Η New Star παρουσιάζει στους κινηματογράφους για πρώτη φορά στην Ελλάδα από τις 8 Σεπτεμβρίου 2016 την ταινία Potop Redivivus – Η Πλημμύρα (restoration version διάρκειας 186΄) του Γιέρζι Χόφμαν, με τον Ντάνιελ Ολμπρίχσκι.

Σε ειδικές προβολές μετά τις 29/9 θα παρουσιαστεί και η πλήρης έκδοση της ταινίας με συνολική διάρκεια 315΄.

ΣΥΝΟΨΗ

Η «Πλημμύρα» είναι μια ταινία, που δείχνει τον πόλεμο σε όλες του τις εκφάνσεις. Πόλεμος κατά του εισβολέα εχθρού και πόλεμος κατά του «μικρού εγώ», στον οποίον δεν βγαίνουν όλοι νικητές. Ο πόλεμος γεννάει τους ήρωες, αλλά και τους προδότες («Πόλεμος – πατήρ πάντων», είχε πει ο Ηράκλειτος πολλούς αιώνες πριν). Ανατρέπει τα στερεότυπα και φανερώνει την αληθινή ουσία και τις αξίες του καθενός. Ο πόλεμος φέρει σύγχυση, θολώνοντας το νου των ανθρώπων, περιπλέκοντας τα δυσδιάκριτα πλέον όρια μεταξύ καλού και κακού. Φέρνει τη φωτιά και τον όλεθρο, ως αδιάφορος θεριστής θερίζει και τον άδικο και τον δίκαιο. Εκεί όμως, όπου υπάρχει η Αγάπη, ο Πόλεμος χάνει την ισχύ του.

Η αγνή αγάπη του ήρωα για την Ολένκα θα τον ανυψώσει στο βάθρο της αιώνιας δόξας, αφού θα υμνηθεί από πολλές γενιές των συμπατριωτών του, χάρη στην επιδέξια πένα του Σενκέβιτς και στο σκηνοθετικό ταλέντο του Χόφμαν. Θα περάσει από φωτιά και σπαθί, από βασανιστήρια και αιχμαλωσία. Θα ξεπλύνει τη ντροπή με το ίδιο του το αίμα, για να μπορεί να την ξανακοιτάξει στα μάτια Εκείνην που τόσο αγάπησε.

Ο πρωταγωνιστής θα βρει στο τέλος, όπως κάθε τραγικός ήρωας, την κάθαρση – λύτρωσή του στο όνομα της αγάπης.

Η ταινία εξελίσσεται τον 17ο αιώνα κατά τη διάρκεια της σουηδικής εισβολής κατά της πολωνικής-λιθουανικής Κοινοπολιτείας, τα έτη 1655-1658, που είναι γνωστή ως “Η Πλημμύρα” η οποία τελικά ματαιώθηκε από τις πολωνικές-λιθουανικές δυνάμεις. Ωστόσο, το ένα τέταρτο του πληθυσμού της πολωνικής-λιθουανικής Κοινοπολιτείας έχασαν τη ζωή τους μέσα από τον πόλεμο και την πανούκλα, και η οικονομία της χώρας καταστράφηκε.

Ο Άντζεϊ Κμίτιτς, αφού απόκτησε τιμές και δόξα στο πεδίο της μάχης, έρχεται στο εξοχικό των Μπιλέβιτς για να εκπληρώσει την τελευταία επιθυμία του μέντορα και προστάτη του. Να γίνει δικαιούχος κληρονόμος του, ζητώντας το χέρι της εγγονής του Αλεξάνδρας (Ολένκα για τους δικούς της). Ωστόσο ο οξύθυμος χαρακτήρας του Κμίτιτς και οι άξεστοι, καβγατζήδες σύντροφοί του, τον βάζουν σε μπελάδες. Για να εκδικηθεί τη δολοφονία των αξιωματικών του, που σκοτώθηκαν σε κάποια συμπλοκή με τους ντόπιους σε μία ταβέρνα, βάζει φωτιά στο γειτονικό κτήμα. Την ίδια στιγμή πάνω από την Πολωνική αυτοκρατορία εμφανίζεται η απειλή της εισβολής του στρατού του Σουηδού βασιλιά Καρόλου Γουσταύου. Ο Κμίτιτς είναι ένας άνθρωπος του πολέμου που εμπλέκεται τυχαία στον πόλεμο αλλά και λόγω των συνθηκών. Ο κύριος λόγος όμως είναι ο θαυμασμός στο πρόσωπο που θεωρούσε αυθεντία και υπόδειγμα ηθικής.

