Η Tanweer παρουσιάζει στους κινηματογράφους από τις 19 Μαΐου 2016 την ταινία ΟΛΟΙ ΟΙ ΚΑΛΟΙ ΧΩΡΑΝΕ (LE GRAND PARTAGE) σε σκηνοθεσία της Αλεξάντρα Λεκλέρ.

Η ΥΠΟΘΕΣΗ

Είναι ένας χειμώνας χειρότερος από ποτέ. Η κυβέρνηση δημοσιεύει ένα νόμο που υποχρεώνει τους γάλλους πολίτες να φιλοξενούν στα σπίτια τους κατά τη διάρκεια του ψυχρού χειμώνα τους συμπολίτες τους που δεν έχουν στέγη.

Κατά τη διάρκεια της «Μεγάλης Συγκατοίκησης», ένας άνεμος πανικού πνέει σε κάθε διαμέρισμα μιας συνηθισμένης πολυκατοικίας του Παρισιού.

Στην ταινία πρωταγωνιστεί η Καρίν Βιάρντ, την οποία αγαπήσαμε πέρυσι στην «Οικογένεια Μπελιέ» σε ένα ρόλο που της χάρισε υποψηφιότητα στα περσινά Βραβεία Σεζάρ.

Πρωταγωνιστούν: Καρίν Βιάρ, Ντιντιέ Μπουρντόν, Βαλερί Μπονετόν, Μισέλ Βιγιερμόζ, Ζοσιάν Μπαλασκό, Πατρίκ Τσεσναί

Σκηνοθεσία – Σενάριο: Αλεξάντρα Λεκλέρ

Παραγωγή: Φιλίπ Γκοντό

Φωτογραφία: Ζαν-Μαρκ Φαμπρ

Καλλιτεχνική Διεύθυνση: Αν Σέιμπελ

Μοντάζ: Φιλίπ Μπουργκέιγ, Άντρεα Σεντλάκοβα, Ρονάν Τρονσό

Μουσική: Φιλίπ Ρομπί

Κοστούμια: Ζακλίν Μπουσάρντ, Ερίκ Περόν

Διάρκεια: 102’

Διανομή: Tanweer

ΑΛΕΞΑΝΤΡΑ ΛΕΚΛΕΡ (Σκηνοθεσία – Σενάριο)

Πώς προέκυψε η ιδέα για το θέμα της ταινίας;

Η ιδέα καθεαυτή γεννήθηκε πριν από 7 χρόνια και έχει τεράστια σχέση με το βασικό μοτίβο που διέπει όλες τις ταινίες μου: τον περιορισμό που επιβάλλεται στους χαρακτήρες. Την υποχρέωση για αλληλεγγύη. Έγραψα ένα μικρό προσχέδιο δώδεκα σελίδων, το έστειλα σε έναν παραγωγό και πήρα την εξής απάντηση: «Αφήστε το καλύτερα, δεν έχει βάση και είναι αδύνατο να βρεθεί χρηματοδότηση για ένα τέτοιο υλικό!» Και κάπως έτσι, άφησα την ιδέα στην άκρη για κάποια χρόνια και έκανα την ταινία “Maman”, πεπεισμένη ότι δεν άξιζε να γίνει ταινία.

Γιατί;

Για δύο λόγους. Πρώτον, εισέπραττα ψυχρές αντιδράσεις όταν τη συζητούσα με τον περίγυρό μου. Δεύτερον, επειδή η συγκεκριμένη ιστορία είχε πολλά πρόσωπα, κι εγώ γενικά είμαι των πιο μικρών σχημάτων. Ένιωθα λοιπόν, ότι ξέφευγα από τα θέματα που προτιμώ, τη οικογένεια και το ζευγάρι δηλαδή. Μετά όμως το “Maman”, ήθελα να επιστρέψω στην κωμωδία και με δεδομένο πως πίστευα πάρα πολύ στην ιστορία, αποφάσισα να το τολμήσω. Έγραψα την ιστορία ολομόναχη, χωρίς να έχω υπογράψει κάποιο συμβόλαιο και μετά απευθύνθηκα στον Φιλίπ Γκοντό ο οποίος και μου είπε ότι θα κάνει την παραγωγή.

Ας μιλήσουμε για τους ηθοποιούς σας, ξεκινώντας από τους Μπρετζέλ, κατά κόσμον Βαλερί Μπονετόν και Μισέλ Βιγιερμόζ.

