Η περίπτωση των Τσέλσι Μάνινγκ και Έντουαρντ Σνόουντεν

 

Από την εποχή του Προμηθέα ακόμα, οι πολλές εκδοχές των «whistleblowers» φέρουν μια κοινότητα χαρακτηριστικών: Κουβαλούν ένα κομμάτι μιας «αλήθειας» επιμελώς κρυμμένης από την κοινή γνώμη, εν πολλοίς θυσιάζονται για την μεταφορά της στο φως και, συνήθως, στην θέα της ίδιας κοινής γνώμης, καταδικάζονται και τιμωρούνται από την ίδια αρχή την οποία ξεσκεπάζουν. Οι «whistleblowers» είναι ταυτόχρονα ήρωες και προδότες, προσωπικότητες που έχουν αυτοτελή προσοχή και μελέτη πέρα από την αλήθεια και την γνώση που βοηθούν να αποκαλυφθεί: προσφάτως, είναι και πρόσωπα εξόχως κινηματογραφικά.

Η στρατιωτικός Τσέλσι Μάνινγκ, πρώην Μπράντλει Μάνινγκ, καταδικάστηκε το 2013 σε 58 χρόνια φυλάκισης με την κατηγορία της παραβίασης του περίφημου Espionage Act για την διέρευση δεκάδων (απόρρητων και μη) στρατιωτικών ντοκουμέντων στα wikileaks. Από τις πρωτοφανείς βιαιότητες των αμερικάνων στο Ιράκ και τα βασανιστήρια στους κρατούμενους, μέχρι το γεγονός ότι η Shell ελέγχει μεγάλο κομμάτι της κυβέρνησης στη Νιγηρία, οι αποκαλύψεις της Μάνινγκ ήταν ένας μακρύς κατάλογος αλλεπάλληλων σκανδάλων, διαφθοράς, κατάχρησης εξουσίας και ανομολόγητης βιας. Το ίδιο ένοχο σύστημα, άνευ άλλης αυτοκριτικής, παραλίγο να οδηγήσει την Μάνινγκ στην θανατική ποινή. Οι πρόσφατες απόπειρες αυτοκτονίας της ίσως και να είχαν δρομολογήσει αυτήν την ποινή ούτως ή άλλως.

Εκείνη ακριβώς την περίοδο, κρυμμένος σε ένα ξενοδοχείο του Χονγκ Κόνγκ, ο Έντουαρντ Σνόουντεν θα δώσει σε δημοσιογράφους της Guardian ένα τεράστιο πακέτο δεδομένων της NSA και της CIA το οποίο αποδείκνυε πέραν πάσης αμφιβολίας ένα κοινό μυστικό: Δεν υπάρχει γωνιά του δυτικού κόσμου που να μην παρακολουθείται. Ξεκινώντας από έναν «ύποπτο» και φτάνοντας μέχρι τον τρίτο «βρόγχο» συσχέτισης (δηλαδή οι φίλοι ενός φίλου ενός φίλου του υπόπτου), όλο το θαύμα (και ο σύμφυτος τρόμος) της ψηφιακής εποχής εμφανίζεται στις οθόνες αναλυτών και λοιπόν geeky διοπτροφόρων στα λαγούμια κρυφών υπηρεσιών. Μετά τις αποκαλύψεις, ο Snowden θα φυγαδευτεί και θα βρει τελικά άσυλο στη Ρωσία, όπου ζει μέχρι σήμερα. Στην Λόρα Πόιλτρας, που θα αναλάβει το ντοκιμαντέρ που εξιστορεί το χρονικό των αποκαλύψεων (CitizenFour), θα πει: «Δεν έχει να κάνει με εμένα, έχει να κάνει με αυτά που φέρνω στο φως»

Ο Snowden του Όλιβερ Στόουν

 

Ο Όλιβερ Στόουν έχει πολλάκις δείξει τις κινηματογραφικές εμμονές του με ανθρώπους που ξεκινούν ως πιστοί υπηρέτες του συστήματος μέχρι που κάποια αλήθεια και συνειδητοποίηση τους κάνει πολέμιούς του, με την ίδια αυταπάρνηση και τον ίδιο πατριωτισμό. O Τομ Κρουζ στο «γεννημένος την 4η Ιουλίου», ο Κέβιν Κόστνερ στο «JFK», ο Τσάρλι Σιν στο «Platoon» και αρκετοί ακόμα. Ο Σνόουντεν μοιάζει να ταιριάζει απόλυτα σε αυτήν την πινακοθήκη ηρώων: Ένας γνήσιος πατριώτης που όσο πιο βαθιά εισχωρεί στο σύστημα, τόσο περισσότερη από την ασχήμια του βλέπει- στο τέλος, ο ίδιος πατριωτισμός τον ωθεί στο να ξεσκεπάσει αυτήν την ασχήμια στα μάτια όλων.