Η δικαιοσύνη στη ζωή φαίνεται εδώ να αποκαθίσταται δίνοντας την ευκαιρία στους έχοντες αγνές προθέσεις και στους δυνατούς να παλέψουν για την πατρίδα και την καρδιά της γυναίκας που αγαπούν. Σε ένα πρωταγωνιστή που δεν μπορείς να ξεχωρίσεις αρχικά τον γνήσιο πατριώτη από τον καιροσκόπο θα επικρατήσουν η λογική και η δύναμη της καρδιάς του. Στη δύσκολη κατάσταση που έχει βρεθεί ο βασιλιάς, σοφά, θα του δείξει την πρέπουσα εμπιστοσύνη και ο ήρωάς μας θα λάβει τις δέουσες τιμές που του αξίζουν.

Η Ολένκα στην ουσία είναι η προσωποποίηση της Πολωνίας που προσπαθεί να κερδίσει τον έρωτά της. Καταφέρνει  στον ήρωα τελικά διπλό επίτευγμα, να σώσει την Πατρίδα του και τον έρωτά του. Θα κερδίσει σε αυτόν  έτσι μια νέα ζωή εν ειρήνη όπου αποκαθίσταται το όνομά του.

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Jerzy Hoffman

ΣΕΝΑΡΙΟ: Jerzy Hoffman, Adam Kersten, Henryk Sienkiewicz

ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΟΥΝ: Daniel Olbrychski, Malgorzata Braunek, Tadeusz Lomnicki, Kazimierz Wichniarz, Wladyslaw Hancza κ.

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ: Wojciech Krysztofiak

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ: Jerzy Wojcik

ΜΟΥΣΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Kazimierz Serocki

Ιστορικό Δράμα, Πολωνία, 1974

Διάρκεια 186΄

Restoration version της “POTOP REDIVIVUS – Η ΠΛΗΜΜΥΡΑ

Πριν από λίγα χρόνια αποφάσισαν να ψηφιοποιήσουν τα αρνητικά της ταινίας και να την αποκαταστήσουν πλήρως. Το Πολωνικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου εξέφρασε την επιθυμία του να αποκαταστήσει τα χρώματα και τον ήχο και να καθαρίσει το φιλμ των 35mm. Η ομάδα, που ανέλαβε αυτό το έργο (σε συνεργασία με τον οπερατέρ του «ΡΟΤΟΡ» Γιέρζι Βούϊτσικ) πέτυχε εκπληκτικά αποτελέσματα. Το αποχρωματισμένο από τον χρόνο φιλμ, χάρη στους επιδέξιους ειδικούς και τις νέες ψηφιακές τεχνολογίες, απόκτησε εξαιρετικά χρώματα κι άρχισε να δείχνει περισσότερο ενδιαφέρουσα από πολλά σύγχρονα block-busters. Ο Γιέρζι Χόφμαν εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από το αποτέλεσμα, που έλαβε μια απροσδόκητη απόφαση. Nα μεταφέρει την ταινία στην μεγάλη οθόνη για τον σύγχρονο θεατή και να «φρεσκάρει» την ταινία, να την κάνει περισσότερο δυναμική. Πήρε λοιπόν γι’ αυτή τη δουλειά τον νεαρό μεν, έμπειρο δε οπερατέρ Μάρτιν Μπαστκόφσκι, με τον οποίο είχε συνεργαστεί σε αρκετές από τις τελευταίες του ταινίες.