Οι επιλογές μου είναι καθαρά θέμα γούστου. Όλοι οι ηθοποιοί που παίζουν στην ταινία μου, είναι άνθρωποι που αγαπώ, άνθρωποι που εκτιμώ τη δουλειά τους. Με τον Βιγιερμόζ είχαμε ξανασυνεργαστεί στις ταινίες “Les Soeurs Fâchées” και “Maman”. Στο “Le Grand Partage”, είχα επιτέλους την ευκαιρία να του προσφέρω έναν μεγαλύτερο ρόλο. Ήταν κάτι που το ήθελα καιρό και τελικά το πέτυχα. Η Βαλερί κέντρισε το ενδιαφέρον μου πριν από χρόνια, στην παράσταση “Le Dieu du Carnage”. Μου άρεσε ο αυθορμητισμός της, η φυσικότητά της, η ζωντάνια της και η υποβόσκουσα κωμικότητά της. Όταν διάβασε το σενάριο, μου τηλεφώνησε και μου είπε: «Είναι πάρα πολύ αστείο!» Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα ότι θα τα πάμε πολύ καλά οι δυο μας, όπως και έγινε.

Απέναντι στους Μπρετζέλ, έχουμε ένα ζευγάρι αστών, τους Ντιμπρέιγ, τους οποίους υποδύονται ο Ντιντιέ Μπουρντόν και η Καρίν Βιάρ.

Ο παραγωγός μου, ο Φιλίπ Γκοντό, μου μίλησε για τον Ντιντιέ με τόσο καλά λόγια που με έκανε να θέλω να τον γνωρίσω. Από την πρώτη στιγμή, ένιωσα ότι συντονιστήκαμε. Δεν έχει ίχνος αλαζονείας, είναι πάρα πολύ συμπαθητικός και γλυκός. Είχε όλα τα χαρακτηριστικά που απαιτούσε ο ρόλος του Πιέρ Ντιμπρέιγ. Όσο για την Καρίν, ήθελα να συνεργαστώ μαζί της εδώ και πάρα πολύ καιρό. Της είχα προτείνει να παίξει σε άλλες ταινίες μου αλλά είχε αρνηθεί. Το επεχείρησα πάλι και προς μεγάλη μου χαρά επιτέλους δέχτηκε. Μου αρέσει ο τρόπος που προσεγγίζει τον κάθε ρόλο και νομίζω ότι έχουμε την ίδια αίσθηση του χιούμορ.

Στον Πατρίκ Σενέ εμπιστευθήκατε τον ρόλο του μοναχικού ομοφυλόφιλου και στην Ζοσιάν Μπαλασκό τον ρόλο της φασίστριας θυρωρού.

Με τον Πατρίκ γνωριζόμαστε από το “Le Prix à payer” και τον αγαπώ πάρα πολύ. Ήταν πολύ μεγάλη χαρά για μένα το ότι δέχτηκε τον ρόλο. Δίνει άλλη διάσταση στον χαρακτήρα. Σε ό,τι αφορά τώρα τη «φασίστρια» της παρέας, ήθελα οπωσδήποτε να την ενσαρκώσει η Ζοσιάν Μπαλασκό, την οποία γνώρισα στο “Maman”. Μου αρέσει και σαν κωμικός και σαν άνθρωπος. Μόνο αυτή θα μπορούσε να ενσαρκώσει τον ρόλο αυτό.

Υπάρχει και ένα ακόμα παράξενο ζευγάρι, η Ανεμόν και ο Τζάκι Μπερουαγιέ.

Όταν έγραφα την ιστορία, έκανα μια λίστα με όλες τις πιθανές αντιδράσεις που θα μπορούσαν να προκληθούν αν δημοσιευόταν πράγματι ένα τέτοιο διάταγμα. Ο κύριος και η κυρία Αμπράμοβιτς είναι ένα ζευγάρι συνταξιούχων που, από φόβο κυρίως, προτιμούν να φύγουν από το σπίτι τους παρά να φιλοξενήσουν έναν άγνωστο. Έτσι, ουσιαστικά βρίσκονται να παρακολουθούν την ιστορία που εξελίσσεται στην απέναντι πολυκατοικία από το νοικιασμένο διαμέρισμά τους, μέσα από κιάλια. Είναι κάτι σαν τους γέρους του «Μάπετ Σόου» που πραγματικά λατρεύω.

