Ο Νάσος Βαγενάς επιλέγει να δομήσει τη συλλογή του γύρω από το πρόσωπο της Πανωραίας, θείας του, την οποία προσωπογραφεί και χρησιμοποιεί ως εφαλτήριο για να θίξει θέματα που τον ανησυχούν. Βέβαια, η συλλογή συγχρόνως συνιστά και (έμμεση) προσωπογραφία του αφηγητή, ως παρατηρητή που προσέχει και αναφέρει αυτά που ανταποκρίνονται στη δική του ευαισθησία.

Εν γένει η συλλογή αναπτύσσεται επιτυχώς ως προσωπογραφία· τα άτιτλα ποιήματα δίνουν μια αποσπασματική, μη-γραμμική χρονικά περιγραφή της Πανωραίας, προκαλώντας μια αναμονή για το πώς θα ξεδιπλωθεί ο χαρακτήρας της. Το θέμα όμως που θα απασχολήσει την κριτική αυτή δεν είναι το υλικό, μνημονικό ή μη, που συγκεντρώνει ο Βαγενάς για να «πείσει» τον αναγνώστη (κάτι που όντως επιτυγχάνεται αβίαστα), αλλά πώς το υλικό αυτό αναπλάθεται ηχητικά. Η εντύπωση που μένει συνοπτικώς είναι ότι, ακριβώς επειδή το περιεχόμενο της κάθε σύντομης ιστορίας-ποιήματος είναι πολύ προσεκτικά διαλεγμένο με έντονο βαθμό τραγικότητας/ειρωνείας/χιούμορ ικανό να καταστήσουν (δυνάμει) ένα κείμενο ποίημα, δόθηκε λιγότερη προσοχή στη ρυθμική επεξεργασία/ποιητική εκφορά του.

Συγκεκριμένα, σε αρκετά ποιήματα ο ηχητικός στόχος είναι αρκετά ασαφής, προκαλώντας στον αναγνώστη μια αναζήτηση της μουσικότητας που τελικά δεν απαντάται (π.χ. 1. Καθρέφτη δεν είχε στο σπίτι. Κοιτάζονταν/στο τζάμι μιας παλιάς φωτογραφίας της., 2. Σαν να την έπαιρνε από πίσω η θάλασσα/ ανέβαινε στον Κορύλοβο να δει/ ως πού έφτανε το κύμα). Με άλλα λόγια, παρότι κάθε ποιητής μπορεί να δώσει στο κάθε σύνθεμα όση στιχουργική ελευθερία επιθυμεί, υπάρχει πάντα μια πρόθεση την οποία επιτυγχάνει να κοινωνήσει στον αναγνώστη ή όχι. Σε αρκετά σημεία αυτή η πρόθεση χάνεται κάπου μεταξύ πομπού και δέκτη. Σε κάποια ποιήματα ωστόσο, κρυμμένες απόπειρες ομοιοκαταληξίας, όχι εκεί που τελειώνει ο στίχος, αλλά σε ενδιάμεσα σημεία, ικανοποιούν τις μουσικές προσδοκίες του αναγνώστη -με την έννοια της προσδοκίας ενός μουσικού κύκλου που κάπως κλείνει (π.χ. η κρυμμένη ομοιοκαταληξία πολλά-χαμηλά: Για το φεγγάρι έλεγε πολλά· πως όταν/ περνάει χαμηλά σπάζει τα κεραμίδια/…).

