Σημειώσεις για την επιμέλεια σύγχρονης τέχνης στο Μουσείο Μπενάκη

Τα τελευταία χρόνια πολλοί συγγραφείς και επιμελητές σύγχρονης τέχνης, όπως ο Simon Sheikh, η Hito Steyerl, η Nina Möntman ή ο Brian Holmes, έχουν θέσει το ζήτημα της αναζήτησης νέων θεσμών τέχνης αλλά και της ανανέωσης ήδη κατεστημένων θεσμών όπως τα μουσεία, έτσι ώστε να καταφέρουν να παρέχουν τις κατάλληλες συνθήκες για τις πολιτικοποιημένες προσεγγίσεις που χαρακτηρίζουν ένα μεγάλο μέρος της σύγχρονης εικαστικής παραγωγής. Επίσης, η αναπαράσταση της ιστορίας, που υπήρξε ένα σημαντικό κίνητρο για την ύπαρξη καθεαυτή των μουσείων και των συλλογών τους, έχει σταδιακά υποχωρήσει σε δεύτερο πλάνο, ενώ η αναπαράσταση της συγχρονικότητας έχει καταλάβει το προσκήνιο και αποκτήσει ιδιαίτερη σημασία.  Παράλληλα, η τάση τόσο των μουσείων όσο και της σύγχρονης τέχνης για διοργάνωση ‘εφήμερων’ γεγονότων, για έμφαση στον επιτελεστικό και θεαματικό χαρακτήρα τους και στην προσφορά εμπειριών και αισθήσεων, έχει μεταβάλλει άρδην τις βασικές λειτουργίες του μουσείου μέσα στο ευρύτερο πολιτιστικό πλαίσιο, αλλά και τον ρόλο της τέχνης μέσα στην κοινωνία.

Τέτοιου είδους αναζητήσεις επαναφέρουν στο προσκήνιο προβληματισμούς που αφορούν στο μέλλον των παραδοσιακών επίσημων φορέων της τέχνης, όπως τα μουσεία, οι γκαλερί, οι Μπιενάλε, και μας προσανατολίζουν προς θεμελιώδη ερωτήματα: Τι περιμένουμε τελικά από ένα Μουσείο σήμερα; Τι θέλουμε να αντιπροσωπεύει; Σε τι επιθυμίες θέλουμε να απαντά και τι τύπο γνώσης να αναπαράγει; Πώς θα μπορούσε να διευρυνθεί και να επαναπροσδιοριστεί ουσιαστικά o ρόλος του Μουσείου ως μηχανισμού που κατασκευάζει τη δημόσια σφαίρα και τις συλλογικές αναπαραστάσεις;

Ως απάντηση σε τέτοιου είδους ερωτήματα ξεκινήσαμε στο Μουσείο Μπενάκη μια συνειδητή προσπάθεια για αναζήτηση νέων τρόπων υποστήριξης της σύγχρονης καλλιτεχνικής παραγωγής, εκπαίδευσης και έρευνας. Σε αυτό το πλαίσιο, με ενδιέφερε τόσο από τη θέση του Επιμελητή Συλλογών, όσο και με την ιδιότητα του ανεξάρτητου ερευνητή και επιμελητή σύγχρονης τέχνης, όχι μόνο η μελέτη των θεσμικών και καλλιτεχνικών πρακτικών που επιχειρούν να επαναπροσδιορίσουν τη σχέση δημιουργών και θεατών με τα μουσεία αλλά και η εφαρμογή τους σε περιπτώσεις του ελληνικού πεδίου.

