Όπερες σε κήπους, αγροκτήματα, υπόγεια, μικρές θεατρικές σκηνές και μεγαλοαστικά σαλόνια… Σε μία χώρα όπου τελευταία χρόνια το λυρικό γνωρίζει πρωτοφανή αγάπη, μία ομάδα νέων καλλιτεχνών το ταξιδεύει εκτός των «μεγαλόπρεπων τειχών» της Λυρικής ή του Μεγάρου, σε χώρους αντισυμβατικούς και ενδιαφέροντες.

Η Αναστασία Κότσαλη, η Λητώ Μεσσήνη και ο Μιχάλης Παπαπέτρου ίδρυσαν μόλις το 2012 την ομάδα «Ραφή» η οποία έχει παρουσιάσει σπουδαία λυρικά έργα, που ανεβαίνουν σπάνια στην Ελλάδα, σε χώρους όπως η οικεία Κατακουζηνού, το θέατρο Πόρτα, το πολιτιστικό κέντρο της Μπαγκλαντεσιανής κοινότητας, το Ίδρυμα Κακογιάννης, η Knot Gallery και το Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων.

Στην εκπνοή της σεζόν, με την σημαντική συνεισφορά του Θέμελη Γλυνάτση στην σκηνοθεσία και την σύμπραξη μερικών νέων λυρικών καλλιτεχνών και επτά ακόμη ηθοποιών, ανεβάζουν στο «Θέατρο της οδού Κυκλάδων», την μπαρόκ όπερα «Αλτσίνα» του Χέντελ. Στην συνέντευξη που ακολουθεί με αφορμή την παράσταση, έχουμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε καλύτερα την ομάδα «Ραφή», τις απόψεις τους περί του λυρικού τραγουδιού και φυσικά μας προϊδεάζουν για τι θα παρακολουθήσουμε όσοι βρεθούμε στην Κυκλάδων το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιουνίου.


– Μετράτε ήδη τέσσερα επιτυχημένα χρόνια στο χώρο ως ομάδα. Πώς θα συστήνατε την «Ραφή» στο ευρύ κοινό; Ποιος ήταν ο αρχικός σας στόχος ή ανάγκη;

Είμαστε μια ομάδα τριών ανθρώπων που πάνω απ’ όλα είναι πολύ καλοί φίλοι και μοιράζονται την κοινή αγωνία για έκφραση και δημιουργικότητα χωρίς καλλιτεχνικές εκπτώσεις. Από την αρχή ήταν ξεκάθαρο ότι μας έδενε και μας κινούσε, ως στόχο, η επιθυμία για τολμηρές οπερατικές προτάσεις , για περισσότερη φαντασία στις παραγωγές, για αντισυμβατικές συζεύξεις τεχνών με πυρήνα το λυρικό τραγούδι.

– Η όπερα είναι είδος που έχει συνδεθεί παραδοσιακά με «οπερικά» κτίρια υψηλών προδιαγραφών. Πώς αποφασίσατε να την μεταφέρετε σε διαφορετικούς χώρους; Με ποιον τρόπο υποδέχτηκε το κοινό αυτήν την εναλλακτική κίνηση;

Στην περίπτωση μας η ανάγκη έγινε φιλοτιμία. Οι υψηλές προδιαγραφές είναι πολύτιμες-όταν όμως δεν υπάρχουν αυτές οι δυνατότητες, επιστρατεύει κανείς τη φαντασία του για να βρει ιδιαίτερες λύσεις που μπορούν να λειτουργήσουν εν τέλει ως προτάσεις, ως μια διαφορετική, εναλλακτική παραστασιακή πλατφόρμα που συνδιαλέγεται και συνομιλεί με την «επίσημη».  Το κοινό, σύμφωνα με την εμπειρία μας, είναι απολύτως δεκτικό εφόσον η παραγωγή που παρακολουθεί είναι δουλεμένη αισθητικά και μουσικά, με ξεκάθαρους καλλιτεχνικούς στόχους. Η παλέτα είναι μεγάλη : Το έχουμε κατά καιρούς προσκαλέσει στα υπέροχα μεγαλοαστικά σαλόνια της Οικίας Κατακουζηνού και στο υπόγειο πολιτιστικό κέντρο της Μπαγκλαντεσιανής κοινότητας στην οδό Χαλκοκονδύλη, παρουσιάζοντας κάθε φορά λυρικά έργα άγνωστα στο ευρύ κοινό- Και μας ακολούθησε. Είμαστε απολύτως ευγνώμονες.

– Μπορεί κάποιος εύκολα να σπουδάσει και να εξελιχθεί πάνω στο λυρικό τραγούδι στην χώρα μας; Ας μας πει λίγα λόγια ο καθένας για την μέχρι τώρα προσωπική επαγγελματική του πορεία.