ΚΑΡΙΝ ΒΙΑΡ (Κριστίν Ντιμπρεϊγ)

Πώς θα περιγράφατε την Κριστίν Ντιμπρέιγ, τον χαρακτήρα που ενσαρκώνετε στην ταινία;

Πιστεύω ότι η συγκεκριμένη γυναίκα είναι υπαρκτή, είναι θα λέγαμε ένα αρχέτυπο της γαλλικής κοινωνίας. Είναι μια γυναίκα που την μεγάλωσαν έτσι ώστε να καθυποτάσσεται στην οικογένεια, στον σύζυγο, που δεν ξέρει τι σημαίνει να είναι αυτόνομη. Η Κριστίν ζει με τον κώδικα της «παλιάς Γαλλίας». Υποθέτω ότι είναι από τις γυναίκες που δεν θα έβγαιναν ποτέ έξω από τα όρια των σικ συνοικιών. Πέραν αυτού, πρόκειται για μια γυναίκα που μετά από τόσα χρόνια γάμου, έχει προβλήματα στη σχέση της, αλλά συνεχίζει τη ζωή της σαν να μην συμβαίνει τίποτα, επειδή φοβάται να βρεθεί μόνη. Επίσης, με τον σύζυγό της, τον Πιέρ, έχουν μία κόρη, με αριστερές ιδέες που η ίδια αδυνατεί να κατανοήσει.

Έχετε πολλές διαφορές σε επίπεδο χαρακτήρα με την Κριστίν. Παρόλα αυτά, τη βλέπετε με συμπάθεια;

Την λατρεύω! Για ακόμη μία φορά, η Αλεξάντρα Λεκλέρ κατάφερε να πλάσει έναν χαρακτήρα γεμάτο αντιθέσεις και ασάφειες. Η Κριστίν Ντιπρέιγ είναι κόρη στρατιωτικού που έχει γυρίσει σε όλη τη χώρα, μιλάει πολλές γλώσσες… Μπορεί για κάποιους να είναι κάτι σαν κοινωνική καρικατούρα, αλλά αν την δεις καλύτερα, βλέπεις ότι έχει άλλα όνειρα, φαντάζεται κι άλλα πράγματα. Μου αρέσει πάρα πολύ γιατί βρίσκεται κάπου ανάμεσα στην τυραννία της οικογενειακής της ιστορίας, των «τύπων» που πρέπει να κρατήσει αλλά και της πραγματικής ηθικής, των αμφιβολιών και των σκέψεων που θα την οδηγήσουν σε άλλους δρόμους…

 

Η κατάσταση που περιγράφεται στην ταινία, ταυτίζεται άμεσα με την επικαιρότητα των τελευταίων μηνών και αναμφίβολα των μελλοντικών ετών…

Η Αλεξάντρα έχει το μοναδικό ταλέντο να βρίσκει το καλό σε κάθε θέμα. Διαισθητικά, μπορεί να αναγνωρίσει και να καταγράψει θέματα που αφορούν στην κοινωνία. Είναι αλήθεια ότι η ομοιότητα της ιστορίας της και της επικαιρότητας με το μεταναστευτικό είναι εντυπωσιακή. Η Αλεξάντρα αφουγκράζεται τα σημεία των καιρών διατηρώντας το ρεαλισμό της. Δεν ξέρω τι αποδοχής θα τύχει η ταινία, αλλά εμένα μου αρέσει η προσέγγισή της. Διέπεται από μια «ασέβεια» που βρίσκουμε όλο και πιο σπάνια στον σύγχρονο κινηματογράφο λόγω της προσπάθειας να τηρηθεί το πολιτικά σωστό. Η ταινία πέραν του ότι προσπαθεί να περάσει κάποια μηνύματα, προσπαθεί να επαναφέρει την ατμόσφαιρα του ιταλικού κινηματογράφου ή του Ζαν Γιαν. Η Αλεξάντρα έχει καταφέρει να αναδείξει την ψυχρότητα κάποιων θεμάτων, την υποκρισία κάποιων άλλων, την έλλειψη αποφασιστικότητας, τη δειλία μιας μερίδας της κοινωνίας, χωρίς όμως να παραλείπει να μας χαρίζει το γέλιο μέσω αυτών των χαρακτήρων που καταφέρνει να μας κάνει να αγαπήσουμε.

ΝΤΙΝΤΙΕ ΜΠΟΥΡΝΤΟΝ (Πιερ Ντιμπρεϊγ)

Ξέρω ότι τον χαρακτήρα του Πιέρ Ντιμπρέιγ τον αγαπήσατε ιδιαίτερα. Για ποιο λόγο;

