«Αν θες να εξαλείψεις ένα φαινόμενο, θα πρέπει πρώτα να το μελετήσεις». Σε αυτή την φράση του ο δάσκαλος Τολστόι, με την εμβληματική μορφή του, συμπυκνώνει όλη του την φιλοσοφία ζωής με την οποία ανδρώθηκε και με την οποία πορεύτηκε κατά την διάρκεια του μακρού του βίου.

Ο ίδιος, αν και απαλλαγμένος από την οικονομική δυσπραγία που απασχολούσε άλλους σύγχρονούς του συγγραφείς, ήταν δέσμιος μίας μοναξιάς που διαφαίνεται μέσα από τα γραπτά του πως είχε καταστεί ζυγός στην ευαίσθητη ψυχή του που αποζητούσε πνευματικές ανάσες διαφυγής. Έτσι στράφηκε στον Θεό, αυτόν που εκείνος πίστευε μέσα του. Μέσα από τα συγγράμματά του αποδεικνύει την βαθυστόχαστη και ειλικρινή αναζήτηση του εσωτερικού του κόσμου που εκλιπαρούσε για σωτηρία ψυχής και για ένα ταξίδι μεταθανάτιο χωρίς αλλοτριώσεις, ενοχές και βάσανα.

Σε αυτό το μικρό εγχειρίδιο καταγραφής σκέψεων που είναι γραμμένο την τελευταία χρονιά της ζωής του και εμπεριέχει αλήθειες οικουμενικές και σιωπηλά θορυβώδεις, ο Τολστόι καταπιάνεται με την εξασθενημένη φύση του ανθρώπινου είδους, τις αδυναμίες που κλονίζουν συθέμελα το μυαλό και την ψυχή αλλά σπέρνει ελπίδα για να θερίσει ευτυχία όπου είναι δυνατόν να παρέμβει με το τρυφερό αλλά και αιχμηρό κεντρί του λόγου του. Ο λόγος του αυτός σκορπάει φως μέσα στο σκοτάδι, ήλιο μέσα στην συννεφιά και την καταιγίδα, ελπίδα μέσα στην απόγνωση με καθαρότητα και αυθεντικότητα. Γιατί όπως αναφέρει και στο εξαιρετικό επίμετρο η Βιργινία Γαλανοπούλου, ο ίδιος βίωσε όλα αυτά στα οποία αναφέρεται, τον πόλεμο της Κριμαίας για παράδειγμα από τον οποίο βγήκε ψυχικά λαβωμένος και στον οποίο υπηρέτησε ζώντας εκ του σύνεγγυς την αθλιότητα της σφαγής αθώων ανθρώπων στο όνομα άσκοπων σκοπιμοτήτων. Για αυτό άλλωστε αγωνίστηκε σθεναρά, γενναία και επίμονα για μία παγκόσμια ειρήνη, αυτή την ειρήνη που σαν φτερό δεν βρίσκει ησυχία αλλά σέρνεται στις λάσπες από έναν άνεμο πολεμοχαρή.