Ο στόχος που έθεσε ο Χόφμαν ήταν αρκετά ακραίος. Αποφάσισε να αφαιρέσει από την ταινία ένα μεγάλο μέρος του υλικού για να φτιάξει μια σύγχρονη, δυναμική ταινία. Ο Μπασκόφσκι έκοψε πάνω από 2 ώρες από την πρωτότυπη έκδοση.

Η νέα έκδοση διαρκεί 186΄ από 315΄που ήταν η πρωτότυπη έκδοση. Η ταινία έχει ψηφιοποιηθεί στην υψηλότερη ανάλυση 4Κ (4 φορές περισσότερα pixel οριζόντια σε σχέση με Full HD). Πολλές σκηνές άλλαξαν και πολλά γεγονότα αφαιρέθηκαν, αλλά όσο παράξενο κι αν φαίνεται η νέα έκδοση διατήρησε όλη τη μαγεία, την ατμόσφαιρα και το πάθος της πρώτης ταινίας. Η ταινία ονομάστηκε «Πλημμύρα. Η Επιστροφή», και προβλήθηκε στην Πολωνία 40 χρόνια μετά την πρώτη εκδοχή. Κριτικοί και θεατές υποδέχτηκαν πολύ θερμά την «Επιστροφή», ο δε πρωταγωνιστής Ντάνιελ Ολμπρίχσκι δήλωσε μετά την πρεμιέρα, ότι δεν είχε χειροκροτηθεί τόσο πολύ ούτε στην πρώτη πρεμιέρα του «ΡΟΤΟΡ».

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ

Ο Γιέρζι Χόφμαν ρίσκαρε πολύ να μπερδευτεί ο θεατής, προτείνοντας στον Ντανιέλ Ολμπρίχσκι πρωταγωνιστικό ρόλο στην κινηματογραφική μεταφορά του επικού μυθιστορήματος του Γκένριχ Σενκέβιτς. Το γεγονός, ότι πρώτα γυρίστηκε το τρίτο και τελευταίο μέρος της τριλογίας με τον Ολμπρίχσκι στον ρόλο του Τουγκάι Μπεγιέβιτς, δεν βοηθούσε και πολύ την κατάσταση.

Σε συνδυασμό με το εξαιρετικό στάτους της ταινίας και του τεράστιου κόστους της (μιλάμε για 100.000.000 ζλότι!), ο τύπος βρήκε την τέλεια αφορμή να ανοίξει μέτωπο κατά της παραγωγής γενικά και της υποψηφιότητας του Ομπρίχσκι για τον ρόλο του Κμίτιτς ειδικότερα.

Η κατάσταση περιπλεκόταν ακόμα περισσότερο, αφού οι γνωστοί πλέον από το τρίτο μέρος της επικής τριλογίας ηθοποιοί θα υποδύονταν τους ίδιους χαρακτήρες (μεταξύ αυτών και ο Ταντέους Λομνίτσκι!). Ο Χόφμαν δεχόταν τα πυρά των κριτικών με αδιαφορία, εμμένοντας στην επιλογή του. Ο ίδιος όμως ο Ολμπρίχσκι έκανε πίσω, φοβούμενος την γενική κατακραυγή και ο Χόφμαν χρειάστηκε να καταβάλλει απίστευτες προσπάθειες, για να τον πείσει τελικά να δεχτεί τον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Το αποτέλεσμα επιβεβαίωσε το αλάνθαστο της επιλογής του σκηνοθέτη. Ο Ολμπρίχσκι για άλλη μια φορά απέδειξε ότι είναι λαμπρός αστέρας της υποκριτικής, ικανός να προσκολλάει στο ρόλο του το βλέμμα του έκπληκτου θεατή, ο οποίος λησμονεί εντελώς όχι μόνο τον μοχθηρό, παραδομένο στα πάθη Τουγκάι Μπεγιέβιτς, αλλά και άλλους αρνητικούς ήρωες που είχε παίξει ως τότε ο Ολμπρίχσκι.

Ο ρόλος του Κμίτιτς χαρακτηρίστηκε από πολλούς κριτικούς ως το «καλλιτεχνικό Έβερεστ» του ηθοποιού. Αλλά και η όλη σκηνοθεσία του Χόφμαν τον ανέδειξε σε απόλυτο πρωταθλητή του εθνικού box-office.