Πρώτον, θεωρώ ότι η Αλεξάντρα Λεκλέρ έχει τα ταλέντο να γράφει υπέροχους ρόλους για εμάς τους ηθοποιούς. Αυτό ισχύει και για τον συγκεκριμένο ρόλο, κατάφερε να τον εξελίξει υπέροχα, να τον ραφινάρει χωρίς όμως να τον κάνει καρικατούρα. Ο κύριος Ντιμπρέιγ δεν γίνεται άγιος στο τέλος της ταινίας, αλλά «αποκαλύπτεται». Συχνά, όταν προέρχεσαι από ένα συγκεκριμένο χώρο και έχεις μεγαλώσει με συγκεκριμένα δεδομένα, τα γεγονότα σε αναγκάζουν να αλλάξεις γνώμη, επηρεάζουν την ύπαρξή σου και την προσωπική σου ζωή. Τέτοιους χαρακτήρες χαίρεσαι να τους ενσαρκώνεις γιατί σου προσφέρουν πολλές δυνατότητες, είναι πολυδιάστατοι. Στην ταινία, έχω σκηνές εξαιρετικά αστείες και πολύ συγκινητικές. Η ταινία εξάλλου, μιλάει και για τη φθορά που φέρνει ο χρόνος στις ανθρώπινες σχέσεις, για τη ρουτίνα που κατακλύζει την καθημερινότητα και η οποία ανατρέπεται από τα γεγονότα. Είναι πραγματικά κάτι το συγκλονιστικό…

Το θέμα της ταινίας φαίνεται λίγο τραβηγμένο, πολιτικά μη ορθό και ταυτόχρονα πολύ τρυφερό…

Και αυτό ακριβώς μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Να σας πω μόνο ότι ο γιος μου, ο Ολιβιέ, έκανε ένα τύπου ρεπορτάζ στον δρόμο, πριν την προβολή της ταινίας, λέγοντας στους περαστικούς ότι το διάταγμα, για το οποίο μιλάει η ταινία, έχει ψηφιστεί στην πραγματικότητα. Οι αντιδράσεις που κατέγραψε είχαν τεράστιο ενδιαφέρον και ομολογώ ότι κάποιες από αυτές θα μπορούσαν να ήταν και οι δικές μου εφόσον μου ζητούσαν να φιλοξενήσω στο σπίτι μου άστεγους. Οι άνθρωποι είναι αρκετά ανοιχτοί (παρόλο που κάποιοι είπαν ότι το σπίτι τους δεν είχε αρκετά τετραγωνικά!) αλλά ζητούσαν να έχουν το δικαίωμα να επιλέξουν ποιους θα φιλοξενούσαν. Ανθρώπινο δεν είναι αυτό; Επίσης, κατά βάθος, μην ξεχνάμε ότι αυτοί οι άνθρωποι πίστεψαν ότι ο νόμος αυτός είχε ψηφιστεί. Τα πρόσφατα γεγονότα που σχετίζονται με το μεταναστευτικό το κατέστησαν πολύ πιστευτό.

ΒΑΛΕΡΙ ΜΠΟΝΕΤΟΝ (Μπεατρις Μπρετζέλ)

Τι ήταν αυτό που σας έκανε να θέλετε να συμμετέχετε στην ταινία; Ο χαρακτήρας, η ιστορία ή η Αλεξάντρα Λεκλέρ;

Κυρίως το γεγονός ότι πρόκειται για μια πολύ καλή κωμωδία. Σπανίζουν πια τέτοιες προτάσεις! Το θέμα της υπέρβασης του εγωισμού ήταν κάτι που ανέκαθεν με ενδιέφερε πολύ: το βρήκα πολύ βαθύ και συγκινητικό. Πολύ συχνά, βλέπω γύρω μου ανθρώπους πολύ έξυπνους με πνευματικό επίπεδο, που όμως στο διά ταύτα είναι εντελώς ωμοί. Υπάρχει ένα παράδοξο ανάμεσα στις επιθυμίες, τον λόγο και τις πράξεις μας. Η Μπεατρίς, που ενσαρκώνω εγώ, είναι μια γυναίκα που γενικά ασχολείται με τα πράγματα. Όταν την ακούει κανείς λέει: «Είναι απίστευτη!» Και μετά αλλάζει γνώμη. Δεν είναι θέμα αν ανήκεις στη δεξιά, στον αριστερά ή οπουδήποτε αλλού. Η ουσία της ιστορίας βρίσκεται αλλού: ουσιαστικά μιλάει για τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τις ευθύνες μας. Η επικαιρότητα με το μεταναστευτικό και οι ανισότητες που δυστυχώς πρόκειται να συνεχιστούν, είναι θέματα που θίγονται στην ταινία.

Η Μπεατρίς είναι ένας ενδιαφέρον άνθρωπος και αυτό φαίνεται και στον τρόπο που ντύνεται: σε όλη την ταινία φοράει μια πορτοκαλί φόρμα που μοιάζει σαν ένα κουκούλι που την προστατεύει από τη σκληρότητα του κόσμου.

