Το Φθινόπωρο κυλούσε υγρό και λασπωμένο, στα στενά σοκάκια του νησιού. Η ρουτίνα του σχολείου έσωζε την κατάσταση.

Αυτό που μου συνέβαινε ήταν μπερδεμένο. Είχα μια κανονική ζωή και μια ευχάριστη δουλειά. Η θέση μου στην κοινωνία ήταν ενδιαφέρουσα και είχα αρκετούς φίλους. Κι αν πάθαινα αμνησία, θα μπορούσα να λέω πως ζούσα την ζωή που ονειρεύτηκα. Η μνήμη όμως δεν με άφηνε να το χαρώ.

Όταν ξάπλωνα στο κρεβάτι μου, εκείνες τις στιγμές που αναλογιζόμουν τα στραβά και τα σωστά της ζωής μου, ο Άγγελος ήταν εκεί. Σαν ένα φάντασμα που ζητούσε πίσω την ζωή του, έτσι καθόταν, με κοιτούσε και περίμενε. Τότε όλα έμοιαζαν με λάθος και η ζωή μου φάνταζε σαν μπάλωμα στη ζωή που δεν έζησα. Δάκρυα στέγνωναν στο μαξιλάρι μου και όνειρα που ταξίδευα για να τον βρω, τάραζαν τον ύπνο μου.

Μετά, έρχονταν πάλι το πρωί και όλα ήταν ωραία, μέχρι να μείνω μόνη τη νύχτα και να λογοδοτώ για λάθη που δεν έκανα μόνη μου…

Απόσπασμα από το βιβλίο:

Είχε χαλάσει ο καιρός. Η βροχή σαν κλάμα άρχιζε και σταματούσε. Η Άνοιξη δεν είχε έρθει ακόμη, παρά μόνο στο ημερολόγιο τοίχου του δωματίου μου. Ήπιαμε το καφεδάκι μας με την κυρία Διονυσία και καθαρίσαμε μερικά δωμάτια. Δεν ήταν κατάλληλη η μέρα για δουλειές. Εκείνη ήθελε να βγάλουμε έξω τα χαλιά, να πλύνουμε τις κουρτίνες, να αερίσουμε τις κουβέρτες. Το αναβάλαμε για κάποιο άλλο Σάββατο που ο καιρός θα το επέτρεπε. Μετά το μεσημεριανό φαγητό ανέβηκα στο δωμάτιό μου να διαβάσω. Γρήγορα μελαγχόλησα. Παράτησα το βιβλίο, κάθισα πίσω από το παράθυρο και χάζευα τους λιγοστούς περαστικούς. Περπατούσαν κρατώντας ομπρέλες. Προσπαθούσα να μαντέψω τις σκέψεις τους. Και όπως μου συνέβαινε συχνά, μεταφέρθηκα πίσω στο χρόνο. Το βλέμμα μου ταξίδεψε μακριά, θολές εικόνες ήρθαν στο μυαλό μου, σαν ένα σύννεφο που όσο το φυσούσε ο αέρας αυτό άνοιγε και από μέσα έβγαιναν τα χρώματα και τότε την είδα. Ήταν κι αυτή εκεί.

Η Άννα των δεκαεπτά χρόνων με βρεγμένα μαλλιά μακριά ως τη μέση, να τον περιμένει στην άδεια πλατεία. Με την πρώτη βροχή του Σεπτέμβρη όλοι είχαν μπει στα σπίτια τους. Τον είδε να έρχεται και η καρδιά της σφίχτηκε, ένιωσε να κρυώνει. Ο Άγγελος της χαμογέλασε και της πρόσφερε την ομπρέλα του.

«Άργησες, του είπε».

«Δεν μπόρεσα να φύγω νωρίτερα, οι ασκήσεις στη φυσική ήταν πολλές και δύσκολες, δεν τελειώνανε με τίποτε, της απάντησε».

Ήταν η τελευταία τους χρονιά στο σχολείο. Είχαν αποφασίσει να μην πηγαίνουν στο ίδιο φροντιστήριο γιατί θα ήταν δύσκολο να παρακολουθήσουν το μάθημα. Την προηγούμενη χρονιά που πήγαιναν μαζί, οι καθηγητές του είχαν κάνει πολλές παρατηρήσεις, πως εντάξει πολλή καλή η Θωμοπούλου, αλλά καλύτερα να κοιτάει στον πίνακα. Άλλη μια φορά είχαν αλλάξει θέσεις και κάθισαν μαζί στο θρανίο. Πιάσανε σφιχτά τα χέρια τους, δεξί αυτή, αριστερό αυτός. Η Άννα προσπαθούσε να γράψει κουτσά στραβά με το αριστερό της χέρι, ασκήσεις με χίλιες δύο πράξεις, μέχρι που ο καθηγητής την ρώτησε αν το χέρι το έφαγε η γάτα. Γίνανε κατακόκκινοι από την ντροπή τους. Εκείνος ήθελε να γίνει μηχανικός, εκείνη μαθηματικός. Διάβαζαν πολύ και τα κατάφεραν.