Αντικείμενο αυτών των σκέψεων ήταν η διαμόρφωση ενός προγράμματος για την παρουσίαση σύγχρονων έργων τέχνης στο Μουσείο Μπενάκη. Αφετηρία ήταν το ερώτημα πως μπορεί να τεθεί υπό (δια)πραγμάτευση εκ των έσω η έννοια του κλειστού μουσείου ως θεσμού που διαφυλάσσει την αυθεντικότητα, αλλά και ως ιδιωτικού και προφυλαγμένου χώρου μακριά από τη δημόσια σφαίρα. Ποιος θα ήταν ο τρόπος, πέραν της πεπατημένης, μιας πιο δημιουργικής ενεργοποίησης των συλλογών του και μιας ουσιαστικής ένταξής τους σε έναν σύγχρονο λόγο, που να πραγματεύεται ζητήματα θεσμών, ταυτοτήτων, πολιτικής κλπ.; Βασικός άξονας αυτής της αναζήτησης ήταν η σχέση που θα μπορούσε να έχει ένα ιστορικό μουσείο με το πεδίο καλλιτεχνικής παραγωγής και η δυνατότητα στρατηγικής αντιμετώπισης τέτοιου είδους σχέσεων με πιο κριτικό τρόπο. Τελικός σκοπός ήταν να επανεξεταστεί η σημασία των μουσειακών πρακτικών και αντικειμένων για σύγχρονες συζητήσεις περί δημοκρατίας, ριζοσπαστικής τέχνης και συμμετοχικότητας.

Από αυτούς τους προβληματισμούς προέκυψε ένα εν εξελίξει πρόγραμμα δημιουργίας και παρουσίασης έργων σύγχρονης τέχνης στους «ενδιάμεσους» χώρους του μουσείου Μπενάκη, με κίνητρο τον επαναπροσδιορισμό της σχέσης του με την πόλη, με τους κατοίκους της, με το αστικό περιβάλλον και τον επαναπροσδιορισμό του ρόλου του επισκέπτη, του επιμελητή, του καλλιτέχνη, μέσα από παρεμβάσεις στην ίδια την θέσπιση αυτών των σχέσεων. Το πρόγραμμα, που απέκτησε τελικά τον τίτλο «Διάλογοι με το Μουσείο» και πραγματοποιείται εδώ και δύο χρόνια σε συνεργασία με το British Council, πηγάζει ακριβώς από αυτόν τον προβληματισμό: πώς ένα Μουσείο όπως το Μπενάκη, που ασχολείται με το ιστορικό παρελθόν, αλλά και το παρόν και συμμετέχει ενεργά στην κατασκευή της προσωπικής και της συλλογικής ταυτότητας καθώς και της πολιτισμικής πραγματικότητας, θα μπορούσε να παίξει έναν ιδιαίτερο ρόλο στο πεδίο της σύγχρονης τέχνης.

Για το πρόγραμμα των Διαλόγων, που ξεκίνησε το 2011, συνεργαζόμαστε με διεθνείς καλλιτέχνες και τους καλούμε να δημιουργήσουν πρωτότυπα έργα που απαντούν με κάποιον τρόπο στο ίδιο το Μουσείο, στις συλλογές και στους χώρους του. Τους παροτρύνουμε να προτείνουν και να υποστηρίξουν νέες δυνατότητες θέασης της σύγχρονης τέχνης και νέους τρόπους προσέγγισης της μουσειακής εμπειρίας, βοηθώντας μας να θέσουμε τις βάσεις για μια διαδικασία κατανόησης ζητημάτων που έχουν να κάνουν με τη μνήμη, την ταυτότητα, τον δημόσιο χώρο.

Για τα δύο πρώτα έργα του προγράμματος ζητήσαμε από τους καλλιτέχνες Andy Holden και Αντώνη Πίττα να δημιουργήσουν δύο εγκαταστάσεις ειδικά για το Μουσείο Μπενάκη. Προέκυψαν το έργο The Cookham Erratics του Andy Holden (Κεντρικό Κτήριο 2011) και το Landart του Αντώνη Πίττα (Κτήριο Πειραιώς, 2012). Και τα δύο έργα έχουν κοινή την ενασχόληση με την χειρωναξία (craft) ως κριτική αλλά και ως τελετουργία, τo ενδιαφέρον για την μνημειακότητα και τα θεωρητικά της συμφραζόμενα, τη διερώτηση σε σχέση με  την αποσπασματικότητα της αφήγησης όπως παρουσιάζεται μέσα από την επιλογή των εκθεμάτων ενός Μουσείου, αλλά και της κριτικής της αυταρχικής φύσης της αφήγησης εν γένει. Και τα δύο παρουσιάζονται ως μια συνολική εμπειρία για τον θεατή και αποδίδουν σε εκείνον ενεργό ρόλο, προσκαλώντας τον σε μια αμοιβαία σχέση που προϋποθέτει και τη δική του διαθεσιμότητα. Και τα δύο έργα που παρουσιάστηκαν, ανατρέπουν την στατικότητα που παραδοσιακά συνδέεται με μουσειακά ιδρύματα και ενισχύουν τη λειτουργία του υλικού αλλά και του χώρου του Μουσείου ως δυναμικής μορφής μνήμης, αποκαλύπτοντας νέες προοπτικές σχετικά με τον ρόλο του στην κοινωνία.

