“Όσο πιο πολύ αγαπάμε και τόσο πιο πολύ άσκυφτοι γινόμαστε. Όσο πιο αληθινά αγαπάμε τόσο πιο ωραία υποφέρουμε” θα γράψει σε ύφος μελαγχολικό και ποιητικό η Μαρία Πολυδούρη προς τον ποιητή Φίλιππο Κλεωνά.

Αυτή η αινιγματική μορφή της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας έμεινε στην αφάνεια για πολλά χρόνια λόγω της ανικανότητας της ελληνικής λογοτεχνίας ως οντότητας να αγκαλιάσει τα διαμάντια που κατά καιρούς aξεπηδούσαν. Η Μαρία Πολυδούρη, γνωστή για την πολύ ταραγμένη και συγκρουσιακή σχέση της με τον Κώστα Καρυωτάκη, είναι ένα πρόσωπο ιδιαίτερο για τα ελληνικά γράμματα και διαβάζοντας κανείς τα γραπτά της, τόσο το μυθιστόρημα Ρομάντσο όσο και την αλληλογραφία της καθώς και τις σκέψεις της γενικότερα θα διαπιστώσει πως πρόκειται για έναν άνθρωπο που ζει και αναπνέει για τον έρωτα και εκλιπαρεί να τον γευτεί αληθινά και δίχως επιφυλάξεις, με ορμή και ολοκληρωτικά.

Η Χριστίνα Ντούνια στο εξαιρετικό και κατατοπιστικό της εισαγωγικό σημείωμα θα αναλύσει τις διάφορες πτυχές του χαρακτήρα της, τα γεγονότα που στάθηκαν σημαδιακά για την ίδια και για την παραγωγή λόγου που κόμισε. Γνωρίζουμε τον στίχο “Μόνο γιατί σ’ αγάπησα πολύ” ο οποίος αναβίωσε πρόσφατα μέσα από την τηλεοπτική προβολή της ζωής των δύο δημοφιλών εραστών που οδήγησαν και τους δύο στον πρόωρο χαμό και την δραματική εξέλιξη της σχέσης τους. Η Πολυδούρη όμως δεν είναι μόνο ποιήτρια, είναι και μια συγκλονιστική και πρωτοπόρα πεζογράφος κάτι που αναδεικνύει και η κ. Ντούνια στην αρχή του βιβλίου φωτίζοντας και αυτή την άγνωστη πλευρά του έργου της.

Το Ρομάντσο, που κατέχει και τον μεγαλύτερο χώρο στην παρούσα έκδοση, η Πολυδούρη το έγραψε το 1926 σε ηλικία μόλις εικοσιτεσσάρων χρόνων και εμπεριέχει πολλά καινοτόμα στοιχεία, τα οποία είναι πρωτόγνωρα εκείνη την εποχή τόσο για την ίδια την ελληνική λογοτεχνία όσο και για την ευρωπαϊκή γενικότερα. Ουσιαστικά βρισκόμαστε ενώπιον δύο μυθιστορημάτων σε ένα ή για να το διατυπώσουμε καλύτερα το ένα μέσα στο άλλο, μία τεχνική που ο André Gide, ο μεγάλος γάλλος λογοτέχνης και διανοούμενος δοκίμασε και εξέλιξε πρώτα από όλους. “Η πρωτοποριακή γραφή του Ρομάντσου της Πολυδούρη συνιστά ένα πρώιμο δείγμα της νεωτερικής στροφής του σύγχρονου ελληνικού μυθιστορήματος” γιατί η Πολυδούρη έζησε στο Παρίσι, συναλλάχθηκε με τους καλλιτεχνικούς κύκλους και γεύτηκε την πρωτοπορία που την δεκαετία του ’20 άνθιζε στο κέντρο των τεχνών στο Παρίσι και άγγιζε όλους τους χώρους από τα εικαστικά μέχρι την λογοτεχνία. Σε αυτό λοιπόν το περιβάλλον δεν θα μπορούσε να μην επηρεαστεί από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και τον λογοτεχνικό οίστρο που εξέπεμπε σε κάθε σημείο. Εκείνη δε, αφοσιωμένη στην αγάπη της και τον σφοδρό έρωτά της για τον Καρυωτάκη εισήγαγε στοιχεία δικά της, τον δραματικό τόνο που την χαρακτήριζε αλλά και μία ποιητικότητα που μεταμορφώθηκε μέσα στο μυθιστόρημα χαρίζοντάς της μία θέση προνομιακή ανάμεσα στους εκπροσώπους της λογοτεχνίας του τότε.