Πράγματι, λειτουργεί σαν ένα υπερπροστατευτικό πλέγμα από τις εξωγενείς επιρροές. Υπάρχει μια σαφής αναφορά σε μια σύγχρονη τάση, που απαντάται και στη διακόσμηση και η οποία κυριολεκτικά έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις. Η Μπεατρίς έχει διακοσμήσει το διαμέρισμά της σαν να είναι loft, με κουρτίνες που λειτουργούν σαν παραπετάσματα και τη φόρμα της με τον γούνινο γιακά: μου άρεσε πάρα πολύ ότι η άνεση είναι πρωταρχικής σημασίας για εκείνη.

Επίσης, είναι μια γυναίκα που ξέρει πώς να ακουστεί και λέει τα πράγματα με το όνομά τους σε μια παρέα χαρακτήρων σαν αυτούς που σας εμπιστεύτηκαν στο “Petits Mouchoirs”, στο “Volcan” ή στο “Fais pas ci, fais pas ça”…

Επειδή ίσως, είμαι κι εγώ έτσι σαν άνθρωπος! Πιστεύω ότι η ζωή είναι μικρή, και όσο ζω θα έχω την ανάγκη να εκφράζω πράγματα, να μην εφησυχάζω. Αυτό όμως, δεν σημαίνει ότι μπορώ να γίνω και πάρα πολύ ευγενική. Το μόνο που θέλω είναι τα πράγματα να είναι ξεκάθαρα και όταν επιστρέφω το βράδυ στο σπίτι μου, να νιώθω καλά. Συνεπώς, ναι. Με τραβούν τέτοιοι ρόλοι, μου αρέσει να ενσαρκώνω ειλικρινείς ανθρώπους. Βέβαια, πλέον έχω αρχίσει να αποζητώ και άλλα πράγματα. Θα ήθελα να μου δοθούν ρόλοι πιο δραματικοί, πιο δυνατοί, σαν αυτόν που μου εμπιστεύτηκε ο Ιβάν Ατάλ, μιας γυναίκας που θυμίζει πολύ την Μαρίν ΛεΠέν. Και το “Le Grand Partage” όμως, υπάρχουν κάποιες πτυχές του χαρακτήρα πιο σκοτεινές… Με την Αλεξάντρα συζητήσαμε πάρα πολύ την «τερατώδη» πλευρά των χαρακτήρων.

ΜΙΣΕΛ ΒΙΓΙΕΡΜΟΖ (Γκρέγκορι Μπρετζίλ)

Τι έχετε να πείτε για τον Γκρέγκορι, τον χαρακτήρα που ενσαρκώνετε στην ταινία;

Τον βρήκα πολύ συγκινητικό. Όταν τον φανταζόμασταν με την Αλεξάνδρα, τον οραματιστήκαμε σαν έναν αστό μποέμ τύπο, που μένει στο 6ο διαμέρισμα, που εξακολουθεί να αγοράζει την “Libération”… Έναν συγγραφέα που είναι στη μόδα, που έχει το κοινό του και παρόλα αυτά νιώθει ότι δεν έχει βρει τη θέση που του αρμόζει στον κόσμο. Έναν τύπο ελαφρώς δειλό, κρυμμένο πίσω από τον υπολογιστή του… Όταν έρχεται αντιμέτωπος με την τρομερή κοινωνική πραγματικότητα, μόνο τότε αφυπνίζεται. Επίσης, πρόκειται για έναν χαρακτήρα πάρα πολύ κωμικό. Αυτή την πτυχή δεν την αναλύσαμε ιδιαίτερα με την Αλεξάντρα, γιατί ήταν πολύ προφανής από το σενάριο.

Είναι όμως, και ένας άνθρωπος με συγκεκριμένες πεποιθήσεις και ένας από τους λίγους στην ταινία που τις εφαρμόζει…

Ναι, και είναι αμετακίνητος. Θεωρεί υπέροχο και δίκαιο να φιλοξενήσει στο τεράστιο διαμέρισμά του ανθρώπους που βρίσκονται σε ανάγκη. Αλλά μέχρι ενός σημείου! Το να κάνει την καλή πράξη, να κάνει αυτό που του λέει η συνείδησή του και αυτό που ονειρεύεται να γράψει είναι το μότο του. «Είμαστε αριστεροί» λέει συνέχεια  ζώντας στο πολυτελές διαμέρισμά του για να πειστεί και ο ίδιος. Ακόμα και η διακόσμηση αντιλαλεί αυτή την ιδέα. Την πρώτη φορά που την είδαμε με την Βαλερί, γελάσαμε πάρα πολύ!