Ο σοβιετικός κινηματογραφικός χώρος συνέβαλε τα μέγιστα στη δημιουργία αυτής της ταινίας που αγαπήθηκε σε όλο τον κόσμο, αν και έχασε το Όσκαρ από τον maître του κινηματογράφου Φεντερίκο Φελίνι από την ταινία του «Αμαρκόρντ» το 1975.

Χωρίς τη συνέργεια των ρώσων σκηνοθετών, τα ονόματα των οποίων φιγουράρουν στους τίτλους με τις ευχαριστίες του Χόφμαν, η ταινία δεν θα είχε την ίδια αίγλη. Έτσι, η «Μοσφίλμ» δάνεισε στον Χόφμαν μεγάλο μέρος του εξοπλισμού, ο Σοβιετικός στρατός το εξειδικευμένο ιππικό του, η «Μπελαρουσφίλμ» και το «Κινηματογραφικό στούντιο Ντοβζένκο» βοήθησαν να γυριστούν οι σκηνές μάχης, στις οποίες συμμετείχαν χιλιάδες κομπάρσοι.

Η μονομαχία του Κμίτιτς με τον Βολοντιγιόφσκι, η απόπειρα της σύλληψης του Μπόγκουσλαβ Ράντζιβιλ, η πολιορκία του μοναστηριού Γιασνογκόρσκι, η πολιορκία του κάστρου του Γιάνους Ράντζιβιλ, όπως και η αποφασιστική μάχη με τον εχθρικό στρατό, όπου άνθρωποι και άλογα έχουν γίνει ένα κάτω από τις ριπές των όπλων, είναι μερικά από τα υπερθεάματα, που περιμένουν τον θεατή.

Η άποψη του Πολωνού κριτικού ταινιών Ζίγκμουντ Κολούνσκι ότι η ταινία θυμίζει χολιγουντιανές ταινίες της δεκαετίας του ’50 είναι το λιγότερο άδικη, καθώς οι maître του σοσιαλιστικού μπλοκ έχουν αποδείξει επανειλημμένα ότι το Χόλυγουντ δεν έχει το μονοπώλιο στη δημιουργία επικών ταινιών. Tο σημαντικότερο είναι πως ο Γιέρζι Χόφμαν με την ομάδα των σεναριογράφων που εργάστηκε (στην ομάδα συμμετείχε και ο καθηγητής ιστορίας Άνταμ Κέρστεν, ως σύμβουλος) είναι κλάσεις ανώτεροι από τους αμερικανούς συναδέλφους τους όσον αφορά στην κατανόηση του υψηλού σκοπού της τέχνης.

Ένα μεγάλο μέρος της ταινίας γυρίστηκε στην Σοβιετική Ένωση. Έτσι, οι πόλεις Βοντοκτί, Βολμοντοβίτσα και Λούμπιτς χτίστηκαν στα περίχωρα του Μινσκ, ενώ πολλές μάχες γυρίστηκαν κοντά στο Κίεβο και στις όχθες του Δνείπερου.

Για τις ανάγκες της ταινίας κατασκευάστηκαν 23.000 κοστούμια. Η ταινία γυρίστηκε με μια κάμερα κι έναν φακό. Στο άμεμπτο αισθητικό αποτέλεσμα έπαιξε τεράστιο ρόλο ο σπουδαίος Πολωνός οπερατέρ Γιέρζι Βούϊτσικ, γνωστός από τη δουλειά του στο «Στάχτες και  Διαμάντια» του Άντρεϊ Βάιντα.

Το ρεκόρ πωλήσεων της ταινίας δεν το έχει σπάσει μέχρι σήμερα καμιά άλλη πολωνική ταινία και ο Γιέρζι Χόφμαν πήρε τον τίτλο του «κλασικού» σκηνοθέτη εν ζωή.

Τα γυρίσματα της ταινίας κράτησαν 500 μέρες.

