«Ο Άμλετ φοβόταν να ονειρευτεί, εγώ φοβάμαι να ζήσω», λέει ο Πλατόνοφ προτού προσπαθήσει για πολλοστή φορά να θάψει τη μελαγχολία και τα υπαρξιακά του αδιέξοδα κάτω από δεκάδες μπουκάλια βότκας.

Το ομώνυμο έργο, το οποίο αποτελεί το πρώτο θεατρικό πόνημα του Τσέχωφ, παρουσιάζεται στον τεχνοχώρο Cartel από τα τέλη Νοεμβρίου σε σκηνοθεσία Ένκε Φεζολλάρι. Οι εγκαταλειμμένες σκοτεινές αποθήκες συνθέτουν το κυρίως τοπίο στον Βοτανικό και προϊδεάζουν κατά κάποιο τρόπο τους θεατές για την ιστορία που πρόκειται να παρακολουθήσουν: οι πάλαι ποτέ και νυν ξεπεσμένοι αριστοκράτες της ρωσικής κοινωνίας συγκεντρώνονται σε ένα καταχρεωμένο μεγάλο κτήμα με σκοπό να περάσουν εκεί το καλοκαίρι τους. Όλοι περιμένουν με αγωνία την επίσκεψη του Πλατόνοφ, ενός ευφυούς ανθρώπου που δεν πηγαίνει πουθενά αλλά γνωρίζει τους πάντες. Ο πρωταγωνιστής λοιπόν έχει σπουδάσει δάσκαλος, κάνει όμως μια δουλειά και μια συμβιβασμένη ζωή που σιχαίνεται κι έρχεται να ταράξει τους πάντες μέσα στο κτήμα και να τους ξεσηκώσει από την ανιαρή ζωή τους. Τους ειρωνεύεται, τους μιλά ωμά και κυνικά βγάζοντας σιγά σιγά στην επιφάνεια τόσο τη δική τους όσο και τη δική του ανεπάρκεια και εμμονή να φθείρουν την καθημερινότητά τους μέσα στο αλκοόλ και την πλήξη.

Ο Παναγιώτης Σούλης είναι απόλυτα πειστικός στον κεντρικό ρόλο ενός Πλατόνοφ που βυθίζεται αργά και σταθερά στον βάλτο της θλίψης, που δεν κρύβει την ενοχή του και ξέρει ότι προξενεί μόνο κακό στους γύρω του ενώ την επόμενη κιόλας στιγμή παρασύρεται με τρομερή ευκολία στα πάθη του. Περνάει με άνεση από όλες τις συναισθηματικές διακυμάνσεις που απαιτεί ο χαρακτήρας – τον ρομαντισμό, τη μελαγχολία, το πικρό χιούμορ και τις υπαρξιακές ανησυχίες φτάνοντας μέχρι τις δυναμικές κορυφώσεις και το θλιβερό τέλος του. Η διαπίστωση ότι όλα είναι πρόστυχα, χυδαία και βρωμερά σ’ αυτόν τον κόσμο καθώς κι ότι αποτελούμε μια χαμένη γενιά χωρίς ελπίδα, σίγουρα θα βρει πολλούς ακόμα και σήμερα να ταυτιστούν.

Η αλαζονική Άννα Πετρόβνα το μόνο που αναζητά είναι γαλήνη και σαν να ζηλεύει λιγάκι που όλα γύρω της ζουν κι εκείνη ικετεύει για λίγες στιγμές αληθινής ζωής. Σε μια στιγμή εξομολόγησης δεν διστάζει να παραδεχτεί πως ανάμεσα στην τιμή και το κτήμα θα διάλεγε ευχαρίστως το κτήμα. Η Μαρία Σκαφτούρα, στην οποία ανήκει και η πολύ καλή μετάφραση, στήνει έξοχα την απελπισμένη από τη ζωή της χήρα στρατηγού που ψάχνει απεγνωσμένα να στηριχτεί από κάπου. Δείχνει να απολαμβάνει τον ρόλο της τον οποίο και υποστηρίζει με τη φωνή, το ύφος και την ερμηνεία της χαρίζοντάς μας μερικές από τις πιο κωμικές αλλά και δραματικές στιγμές του έργου.

Η Ελεονώρα Αντωνιάδου (Σάσα) είναι συγκινητική στη σκηνή της αποκάλυψης της απιστίας του αγαπημένου της Πλατόνοφ, όπως και στον μικρό μονόλογο της τελευταίας σκηνής που αφήνει στο μυαλό του θεατή τη φράση «μόνο να αγαπάμε, όσο αγαπάμε θα ζούμε χρόνια πολλά κι ευτυχισμένα».

Ο Χρυσοβαλάντης Κωστόπουλος είναι ο γιατρός Νικολάι που διακωμωδεί τα πάντα και που ξεπεσμένος οικονομικά και ηθικά έχει το θράσος να παρακαλεί για ένα τελευταίο δάνειο, προτιμά όμως να πέσει για ύπνο αρνούμενος να επισκεφτεί τον ασθενή που πεθαίνει.