Ο Τζόζεφ Γκόρντον Λέβιτ, στωικός και μετρημένος στον ομώνυμο ρόλο, παρακολουθεί την μεγάλη συνωμοσία όσο αναρριχάται ταχέως εντός του συστήματος. Βλέπει έναν συνάδελφό του να παρακολουθεί μια γυναίκα να γδύνεται, βλέπει ένα χωριό να ανατινάζεται από drone επειδή το «τηλέφωνο-ενός-υπόπτου-ενεργοποιήθηκε-κάπου-εκεί», βλέπει τον μέντορά του να του εξηγεί με κυνικό πραγματισμό ότι η αλήθεια είναι μια «πολύ υπερτιμημένη ιδέα».

Ξεκινώντας με σημείο αναφοράς το ίδιο δωμάτιο στο Χονγκ Κονγκ, ο Όλιβερ Στόουν ξεκινάει από την μικρή θητεία του Σνόουντεν στις Ειδικές Δυνάμεις, τον παρακολουθεί να διαπρέπει από τις πρώτες του ημέρες στην CIA (δίπλα στον γραφικά κακό Ρις Ίφανς) και ύστερα να ταξιδεύει από την Γενεύη μέχρι την Ιαπωνία και την Χαβάι, προσπαθώντας ταυτόχρονα να ζήσει μια όμορφη ζωή με την γυναίκα του (η Σειλίν Γούντλει σε μια επίσης συγκρατημένη ερμηνεία). Στο τέλος, όταν ο κανονικός Σνόουντεν εμφανίζεται στην οθόνη για μια διαδικτυακή συνέντευξη και το κοινό ενός θεάτρου τον χειροκροτεί όρθιο, ο σκηνοθέτης υποκλίνεται σε έναν ήρωα. Ανάμεσα όμως στις γνώριμες βιρτουοζιτέ του στο μοντάζ και την ντοκιμαντερίστικου τύπου απόδοση της ιστορίας, αυτή η αποθέωση μοιάζει με ένα μικρό άλμα το οποίο ξεχνά να εξηγήσει.

Γιατί;

Το ερώτημα που εύλογα γεννάται, ίσως είναι από την αρχή λάθος: Γιατί ο Έντουαρντ Σνόουντεν έγινε από «Μπουσ-ικός» πατριώτης, πολέμιος του συστήματος; Τι ήταν αυτό που έκανε έναν συνεπή και αποτελεσματικό κυβερνητικό πράκτορα να θεωρήσει αντίπαλο την ίδια του την κυβέρνηση; Ενδιαφέροντα ερωτήματα, μα ο Σνόουντεν το λέει και στην ταινία: Δεν έχει να κάνει με μένα, έχει να κάνει με την αλήθεια.

Σε κάποιο σημείο του έργου το σκέφτεται: «Ο πόλεμος για την τρομοκρατία είναι μονάχα η πρόφαση. Είναι θέμα ισχύος και διατήρησης αυτής της ισχύος σε όλα τα επίπεδα». Ο ήρωας έχει αντιφάσεις, η σχέση του διαλύεται, το άγχος του οδηγεί σε κρίσεις επιληψίας. Αλλά ακόμα δεν σκέφτεται να «προδώσει» κανέναν. Σε κάποιο άλλο σημείο, ο μέντοράς του τον καθησυχάζει σε ένα άλλο πρόβλημα, προσωπικής φύσης: «Όχι, η γυναίκα σου δεν σε απατά με εκείνον τον φωτογράφο», του λέει, με το πρόσωπό του να έχει καλύψει την οθόνη α-λά Όργουελ. Αμέσως μετά από αυτό, ο Σνόουντεν ετοιμάζει το σχέδιο της αποκάλυψης. Τελικά ήταν η παραβίαση της δικής του ζωής; Ήταν η συνειδητοποίηση πως όσο αυτός κοιτούσε τους «άλλους», οι ανώτεροί του κοιτούσαν αυτόν;

Ίσως είναι για λόγους μυθοπλαστικούς, μα το προσωπικό δράμα διαποτίζει την ταινία περισσότερο από ότι το πολιτικό. Με αυτόν τον τρόπο όμως, ο Σνόουντεν περνάει εύκολα, με την υπόθεσή του ακόμα εντελώς ανοιχτή, στην κινηματογραφική pop μυθολογία. Πιθανότατα, η ιστορία μιας trans γυναίκας που «σφύριξε» τις φρικαλεότητες χρόνων ως μια ισχυρή αντισυστημική δήλωση να μην έχει την ίδια ικανότητα να χωρέσει στα mainstream media. Πιθανότατα για αυτό ο Σνόουντεν έγινε τόσο γρήγορα ταινία, ενώ η ιστορία της Τσέλσι Μάνινγκ μάλλον θα αργήσει.