ΒΡΑΒΕΙΑ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ:

1.            ΠΟΛΩΝΙΚΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ 1975

2.            ΧΡΥΣΟΣ ΛΕΩΝ ΣΤΟΝ  JERZY HOFFMAN

3.            ΒΡΑΒΕΙΟ ΚΟΙΝΟΥ ΣΤΟΝ JERZY HOFFMAN

4.            ΒΡΑΒΕΙΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟΥ ΗΘΟΠΟΙΟΥ DANIEL OLBRYCHSΚΥ

5.            ΥΠΟΨΗΦΙΑ ΓΙΑ ΟΣΚΑΡ ΚΑΛΥΤΕΡΗΣ ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ ΤΟ 1975

ΟΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ

Ο ‘Αντζεϊ Κμίτιτς, (Ντάνιελ Ολμπρίχσκι) λύκος με μορφή ανθρώπου, ατρόμητος τυχοδιώκτης, άγριος, ατίθασος. Περικλείει στην ψυχή του όλα τα πάθη, αλλά και όλες τις αρετές του ανθρώπινου γένους. Με ατσάλινα νεύρα, αλλά και επιπολαιότητα που αγγίζει τα όρια της τρέλας, με αισθήματα τρυφερά γι’ αυτήν που αγαπάει, και με μίσος αδυσώπητο γι’ αυτόν, που του φράζει τον δρόμο, ο Κμίτιτς είναι παιδί της εποχής του.

Στην Πολωνία της σύγχυσης και της διχόνοιας, τα όρια μεταξύ καλού και κακού είναι δυσδιάκριτα. Το αδιέξοδο του Άντζεϊ Κμίτιτς είναι πρωτίστως και κυρίως ηθικό: να παραβιάσει τον όρκο υπακοής, που έδωσε σε αυτόν που θεωρούσε ευεργέτη του, ή να προδώσει την Πατρίδα του; Η αδυναμία να διακρίνει την αλήθεια από το ψέμα θα τον τυφλώσει. Η λάθος επιλογή θα τον βάλει σε περιπέτειες. Όταν διαλυθούν και τα τελευταία σκοτάδια του ψεύδους, ο Κμίτιτς θα αναγκαστεί να πορευτεί με άλλο όνομα` θα γίνει ο Μπαμπίνιτς, για να αποκαταστήσει το καλό όνομα του Κμίτιτς.

Ο Ντάνιελ Ολμπρίχσκι δέχτηκε να παίξει τον ρόλο του Κμίτιτς μετά από πολλές πιέσεις εκ μέρους του Χόφμαν. Όπως έλεγε αργότερα ο ηθοποιός, “Ο Χόφμαν είναι ο μόνος άνθρωπος, που μπορούσε να με πείσει να παίξω αυτόν τον ρόλο”. Εκείνη την περίοδο ο Ολμπρίχσκι ήταν ήδη γνωστός ηθοποιός στην πατρίδα του, έχοντας παίξει σε αρκετές ταινίες του Βάιντα, όμως δεν είχε φτάσει ακόμα στον κολοφώνα της δόξας του. Με τον ρόλο του Κμίτιτς, ο Ολμπρίχσκι δημιούργησε μια εικόνα, που ξεπερνούσε τα στερεότυπα. Ο ήρωας του είναι πειστικός και ειλικρινής στις αντιφάσεις του. Από πολεμοχαρή καβγατζή, ο ηθοποιός κατάφερε να μετατρέψει τον Κμίτιτς σε έναν τραγικό σχεδόν ήρωα. Για τις ανάγκες της ταινίας, ο ηθοποιός κυριολεκτικά έφτυσε αίμα, αφού αναγκάστηκε να μάθει να χειρίζεται στην εντέλεια το σπαθί και να εκπαιδευτεί στην ιππασία. “Ήξερα, ότι έπρεπε να είμαι σε άριστη φυσική κατάσταση, γιατί ο θεατής γνώριζε από το σχολικό θρανίο αυτόν τον υπέροχο χαρακτήρα, και φυσικά περίμενε να τον δει υπέροχο στην οθόνη. Έπρεπε να γυμνάσω το σώμα μου, να ιππεύω και να μάθω ξιφασκία”, διηγούνταν αργότερα ο Ολμπρίχσκι.

