σ.Β.: Μα… είναι δυνατόν να σας αποκαλύψω τα μυστικά μου; Εντάξει… να πω ότι όλα έχουν σημασία, αλλά επειδή ο πραγματικός παραμυθάς είναι ον μοναχικό, το μυστικό για μένα είναι να βρίσκει τον τρόπο να επικοινωνεί βαθιά κάθε φορά με το κοινό του, και να το οδηγεί ανάλογα με τις επιθυμίες που πλανώνται στον αέρα! Η προφορική αφήγηση είναι γητειά της γλώσσας και τίποτα άλλο, επομένως, ο τρόπος κάνει τη διαφορά. Γι΄αυτό και είμαι αυστηρή: «αφηγητές» που στηρίζονται σε μουσικούς, σκηνικά, εντυπωσιασμούς και κάθε είδους «διαδράσεις» κατ΄επανάληψη, δεν είναι αφηγητές.

Το έχω ξαναπεί. Ο καλός αφηγητής είναι γυμνός! Με τα λόγια του και μόνο, και με τη φωνή του πρέπει να μπορεί να σε γοητεύει ανά πάσα στιγμή. Αλλιώς είναι κάτι άλλο… ίσως κάποιος που υποκρίνεται τον παραμυθά… πάντως όχι παραμυθάς.