Ένας απρόσμενος δευτεραγωνιστής

Ίσως αυτό να είναι εντελώς υποκειμενικό, λόγω των πρόσφατων «επισκέψεων» στη χώρα μας, μα στην ταινία αναδεικνύεται ένας απρόσμενος καταλυτικός ήρωας. Ένας δευτεραγωνιστής που παίζει λιγότερη ώρα και από τα 8 λεπτά του Χάνιμπαλ Λέκτερ στη Σιωπή των Αμνών (για τα οποία ο Χόπκινς πήρε το Όσκαρ Β’ Αντρικού). Ο Σνόουντεν ξεκινάει στην ταινία ως εχθρός όλων των «liberals» εκεί έξω, μέχρι που τα λόγια ενός πολιτικού τραβούν το βλέμμα του στην τηλεόραση και τον κάνουν να δει τα πράγματα αλλιώς: Ο Ομπάμα ξεκινάει την πρώτη του θητεία εκτοξεύοντας δριμεία κατηγορώ απέναντι στα κακώς κείμενα της κυβέρνησης Μπους, ιδίως σε θέματα ελέγχου απέναντι σε κάθε μορφής φρίκη του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας». Από το κλείσιμο του Γκουαντάναμο μέχρι το «λουρί» στις μυστικές υπηρεσίες, ο Ομπάμα εμπνέει τον Σνόουντεν. Τον εμπνέει τόσο που ενώ έχει ήδη αρκετές αντιφάσεις για την υπηρεσία του, το ενδιαφέρον του αναζωογονείται μαζί με τον πατριωτισμό του.

Πριν ακόμα φτάσει η δεύτερη τετραετία, ο Σνόουντεν βλέπει ότι δεν υπάρχει καμία επί της ουσίας αλλαγή. Αντιθέτως, η παράνοια αρχίζει να τον κυριεύει: Από τις κάμερες στις οθόνες των λάπτοπ τις οποίες κλείνει με ταινία μέχρι την αίσθηση ότι παντού υπάρχουν κοριοί. Ο Ομπάμα τον διαψεύδει, και το σημείο της ρήξης είναι πλέον θέμα χρόνου.

Λίγα χρόνια μετά, ο Ομπάμα θα καλέσει τον Σνόουντεν να δικαστεί για την προδοσία του, η Χίλαρι Κλίντον θα αφήσει υπονοούμενα εσχάτης προδοσίας (γιατί πήγε στη Ρωσία; Γιατί πήγε στην Κίνα;), ενώ μια σκόρπια δήλωση του Τραμπ θα αναφέρει την θανατική ποινή. Αλλά περισσότερο από τους δυο τελευταίους, η σκληρή στάση του Ομπάμα «πονάει» περισσότερο τον νεαρό αναλυτή: Σε πολύ πρόσφατη συνέντευξή του στα γερμανικά μέσα, ο Ομπάμα θα χρησιμοποιήσει μια γλώσσα κυνικού πραγματισμού όταν θα τον ρωτήσουν αν θα δώσει «χάρη» στον Σνόουντεν: «Δεν μπορεί κάποιος να λέει 100% μην παρακολουθείτε κανέναν. Όλα αυτά θέλουν φυσικά έλεγχο, μα δεν μπορεί κανείς να είναι απόλυτος» και «Δεν μπορώ να του δώσω χάρη όσο δεν έχει ακόμα δικαστεί και καταδικαστεί για αυτό που έκανε». Σήμερα, ο Σνόουντεν παραμένει στη Ρωσία, φοβούμενος ότι θα τον φιμώσουν και θα τον δικάσουν ως αποδιοπομπαίο τράγο, το Γκουαντάναμο παραμένει ανοιχτό, τα «λουριά» που μπήκαν στην NSA από την Γερουσία στον απόηχο των αποκαλύψεων του Σνόουντεν ήταν περισσότερο damage control παρά τομές και αλλαγές στην πολιτική ουσία.

Πιθανότατα, αυτό που οδήγησε τον Σνόουντεν να θυσιάσει την ελευθερία και την καριέρα του, ήταν ο ίδιος ο Ομπάμα στον οποίο, πατριωτικά σκεπτόμενος, πίστεψε πολύ. Παραλίγο να είναι ο ίδιος Πρόεδρος που θα τον καταδίκαζε σε ισόβια κάθειρξη.

Σε μια εποχή που δεν υπάρχει ψηφιακό χνάρι που να μην μπορεί να βρεθεί, οι αποκαλύψεις του Σνόουντεν, της Μάνινγκ, των wikileaks, τα Panama Papers, όσες ακόμα είναι να έρθουν, θα συμπληρώνουν μεθοδικά την άσχημη εικόνα του υπαρκτού «τέρατος»: Το αν θα γίνουν αφορμές ουσιαστικών αλλαγών και όχι υλικό για ενδιαφέρουσες αν και λίγο αργούτσικες και υποτονικές ταινίες, παραμένει ένα μεγάλο διακύβευμα.

_________

Snowden, του Oliver Stone

Παίζουν: Joseph Gordon-Levitt, Shailene Woodley, Rhys Ifans, Nicolas Cage, Zachary Quinto, Tom Wilkinson, Melissa Leo

Διάρκεια: 134’

Περισσότερες πληροφορίες εδώ