Ως προς το περιεχόμενο του Ρομάντσου και την γραφή της, είναι φανερό πως διακατέχεται από μία έκδηλη αγωνία και μία ανησυχία για την αναγνώριση του έρωτά της στα μάτια του αγαπημένου της, ο οποίος δυστυχώς για εκείνη δεν εκδηλώνει με την ίδια διαχυτικότητα και αυθορμητισμό τα ίδια συναισθήματα με εκείνη, αφήνοντάς την να περπατά ολομόναχη τον δρόμο της αγάπης. Με αυτό τον τρόπο ο αναγνώστης πάσχει μαζί της και βιώνει σε κάθε λέξη της και σε κάθε εικόνα που σχηματίζεται στην φαντασία του ένα πλάσμα που συνεχώς βρίσκεται σε κυνηγητό πραγματοποίησης των επιθυμιών του και των πόθων του και δεν βρίσκει καμία ανταπόκριση παρά μία ενδελεχή άρνηση που καταντά απελπιστικά μονότονη πλην κάποιων λίγων εκλάμψεων. Όλο αυτό το σκηνικό το μεταφέρει στο μυθιστόρημα της και στα γράμματά της με πόνο ψυχής και βυθισμένη σε έναν χρόνο που μοιάζει να έχει σταματήσει προ πολλού για εκείνη. Όλες οι έρωτες που έρχονται σε εκείνη είναι σκέτη ουτοπία, προσωρινό φάρμακο και δεν δύναται να ανταποκριθεί αφού το μυαλό της, η καρδιά της, ολόκληρη είναι αφιερωμένη αλλού. Η Χριστίνα Ντούνια αναφέρει χαρακτηριστικά πως “στο Ρομάντσο τα πρόσωπα δεν εκφράζουν κάποια “ενδόμυχη εγγενή φύση” που αποκαλύπτεται, αλλά τη συνεχή διεργασία μέσα από την οποία επιχειρούν να δημιουργήσουν τον εαυτό τους, άλλοτε μέσα από συγκρούσεις με τους κυρίαρχους κοινωνικούς ρόλους, άλλοτε μέσα από την αποδοχή τους”. Τα πρόσωπα της Πολυδούρη είναι καθημερινοί χαρακτήρες τους οποίους η ίδια συναναστρέφεται και η αφήγηση του παρενθετικού μυθιστορήματος είναι η απόδειξη πως “κύριο θέμα της και κεντρικό της μέλημα είναι ο αγώνας του ανθρώπου με ο,τιδήποτε τον εμποδίζει να είναι αυθεντικός, με ο,τιδήποτε είναι αντίθετο στην ακεραιότητα και την ολοκλήρωσή του”.

Η Πολυδούρη σε κάθε σημείο θα εκφράσει την ανάγκη του τέλους, την ματαιότητα των στιγμών, τον πόθο για όλα ή τίποτα και δεν θα διστάσει να προκαταβάλει το τέλος της και την ολοένα και μεγαλύτερη θλίψη όσο τα συναισθήματά της πέφτουν στο απόλυτο κενό. Είναι μια γυναίκα που θυμίζει θλιμμένο πρόσωπο του Μοντιλιάνι, είναι μία ποιήτρια και μία δημιουργός που βρίσκει διέξοδο μέσα από την γραφή και η μόνη σωτηρία της είναι αυτή. Στα μάτια του αναγνώστη όλος ο αγώνας αυτός μοιάζει να μην έχει αντίκρισμα αλλά εκείνη θυμίζει στρατιώτη που κάθε μάχη αν και χαμένη άξιζε τον κόπο να πολεμηθεί και ας είναι η ήττα προκαθορισμένο αποτέλεσμα. Η ίδια θα δηλώσει με κάθε βεβαιότητα: “Η ζωή μου ήταν σκοτεινή κι άχαρη κι η καρδιά μου ήταν γεμάτη ανάγκη κι όνειρα… Ήμουν μια σκλάβα χωρίς τίποτα δικό μου, ουτ’ ένα μικρό κομμάτι του αιθέρα. Ούτε μια αχτίδα του ήλιου δεν έπεφτε ίσια πάνω κι όμως η καρδιά μου ήταν γεμάτη όνειρα”. Και το κυριότερο όλων είναι πως γνωρίζοντας την μοίρα της και πως οι προσπάθειές της βαίνουν άκαρπες εκείνη πιστεύει στην υπέρτατη ευτυχία. Βούλησή της είναι να συνεχίσει να αγαπά μέχρι τέλους και μέχρι των πιο έσχατων ορίων γιατί απλά δεν μπορεί να μην αγαπάει. Είναι ταμένη στον έρωτα αυτό και είναι ενδεικτικό πως “η αρρώστια της, η αυτοκτονία του Καρυωτάκη και η ψυχική και σωματική δοκιμασία της μετά το 1928, την έστρεψαν αποκλειστικά στην ποίηση και άφησαν το μυθιστόρημα στα αζήτητα”. Η ζωή μετά τον απροσδόκητο θάνατο του αγαπημένου της μοιάζει με τα κοράκια που πετούν στον ουρανό των πινάκων του Βαν Γκογκ, έτσι που προαναγγέλλουν ένα προδιαγεγραμμένο τέλος. Θα γράψει κάπου αλλού: “Ένα τέλειο πλάσμα ικανό να κλείσει μέσα του τον κόσμο ολάκερο πεθαίνει χωρίς να γνωρίσει τον προορισμό του. Ένα λουλούδι, γεννημένο από την υπέροχην αρμονία των χρωμάτων φυλλοροεί χωρίς να μπορεί να ονειρευτεί καν πεθαίνοντας το πέρασμα της πεταλούδας της ηδονής. Είναι πραγματικά η τραγικότερη καταστροφή”.

“Είναι τόσο μεγάλος ο κόσμος και είμεθα τόσο μικροί ένας-ένας εμείς οι άνθρωποι που τον αποτελούμεν”.

“Είμαι ολομόναχη μέσα σ’ όλον αυτό τον παράξενο κόσμο. Άλλοτε οι γνωριμίες μου ήταν ένα ευχάριστο παιχνίδι, τώρα μου είναι κάτι πολύ ενοχλητικό. Αιστάνομαι εχθρότητα για τους ανθρώπους που πρωτογνωρίζω. Αν χωνέψουν αυτή μου την εχθρότητα, ύστερα μπορούν τα πράματα να ‘ναι ομαλά, αν όχι… Δε βαριέστε πάλι ομαλά θα ναι!”.

“Ωχ! δάκρυα σήμερα… δάκρυα διαβολεμένα πότε θα στερέψετε;”.

Το βιβλίο της Μαρίας Πολυδούρη, Ρομάντσο και άλλα πεζά, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εστία.