Αξίζει όμως να σταθούμε και στους άλλους χαρακτήρες της πολωνικής υπερπαραγωγής. Ο Συνταγματάρχης Βολοντογιόφσκι (Tadeucz Lomnicki) είναι ο σκυθρωπός άγγελος, πολεμιστής του Καλού και του Φωτός, ένας ιππότης σαν να ξεπήδησε από κάποιο μεσαιωνικό μυθιστόρημα. Στέκει στο πλευρό του ατίθασου Κμίτιτς, τον νουθετεί στις δυσκολίες και γίνεται η φωνή της συνείδησής του, όταν εκείνη, η Ολένκα βρίσκεται μακριά. Ο σύντροφος του Βολοντογιόφσκι (το «έρμαιό» του), ο Ζαγκλόμπα (Kazimiercz Wichniarz), θυμίζει πολωνικό στοιχειό, πονηρό, καυχησιάρικο, φιλοχρήματο, αλλά παράλληλα αγαθό και κωμικό. Ο Σορόκα (Ryszard Filipski) είναι ο πιστός ακόλουθος του Κμίτιτς. Ολιγομίλητος, σοβαρός και αφοσιωμένος, είναι αυτός που θα φέρει τον αφέντη του ετοιμοθάνατο στο Λούμπιτς. Είναι αυτός, που θα του πει “Αφού ρισκάρετε εσείς το κεφάλι σου, γιατί εμείς να λυπηθούμε τα δικά μας;” – και θα το εννοεί. Ο Κιέμλιτς (Franciszek Pieczka) είναι στρατιώτης του Κμίτιτς και προσωπικός «χειρουργός» του, πονηρός, φιλοχρήματος και ασταθής. Θα προξενήσει ανάμεικτα συναισθήματα στον θεατή και σίγουρα θα εντυπωσιάσει.

Η λίστα των ηθοποιών όμως είναι πολύ μεγάλη, για να μνημονευθούν όλοι εδώ, αν και όλοι τους αξίζουν συγχαρητήρια για την ερμηνεία τους.

Αφήνουμε στην κρίση του θεατή να αξιολογήσει τον καθένα ξεχωριστά, για να ταυτιστεί με όποιον του είναι πιο προσφιλής. Η ποικιλία των χαρακτήρων είναι τόσο μεγάλη που καλύπτει όλη την γκάμα των ανθρωπίνων ψυχικών γνωρισμάτων. Η ταύτιση είναι σχεδόν αναπόφευκτη κι αυτό κάνει το ταξίδι στον χρόνο, που μας προτείνει ο Χόφμαν ακόμα πιο μαγικό.

ΒΑΪΝΤΑ – ΧΟΦΜΑΝ: Ο ΔΙΠΡΟΣΩΠΟΣ ΘΕΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΩΝΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ

Ο Χόφμαν και ο Βάιντα συνθέτουν τον διπρόσωπο θεό Ιανό στον πολωνικό κινηματογράφο ως ζεύγος αντιθέτων.

Το πρόσωπο του Βάιντα είναι στραμμένο προς την παγκόσμια αναγνώριση και τα Φεστιβάλ, στις ραφιναρισμένες κριτικές και στο εκλεκτό κοινό του. Η ιδιοφυία του, δικαίως αναγνωρισμένη εντός και εκτός της χώρας, διέπεται από τις ιδεολογικές του απόψεις, οι οποίες επηρεάζονται από τη ροή του χρόνου αλλά και από τις ιστορικές εξελίξεις. Σκοπός του είναι να συμπορεύεται με τους τιτάνες του παγκόσμιου Κινηματογράφου, εξελίσσοντας το στυλ του και την κινηματογραφική του γλώσσα.