Γενικώς, τόσο θεματικά όσο και ηχητικά, παρατηρούμε μια άνεση εκ μέρους του ποιητή στο να ξεφεύγει από τα όρια της μικρής ιστορίας που αφηγείται και να συνθέτει μουσικά πιο αβίαστα, όταν το θέμα που πραγματεύεται είναι από αυτά που ξέρουμε πως ο ποιητής έχει δουλέψει ανεξάρτητα από την παρούσα συλλογή. Για παράδειγμα σε ποιήματα που θίγουν τον θάνατο, τον οποίο η Πανωραία αντιμετωπίζει με θυμοσοφική/φιλοσοφική διάθεση, ο Βαγενάς επιστρατεύει τεχνικές ανιούσας κλιμάκωσης (εδώ, ως προς τον αριθμό των λέξεων για όλα αυτά που καθιστούν το εκτελεστικό σκηνικό τραγικό: Θυμάμαι μόνο τα κλαδιά που κόψαν/για να σκεπάσουν τους εκτελεσμένους,/τον μαύρο θόρυβο των φορτηγών και το κουτσό/σκυλί του Μπάτη που έσκουζε στο φεγγαρόφωτο.). Αυτή τη λεκτική επιμήκυνση του τρίτου από τα αναφερόμενα στοιχεία την βλέπουμε και σε άλλο ποίημα, όπου και πάλι, αν και το τρίτο στοιχείο είναι φαινομενικά ασήμαντο, τονίζεται από την προοπτική του ποιητή (Ποτέ της δεν ταξίδεψε, κι όμως είδε/όλον τον κόσμο σ’ ένα παλιό ξύλινο τουρκόσπιτο/ με σκαλοπάτια ξύλινα που τρίζαν,/ σαρακοφαγωμένα έπιπλα και το άσπρο/ τρίχωμα ενός γάτου που τον λέγαν Αλαντίν.). Με αυτή η τεχνική ο ποιητής χτίζει ανοδικώς τους στίχους, με τον τελευταίο, αν και βαρύτερο, να δίνει τελικά πιο ισχυρά και αποφασιστικά την αίσθηση του τέλους/λήξης του μουσικού κύκλου. Σε ένα ακόμη σημείο η τεχνική των τριών στοιχείων ξεδιπλώνεται διαφορετικά, με το κάθε στοιχείο να αναφέρεται στο τέλος του στίχου, δίνοντας παύσεις πολύ επιτυχημένα, συγκεκριμένα εδώ αποπνέοντας και μια προρομαντική ψύχρα (..τη μάχη/ που χάθηκε ο Χριστόφορος. Το χιόνι/ που τον σκέπασε ολόκληρο. Τα δάση/ που δεν πρόλαβαν να δουν μαζί.).

Επίσης, σε πολλές περιπτώσεις ο αφηγητής αφήνει τα πρόσωπα να μιλήσουν, με αποτέλεσμα να ακούγονται διαφορετικές φωνές. Έτσι συχνά η αφηγούμενη ιστορία σχεδόν αλλάζει εστίαση, με τα πρόσωπα να εκφέρουν έστω και φράσεις μόνο, μέσα σε εισαγωγικά, (Ήρθε η Ευτέρπη απαρηγόρητη/να δει αν της έχει πέσει εκεί η βέρα/ («δεκατεσσάρων καρατίων, ολόχρυση») ή σε κάποιες περιπτώσεις να ακούγονται σχεδόν μαζί και η φωνή ενός πρωταγωνιστή αλλά και του ειρωνικού αφηγητή (-τώρα τι θα’ λεγε από εκεί ψηλά ο Σωτήρης; ). Μερικές φορές όμως, πέρα από τους άλλους σκοπούς που επιτυγχάνει η αλλαγή μιας φωνής (π.χ. ειρωνεία), σύρει μαζί της μια αίσθηση παρεμβολής ασύμφωνης ηχητικά, με αποτέλεσμα να διακόπτεται ο ρυθμός (Πότε θα ξαναμπείς;», ρωτούσε η Δέσποινα./ «Πότε; Αδειάζει η θάλασσα απ’ το αλάτι;).

Αυτό που κρατάμε από τη συλλογή αυτή είναι καταρχάς το δυνατό περιεχόμενο και τους επιτυχείς καθρεπτισμούς του περιεχομένου αυτού στο επίπεδο των λέξεων και της σύνδεσής τους. Για παράδειγμα, η παράταξη λέξεων-ρημάτων περιγραφικών των πράξεων της Πανωραίας δίνει αποτελεσματικά μια αίσθηση διεκπεραίωσης, που χαρακτηρίζει διάφορες πτυχές του κεντρικού προσώπου (Το τύλιξε και τό’ δωσε στον γύφτο..). Επίσης, κρατάμε τις φωτεινές ρυθμικές στιγμές (π.χ. 1. Στεφάνια, παπαρούνες στα μαλλιά./ Γύρω χόρευαν, τραγουδούσαν, όπως πέρσι/ -λύρες ποντιακές κι ακορντεόν. 2. Φοβόταν μην ξυπνήσει τα πουλιά/ καθώς κατέβαινε αλαφροπατώντας/ στον κήπο, όταν σκοτείνιαζε, να δει/ αν ήταν σκεπασμένο το πηγάδι.), που σε αντίθεση με άλλες, κατάφεραν να κοινωνήσουν μια μουσική πρόθεση.


Η ποιητική συλλογή του Νάσου Βαγενά, Πανωραία, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.