Αναστασία Κότσαλη: Σπούδασα στο studio όπερας της ΕΛΣ και στη Σιένα στην Ιταλία. Τα πράγματα είναι εξαιρετικά δύσκολα στην Ελλάδα, γιατί δεν υπάρχουν δημόσια ωδεία, για να ξεκινήσει κανείς να εκπαιδεύεται πάνω στη μουσική και στο λυρικό τραγούδι ( ένα τεράστιο θέμα κατά τη γνώμη μου).

Λητώ Μεσσήνη: Σπούδασα στο Ωδείο Αθηνών και στο Στούντιο Όπερας της ΕΛΣ. Ξεκίνησα από νωρίς να δουλεύω με ανεξάρτητες ομάδες όπερας. Τα πράγματα στην Ελλάδα είναι δύσκολα. Οι μουσικές σπουδές είναι πολυέξοδες. Δεν υπάρχει Μουσική Ακαδημία. Δεν υπάρχουν θέσεις εργασίας. Γενικότερα, το επάγγελμα του μουσικού δεν αντιμετωπίζεται με σοβαρότητα. Η λέξη ‘εύκολο’ δεν χαρακτηρίζει ούτε τις σπουδές ούτε την εξέλιξή μας. Χρειάζεται πάντοτε σκληρή δουλειά κι επιμονή, καθώς οι συνθήκες είναι αντίξοες. Αλλά εκείνος που το κυνηγάει, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στο τέλος θα ανταμειφθεί.

– Ας μιλήσουμε για την «Αλτσίνα», ένα από τα πιο σπουδαία μπαρόκ έργα, που παρακολουθούμε από σπάνια έως ποτέ στην Ελλάδα. Αρχικά περιγράψτε μας την υπόθεση και τι σας ιντριγκάρει ιδιαίτερα σε αυτήν.

Η μάγισσα Αλτσίνα παρασέρνει τους ναυαγούς στο νησί της και τους μεταμορφώνει σε βράχους, ρυάκια, δέντρα και ζώα. Όμηρος της είναι ο μαγεμένος θαλασσοπόρος Ρουτζέρο, με τον οποίο ζει τον έρωτα της. Η Μπρανταμάντε (η γυναικά του) τον αναζητά μεταμφιεσμένη σε άνδρα, μαζί με τον Μελίσσο. Η Μοργκάνα, η αδερφή της Αλτσίνα, ελκύεται από την μεταμφιεσμένη Μπρανταμάντε, προκαλώντας τη ζήλεια του εραστή της Ορόντε. Τα ξόρκια λύνονται τελικά , ο Ρουτζέρο και η Μπρανταμάντε φεύγουν και η Αλτσίνα με τη Μοργκάνα μένουν μόνες τους, δυο μάγισσες χωρίς μαγικές δυνάμεις.  Ο μύθος της Κίρκης, οικείος και ανοίκειος σε μας, συνεχίζει να μας γοητεύει : το μαγικό νησί των μεταμορφώσεων, οι άβουλοι ναυαγοί υποχείρια στη διάθεση μιας μεθυστικής νεράιδας… ή μήπως όχι;

– Θεωρείτε ρίσκο να ανεβαίνουν άγνωστες όπερες αυτόν τον καιρό; Βλέπουμε ότι και η Λυρική που διανύει μία περίοδο ακμής, επιλέγει σταθερά, πασίγνωστα έργα στο ρεπερτόριό της.

Η Λυρική έχει ένα διαφορετικό χρέος, ως θεσμικός οργανισμός, να φέρνει σε επαφή τους θεατές  με τα σπουδαία κλασικά έργου του ρεπερτορίου, να επιτελέσει μια παραπάνω «ειδική αποστολή». Θεωρούμε ότι υπάρχει χώρος και περιθώριο να συνυπάρξουν όλων των ειδών οι προτάσεις, γνωστές και πιο αντισυμβατικές- Το κοινό του μουσικού θεάτρου δίνει σταθερά το παρόν, με διάθεση ανάτασης και εξερεύνησης! Σε κάθε περίπτωση δεν θεωρούμε ότι η Αλτσίνα εμπίπτει στην κατηγορία της «άγνωστης όπερας»… Είναι δεύτερη φορά που ανεβαίνει στην Ελλάδα αλλά θεωρείται μία από τις πιο δημοφιλείς του Χέντελ.