Ο Χόφμαν, από την άλλη, ενδιαφέρεται πρωτίστως και κυρίως για τον Πολωνό θεατή. Η παγκόσμια φήμη που του χάρισε «Η ΠΛΗΜΜΥΡΑ» ποτέ δεν ήταν στους στόχους του ούτε επηρέασε την καλλιτεχνική και αισθητική προσέγγισή του. Προσεγγίζει την ιστορία με σεβασμό και δέος, θα έλεγε κανείς, αποφεύγοντας τις ιδεολογικές παγίδες και τις επικίνδυνες προεκτάσεις τους. Ο Χόφμαν είναι η ίδια η ιστορία της Πολωνίας, γεμάτη τόλμη, λαμπρότητα, εφευρετικότητα και περηφάνια. Σκοπός του είναι να αφυπνίζει στις καρδιές των συμπατριωτών του τις αναμνήσεις του παρελθόντος, παίζοντας επιδέξια στις χορδές της ψυχής και της μνήμης. Δεν διστάζει, πέρα από τα ανδραγαθήματα του πολωνικού λαού, να του υποδεικνύει και τα λάθη του.

Αν οι ήρωες του Βάιντα ξεψυχούν άδοξα σε κάποια χωματερή, ή στα άδυτα των πολωνικών υπονόμων, οι ήρωες του Χόφμαν μαθαίνουν από τα λάθη τους, καταβάλλουν υπεράνθρωπες  προσπάθειες υπερβαίνοντας το «εγώ» χάριν του «εμείς», και επιστρέφουν τελικά στο πατρικό τους σπίτι, στην αγκαλιά μιας ξανθομάλλας δέσποινας. Στον Βάιντα, το ιππικό συντρίβεται στον θώρακα των γερμανικών τανκς (“Lotna”, 1959). Στον Χόφμαν, το ένδοξο πολωνικό ιππικό εκδιώκει τους Τεύτονες από τα πάτρια εδάφη. Ο πρωταγωνιστής του Βάιντα είναι συνήθως θλιμμένος και χαμένος. Ο κεντρικός ήρωας του Χόφμαν λάμπει με κρυστάλλινη διαύγεια, παραμένοντας πολυδιάστατος, ο εχθρός είναι μπροστά, το σπαθί είναι στο χέρι του, στο πλάι του ο φίλος, και πίσω από τις πλάτες του είναι η Πατρίδα του και εκείνη, που τον περιμένει.

ΓΙΕΡΖΙ ΧΟΦΜΑΝ – (ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ)

Γεννήθηκε στις 15 Μαρτίου 1932 στο Κράκοβ, σε οικογένεια Πολωνο-εβραίων, η οποία με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου αναγκάστηκε να μετακομίσει στο Νοβοσιμπίρσκ, και μετά στο Αλτάι (Ρωσία). Οι συγγενείς του, που έμειναν πίσω στην Πολωνία, χάθηκαν στο Ολοκαύτωμα. Όπως έλεγε ο ίδιος: “Το παράδοξο της μοίρας μου ήταν το ότι η εξορία μου έσωσε τη ζωή”. Ο πατέρας του, γιατρός κατ’ επάγγελμα, πήγε να πολεμήσει στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο ως εθελοντής στον απελευθερωτικό στρατό της Πολωνίας, που συστάθηκε στην Σοβιετική Ένωση. “Ο πατέρας μου ήθελε πολύ να πολεμήσει… το 1943 έφυγε τελικά για το μέτωπο, ενώ εγώ έμεινα με τη μητέρα μου, η οποία φρόντιζε τους ασθενείς όλης της γύρω περιοχή” όπως ο ίδιος είπε. Στο Αλτάι ο Χόφμαν φοίτησε σε ρωσικό σχολείο: “Πολωνική γλώσσα, λογοτεχνία και ιστορία μου δίδαξε η μητέρα μου. Στο ρώσικο σχολείο είχα εξαιρετικούς δασκάλους, μερικοί από τους οποίους είχαν έρθει από την Αγ. Πετρούπολη, πολιτισμική πρωτεύουσα της Ρωσικής Δημοκρατίας. Ήταν ένα υπέροχο σχολείο, γι’ αυτό όταν επέστρεψα στην Πολωνία, έγινα αμέσως δεκτός στη Β΄γυμνασίου. Κέρδισα, δηλαδή, μια χρονιά”.