Το πρόγραμμα Διάλογοι, το οποίο θα συνεχίσει και φέτος το φθινόπωρο με την παρουσίαση ενός έργου του βρετανού καλλιτέχνη Adam Chodzko, αποτελεί μία σημαντική αφετηρία για να επανεξετάσουμε το πλαίσιο μουσείων πολιτισμού και τον ρόλο τους στη σύγχρονη δημιουργία. Είναι ταυτόχρονα μια ευκαιρία για να στηρίξουμε την άμεση σύνδεσή τους με τον πειραματισμό και τη σύγχρονη τέχνη. Φιλοδοξούμε τα συγκεκριμένα έργα να είναι δυνάμει πιο πολιτικά, να ανατρέπουν τις υπάρχουσες δομές και ιεραρχήσεις και να είναι ικανά να παράγουν λόγο σχετικά με την ιστορία και τη μνήμη, με τις σχέσεις εξουσίας στο καλλιτεχνικό ή στο κοινωνικό πεδίο, με την κατασκευή ταυτοτήτων, με τη σχέση μας με το παρελθόν αλλά και με την απώλεια και τον θάνατο, την αλήθεια και το ψέμα, το πραγματικό και τη φαντασίωση. Ελπίζουμε να αποτελέσει αφορμή για τον θεατή να βιώσει διαφορετικά το μουσείο, να κινηθεί με άλλον τρόπο στο χώρο του αλλά και να μετακινηθεί από την αντίληψη που έχει για τον χώρο αυτό τόσο σε πραγματικό όσο και σε συμβολικό επίπεδο.

Η θεωρητική αυτή ενασχόληση με το ζήτημα καταλήγει σε μία ανθολογία κειμένων με τίτλο «Κριτική των Θεσμών, Κριτικοί Θεσμοί», που θα εκδοθεί το 2013 ως θεματικό τεύχος του περιοδικού της Aica Hellas, σε συνεργασία με την Ελπίδα Καραμπά και θα εξετάζει μεταξύ άλλων το θεσμό του μουσείου ως κανονιστικού μοντέλου αλλά και ως οιονεί πεδίου πειραματισμού.

Info: Η Πολύνα Κοσμαδάκη σπούδασε Ιστορία της Τέχνης και Αρχαιολογία στο Στρασβούργο και στο Παρίσι. Πραγματοποίησε δύο μεταπτυχιακά στην ιστορία της Tέχνης και ξεκίνησε την έρευνα για την διδακτορική της διατριβή, την οποία υποστήριξε το Πανεπιστήμιο της Σορβόννης το 2003. Στο Παρίσι εργάστηκε στο Μουσείο Rodin ενώ στην Ελλάδα εργάστηκε ως ερευνήτρια στο Ίδρυμα Γουλανδρή – Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Άνδρου. Σήμερα είναι Επιμελήτρια του Τμήματος Ζωγραφικής Χαρακτικών και Σχεδίων στο Μουσείο Μπενάκη και διδάσκει από το 2005 Ιστορία της Ευρωπαϊκής Τέχνης στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. Έχει επιμεληθεί εκθέσεις όπως η έκθεση Engage στη Γκαλερί Gazon Rouge το 2006 και την έκθεση Προθήκες θαυμάτων με τον Χριστόφορο Μαρίνο το 2010 ενώ επιμελείται και την σειρά εγκαταστάσεων σύγχρονης τέχνης «Καλλιτέχνες σε διάλογο με το Μουσείο Μπενάκη» που ξεκίνησε το 2011. Κείμενα, άρθρα της και κριτικές έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά, εφημερίδες και καταλόγους εκθέσεων.


Photo: Βιργίλιος Τσιούλλι