– Η «Αλτσίνα» ανεβαίνει λοιπόν σε μια εναλλακτική, «μικρή» (για τα δεδομένα του είδους) θεατρική σκηνή του αθηναϊκού κέντρου, το «θέατρο της Οδού Κυκλάδων». Ποια είναι τα πιο ενδιαφέροντα δεδομένα αυτού του «παντρέματος»;

Το θέατρο κουβαλά το ειδικό βάρος του ιδρυτή του, του σπουδαίου σκηνοθέτη Λευτέρη Βογιάτζη. Παράλληλα είναι ένα εξαιρετικό κτίριο, σχεδιασμένο από τον αρχιτέκτονα Κυριάκο Κρόκο, ένα κέλυφος –κοχύλι γύρω από το οποίο χτίζεται όλη η σκηνοθεσία. Η παράσταση φέρνει λοιπόν το ίδιο το θέατρο, με την ιστορία του και την αισθητική του, σε πρώτο πλάνο. Ο δρόμος στον οποίο στεγάζεται, η Οδός Κυκλάδων, αποτελεί από μόνος του ένα ιδιαίτερο στενό στο οποίο συνυπάρχουν νεοκλασικές κατοικίες, αστικές πολυκατοικίες της δεκαετίας του ’60, οι δημιουργίες του Αριστοτέλη Προβελέγγιου και –πάνω απ’ όλα -άνθρωποι από όλα τα μέρη του κόσμου. Το μέσα με το έξω του θεάτρου συνδιαλέγονται και συνθέτουν, κατά τη γνώμη μας, κάτι απόλυτα, αθηναϊκά ποιητικό.

– Τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Θέμελης Γλυνάτσης, ο οποίος έχει δηλώσει την αγάπη του για την όπερα και έχει ξανασχοληθεί με διάφορα έργα στο παρελθόν. Ποιες είναι οι ιδιαιτερότητες της οπτικής του και τι έχετε κερδίσει ως καλλιτέχνες από τη συνεργασία μαζί του;

Ο Θέμελης Γλυνάτσης είναι ένας δημιουργός με ξεκάθαρο καλλιτεχνικό στίγμα, που κάθε φορά ανεβάζει τον πήχυ των απαιτήσεων στη δουλειά του-άρα και στους συνεργάτες του.  Δουλεύει φορμαλιστικά και έντονα σωματικά, ενίοτε «ξεβολεύοντας» εμάς τους τραγουδιστές, που δεν έχουμε μάθει σε τέτοιους ρυθμούς πρόβας – Αυτή η αναζήτηση και η εκτόξευση των ορίων μας, ως performer πια μουσικού θεάτρου, είναι από μόνη της μεγάλο κέρδος, δομεί μια άλλου είδους ελευθερία. Ο ίδιος έχει μια διαλεκτική σχέση με τα έργα, θέτει ερωτήματα, δημιουργεί παράλληλες αφηγήσεις. Το αποτέλεσμα είναι πάντα υψηλότατης αισθητικής, υπό τη σκέπη μιας πολύ προσωπικής ανάγνωσης πάνω στις έννοιες του ωραίου, του σκληρού, του βίαιου, του ποιητικού.

– Πριν κλείσουμε, θα ήθελα να μας μιλήσετε για τις προσωπικές καλλιτεχνικές σας επιδιώξεις και όνειρα για το «αύριο».

Ο καθένας μας βάζει στόχο να εξελίσσεται  ο ίδιος ως καλλιτέχνης και φυσικά κάνουμε πολλά κοινά όνειρα για τη «Ραφή»!

– Και τέλος, πείτε μας πού θα μπορέσουμε να σας συναντήσουμε μετά την «Αλτσίνα».

Τα ανακοινώσιμα πλάνα μας για την επόμενη χρονιά είναι ένα residency που θα ξεκινήσει το Φθινόπωρο στην υπέροχη Οικία Δέλτα . Εκεί θα συνεχίσουμε την έρευνα μας πάνω στη σχέση λογοτεχνίας και λυρικού τραγουδιού, με άξονα το έργο της Πηνελόπης Δέλτα και τη συμμετοχή σημαντικών και απρόσμενων δημιουργών, σε πρωτότυπες θεματικές. Τη λογοτεχνική επιμέλεια θα έχει τη ποιήτρια Μαρία Τοπάλη- είναι πρώτη φορά που ποίηση και μουσική θα συμπλεύσουν στον συγκεκριμένο χώρο, 75 χρόνια μετά το θάνατο της Δέλτα . Τα υπόλοιπα σχέδια μας για τις παραγωγές και τις συμπράξεις μας το 2016-2017 θα ανακοινωθούν πολύ σύντομα!


photo credits παράστασης: Γιώργος Τσακνιάς


To Θέατρο της Οδού Κυκλάδων – Λευτέρης Βογιατζής παρουσιάζει το μπαρόκ αριστούργημα «Αλτσίνα» του G.F. Handel από 6 Ιουνίου. Περισσότερες πληροφορίες