Μετά τον πόλεμο ο Γιέρζι Χόφμαν επέστρεψε στην Πολωνία. Φοίτησε στο Μπίντγκος. Το 1955 αποφοίτησε από το Κρατικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου στη Μόσχα και την ίδια χρονιά έκανε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο. Καθηγητές του ήταν ο Μιχαήλ Τσιαουρέλι και ο Ιβάν Πίριεβ.

Το σπουδαιότερο έργο του θεωρείται η κινηματογραφική μεταφορά της επικής τριλογίας του Σινκέβιτς, το οποίο και του χάρισε τον τίτλο του «ΕΝ ΖΩΗ ΚΑΛΙΣΙΚΟΥ».

ΒΡΑΒΕΙΑ που έχει κερδίσει ο ίδιος:

1.            Αργυρός Δράκος στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου στο Κράκοβ (1961)

2.            Χρυσό Βραβείο στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Μόσχας (1969)

3.            Μεγάλο Βραβείο στο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους του Όμπερχάουζεν (1966)

4.            Χρυσός Αετός στο Φεστιβάλ Πολωνικόυ Κινηματογράφου (2000)

5.            Βραβείο των Κριτών, στο Φεστιβάλ Πολωνικού Κινηματογράφου (1999).

ΝΤΑΝΙΕΛ ΟΛΜΠΡΙΝΣΚΙ (ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ)

Πολωνός ηθοποιός γνωστός από πρωταγωνιστικούς ρόλους σε πολλές ταινίες του Αντρέι Βάιντα. Το 1971 τιμήθηκε στο 7ο Διεθνές Φεστιβάλ Μόσχας με το βραβείο “Καλύτερου Ηθοποιού” για την ταινία «Το Δάσος με τις σημύδες». Έχει επίσης εμφανιστεί σε μία από τις 10 ιστορίες στην ταινία του Κριστόφ Κισλόφσκι «Ο Δεκάλογος». Το 1986 τιμήθηκε από τη Γαλλική Δημοκρατία με τον υψηλότερο τίτλο L’Ordre national de la Légion d’honneur.

Το 2007 του απονεμήθηκε το βραβείο “Στανισλάφσκι” στο 29ο Διεθνές Φεστιβάλ Μόσχας, για την εξαιρετική του παρουσία στη καριέρα του ως ηθοποιός καθώς και για την αφοσίωση του στις αρχές της σχολής Στανισλάφσκι.

Το 2015 επιλέχθηκε να βρίσκεται στην κριτική επιτροπή του Φεστιβάλ των Καννών για τις κατηγορίες Cinéfondation και ταινίες μικρού μήκους.

(ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ)

1965 THE ASHES

1966 ROSA LUXEMBURG

1968 EVERYTHING FOR SALE

1970 THE BIRCH WOOD

1970 FAMILY LIFE

1972 THE WEDDING

1974 THE PROMISED LAND

1974 THE DELUGE

1979 THE MAIDS OF WILKO

1996 PONAN ΄56

1999 PAN TADUSZ

2010 SALT

HENRYK SIENKIEWITZ  (Συγγραφέας του βιβλίων της τριλογίας)

Αξίζει να αναφερθούμε στον σπουδαιότερο ίσως όλων των εποχών, νομπελίστα Πολωνό συγγραφέα Henryk Sienkiewicz. Είναι ο δημιουργός της επικής τριλογίας που υπήρξε η αφορμή για την ύπαρξη της τόσο σημαντικής ταινίας και η οποία έγινε σταθμός στην ιστορία του πολωνικού κινηματογράφου. H «Tριλογία» του δεν καταξιώθηκε απλά ως ένα συναρπαστικό λογοτεχνικό ανάγνωσμα για το περασμένο μεγαλείο της Πολωνικής Αυτοκρατορίας. Πρόκειται για ένα από τα κορυφαία παγκοσμίως έργα, που σκιαγραφούν τον πολωνικό χαρακτήρα, την πολωνική νοοτροπία και κοσμοαντίληψη.

Το έργο διακρίνεται για την εκφραστική του γλώσσα, τους έξυπνους χαρακτήρες, τις αριστουργηματικές περιγραφές και την συναρπαστική πλοκή του.