Από το κείμενο αυτό που είναι απαύγασμα καλοσύνης, ταπεινότητας και σεμνότητας μοιάζει να ανατέλλει μία δεσμίδα λάμψης και ένας πυρετός θέλησης για αλλαγή. Αυτή η αλλαγή κηρύττεται με πάθος από έναν άνθρωπο μαχητή της ζωής, έναν σοφό που σέβεται το παρελθόν και έτσι μπορεί και διδάσκει την ανάγκη για απάλειψη φαινόμενων που θα καταστρέψουν το μέλλον και θα προκαλέσουν μεγαλύτερη οδύνη εάν συνεχιστούν. Αναφέρει ο Τολστόι: «Όσο ο άνθρωπος έχει ζωή μέσα του, κουβαλάει στην ψυχή του το αληθινό καλό και μπορεί πάντα να το μεταδώσει και στους συνανθρώπους του». Εκεί έγκειται η συνεισφορά του στα γράμματα και την κοινωνία, δηλαδή τον απλό κόσμο, στην απλότητα με την οποία διήγε τον βίο του που αν και οικονομικά εύρωστος αποκηρύσσοντας την πολυτέλεια, πάλεψε με όπλο τον λόγο του για να απαλύνει τον ανθρώπινο πόνο και την κοινωνική ανισότητα. Κατάφερε να γίνει ο εξομολογητής και ο ανακουφιστής ανθρώπων με αυτοκτονικές τάσεις που δεν ήταν ικανοί να ορίσουν την μοίρα τους και έστεκαν έρμαια των άβουλων σκέψεών τους. Προσφέρεται να τους ακούσει, να τους συμβουλεύσει, να γίνει ο πνευματικός τους πατέρας σαν να είχε την πρόθεση να πάρει όλα τα βάρη επάνω του. Στέκεται όμως επίμονα στην επιτακτική ανάγκη οι άνθρωποι να θέσουν τον εαυτό τους εις το όλον γιατί όπως θα πει αργότερα και ο Stephen Hawking: «Όσο υπάρχει ζωή, υπάρχει ελπίδα». Με λίγα λόγια, δεν νοείται, κατά τον Τολστόι, και είναι στάση ζωής από έναν άνθρωπο που έπαιξε επικίνδυνα με την τρέλα και δοκίμασε τα όρια των αντοχών του κολυμπώντας σε λίμνες παραλογισμού, ο άνθρωπος να καταφεύγει σε λύσεις μηδενιστικές απλώνοντας μέσα του την δυστυχία ενώ η ευτυχία είναι μία στάση λίγο πιο μακριά. Το λεωφορείο της ζωής έχει μακρά διαδρομή και εμείς οι επιβάτες του πρέπει να αισθανόμαστε υποχρεωμένοι να την διανύσουμε ως το τέλος της όποια και αν είναι τα εμπόδια.

Ο Τολστόι στάθηκε ικανός να αφουγκραστεί σαν τον Χριστό την δίψα των συμπατριωτών του για έναν λόγο καθαρτικό που θα έσβηνε κάθε τους λύπη και θα έδινε έναν τόνο αισιοδοξίας στην μαύρη οθόνη του νου τους. Με την λαχτάρα προσφοράς να τον διακατέχει και απαλλαγμένος από τους φόβους του, αφού συνομίλησε πρώτα με τον εσωτερικό του κόσμο και επανήλθε σε μία κατάσταση νηφάλια, συγκρούστηκε και κατακεραύνωσε την θρησκεία που έγινε το νεκροταφείο των συνειδήσεων των ανθρώπων. Αυτή η εκκλησία που τον αφόρισε, είναι αυτή που ο ίδιος προηγουμένως αποκήρυξε και κάλεσε τον κόσμο που συναναστράφηκε να αγνοήσει τις ψεύτικες διδασκαλίες, αυτές που δεν έκαναν τίποτε παραπάνω από το να απομακρύνουν τον λόγο του Χριστού από την πραγματικότητα. Όλα όσα εκείνος πρέσβευε απειλούσαν την καλοστημένη μηχανή των «σοφών γερόντων κληρικών» που με δόλο και απανθρωπιά παγίδευαν αθώους, προσηνείς και θεοσεβούμενους που το μόνο που ζητούσαν ήταν γαλήνη, στήριγμα και διέξοδο από τα προβλήματα που τους ταλάνιζαν.

Ο Τολστόι, συναισθανόμενος το τέλος να πλησιάζει, θα νιώσει το χτύπημα στην πόρτα του για το αιώνιο ταξίδι και θα καταγράψει ολοκληρωμένα και με σκωπτική ματιά τις ανησυχίες του για έναν κόσμο άδικο, άνισο και ευάλωτο αλλά και για μία κοινωνική ισορροπία εύθραυστη που προφητικά θα δει να επαληθεύεται με το ξέσπασμα του αιματηρού Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Εκείνος έχοντας κινήσει για άλλες πολιτείες θα αφήσει πίσω του τον παραλογισμό, την ασυδοσία και την ανηθικότητα να ριζώνουν βαθιά με τον αέρα της μεταστροφής προς την ηθική να μην έρχεται μέχρι σήμερα και την φιλοσοφία του Τολστόι για συμφιλίωση να παραμένει στα χαρτιά.

«Η αγάπη, δηλαδή η προαίρεση των ανθρώπινων ψυχών να ενωθούν και οι πράξεις που απορρέουν από τούτη την προαίρεση είναι ο υπέρτατος, ο μοναδικός νόμος που διέπει τη ζωή των ανθρώπων».

Το βιβλίο του Λέοντα Τολστόι, Περί τρέλας, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ροές