Ο Γιάννης Παπαϊωάννου συνθέτει τον χαρακτήρα του Τιμοφέι με την ήρεμη εσωτερικότητα που αρμόζει σε έναν επιχειρηματία ο οποίος με τα χρήματά του κινεί τα νήματα, διότι γνωρίζει καλά ότι αφότου αγόρασε το κτήμα τα πάντα και οι πάντες του ανήκουν.

Ο Ιάσονας Παπαματθαίου υποστηρίζει απόλυτα με το παρουσιαστικό, τη φωνή και τις μελετημένες κινήσεις του τον σκληροτράχηλο Όσιπ που όλοι υποτιμούν και του φέρονται σχεδόν βάναυσα, και που ωστόσο, κι αυτός κάποτε λυγίζει κάτω από το βάρος του μονόπλευρου έρωτά του για τη χήρα Άννα Πετρόβνα.

Ο Στέλιος Τυριακίδης επωμίζεται τον ταιριαστό ρόλο του νεαρού Σεργκέι, ο οποίος χάνοντας τον έρωτα της συζύγου του χάνει μαζί κι ολόκληρο τον κόσμο του, ενώ ο Νεκτάριος Σμυρνάκης ως ο αδέκαρος  αλλά με Παριζιάνικο αέρα Κύριλ Γλαγκόλιεφ αποτελεί την κατεξοχήν κωμική νότα της παράστασης.

Ο Νίκος Αναστασόπουλος αποδίδει επίσης πολύ ρεαλιστικά τον χυδαίο Πορφύρι, έναν άνθρωπο που δεν διστάζει να φλερτάρει με όλες τις γυναίκες της ομήγυρης παρά το προχωρημένο της ηλικίας του.

Η Φαίη Τζήμα (Σοφία) καταφέρνει να αποδώσει σωστά τον απελπισμένο έρωτά της για τον Πλατόνοφ από το ξεκίνημά του μέχρι και την απόφασή της να δώσει εκείνη την οριστική λύση. Η Μαρίνα Κανελλοπούλου τέλος, είναι η Μαρία Εφίμοβνα, ένα ταυτόχρονο κράμα συστολής και δυναμισμού.

Σκηνοθετικά η δραματική ροή διακόπτεται εύστοχα από μη αναμενόμενες κωμικές σκηνές που ελαφρύνουν την ατμόσφαιρα. Ο Ε. Φεζολλάρι καθοδηγεί σωστά τους ηθοποιούς του και πλάθει ευδιάκριτα ακέραιους χαρακτήρες. Βάζει τους ήρωές του να γεμίζουν τη σκηνή όχι μόνο με την παρουσία τους αλλά και με τα έντονα συναισθήματά τους: έρωτας, απελπισία, θυμός, χιούμορ, κλάμα, ανία, όλα μπλέκονται κι εναλλάσσονται μεταξύ τους σε γρήγορους ρυθμούς. Πραγματικά ξεχωριστή η εικόνα που μοιάζει με εφιάλτη: όλοι μαζί και ο καθένας χωριστά ψιθυρίζουν τα πάθη και τα υπαρξιακά τέλματα στα οποία είναι βυθισμένοι ενώ ξαφνικά βουβαίνονται και «φωνάζουν» μόνο με το σώμα, καθώς και η σκηνή που κρατούν τα πυροτεχνήματα στο χέρι και το χαρούμενο φως τους μοιάζει να χλευάζει το εσωτερικό σκοτάδι και την απόγνωσή τους. Μοναδική ένσταση οι σε στιγμές κάπως υπέρ του δέοντος ανεβασμένοι τόνοι και μια δόση υπερβολής στην κινησιολογία των ηθοποιών καθώς και μερικές επί μέρους ερμηνευτικές ελλείψεις.

Πρωτότυπο και όμορφο το σκηνογραφικό εύρημα της Αλεξίας Θεοδωράκη με τους πολυελαίους και τις καρέκλες – πολυθρόνες που δεν ακουμπούν στο έδαφος αλλά αιωρούνται από αλυσίδες θυμίζοντας την παλαιά αίγλη της παρηκμασμένης ρωσικής αριστοκρατίας.

Οι φωτισμοί της Ελίζας Αλεξανδροπούλου άλλοτε τονίζουν τη μελαγχολία των ηρώων κι άλλοτε γίνονται σκληροί εισχωρώντας έστω και για λίγα δευτερόλεπτα μέχρι και τον εσωτερικό τους κόσμο.

Δεν θα μπορούσε επίσης να μην γίνει αναφορά και στα καταπληκτικά μουσικά ιντερμέδια, επιλογές του ίδιου του σκηνοθέτη.

Πρόκειται λοιπόν για μια καλοδουλεμένη παράσταση που αξίζει την προσοχή μας από μια ομάδα ηθοποιών που συνάμα κάνουν κι ένα τολμηρό βήμα για την αναβάθμιση της περιοχής. Φεύγοντας, θα έχετε γελάσει, συγκινηθεί, ταυτιστεί, προβληματιστεί και – γιατί όχι – βρει και κάποιες απαντήσεις.

O Τεχνοχώρος CARTEL παρουσιάζει το πρώτο θεατρικό έργο του Άντον Τσέχωφ, «Πλατόνοφ» σε σκηνοθεσία Ένκε Φεζολλάρι. ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