Ο Άγγελος σε κείνη την ηλικία, δεν ήταν ωραίος, σε αντίθεση με κείνη που είχε ολοκληρώσει την ανάπτυξή της και ήταν εντυπωσιακή. Ευχάριστος, με μέτριο ανάστημα, ωραία μακριά δάχτυλα, χαρακτηριστικό περπάτημα, μικρή μύτη και στόμα και με δυο μάτια στολίδι. Μεγάλα, εκφραστικά, σχεδόν μελιά, με κάτι βλέφαρα που την κολάζανε. Όπως χαμήλωνε το βλέμμα, φτερούγιζαν κι αυτά μαζί και της έρχονταν να τον φιλάει συνέχεια στα μάτια και να μην σταματά. Πνευματώδης και καλλιεργημένος ήταν κατά κάποιο τρόπο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα σπασίκλα μαθητή για τις περισσότερες κοπέλες και για την Άννα στην αρχή. Μετά, τον είδε με άλλο μάτι. Γι’ αυτήν, ήταν ο τέλειος συνδυασμός. Έξυπνος και με αρχές. Σκεφτόταν πως ήταν άδικο που τον είχε συναντήσει τόσο νωρίς. Αυτοί οι δύο ήταν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλο. Δεν γνωρίζονταν πριν το Καλοκαίρι των δεκαπέντε τους χρόνων. Η Βικτορία είχε καλέσει την Άννα σε ένα πάρτι με αγόρια. Ήθελε να πάει, για να συναντήσει τον Γιώργο τον γείτονά της που της άρεσε. Κάλεσε δυο φίλες της για κάλυψη. Την Άννα και την Δήμητρα που ήταν κολλητές. Της Άννας, ο Άγγελος δεν της έκανε εντύπωση. Εκτός από τον Γιώργο που είχε αναπτυχθεί, οι άλλοι έμοιαζαν παιδιά. Μετά από το πάρτι, πέντε με οκτώ το απόγευμα, ακολούθησαν κι άλλα. Τα αγόρια είχαν βρει κορίτσια για να κάνουν παρέα και τα κορίτσια ήταν ενθουσιασμένα. Οι γονείς τους δεν το ήξεραν πως αυτά ήταν κανονικά πάρτι με χαμηλά φώτα, μπλουζ και σφιξίματα. Σε κάποιο από αυτά τα πάρτι ο Άγγελος την διάλεξε. Υποψιαζόταν ότι αυτό έγινε στο σπίτι του τις απόκριες, που η Άννα είχε ντυθεί χορεύτρια. Τα μαθήματα μπαλέτου της έδιναν αυτοπεποίθηση και η αμφίεση της πήγαινε. Όταν ο χορός άναψε, κάποιος είχε την ιδέα να χορέψει η Άννα μόνη της. Εκεί, σε αυτό το χορό του έκλεψε την καρδιά. Μετά εκείνη παρατήρησε αλλαγή στην συμπεριφορά του. Ευχαριστιόταν το ενδιαφέρον του και άρχισε να το επιζητά…


Η Όλγα Λένη γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Γιάννενα.

Έζησε στην Πάτρα τα φοιτητικά της χρόνια και απέκτησε πτυχίο Ηλεκτρολόγου Μηχανικού και Τεχνολογίας Ηλεκτρονικών Υπολογιστών.

Εργάζεται στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.

Έχει κάνει σπουδές στο Μεταπτυχιακό τμήμα «Δημιουργική Γραφή» του πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Στον πρώτο λογοτεχνικό διαγωνισμό «Μίμης Σουλιώτης» βραβεύτηκε για το ποίημα: “Ερωτικό”.

Το 2015 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης εκδόθηκε η συλλογή διηγημάτων: ΜΑΤΙΑ ΣΤΟ ΚΑΡΦΙ, που αποτελείται από δώδεκα διηγήματα.

Συμμετείχε στο συλλογικό έργο των μεταπτυχιακών φοιτητών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας: Τριάντα μέρες…“σινιάκι”, με το διήγημα “Πάτρα Αγκόνα”.