Η ταινία «Όλα Θα Πάνε Καλά» (Every Thing Will Be Fine) του Βιμ Βέντερς με τον Τζέιμς Φράνκο παρουσιάζεται στους κινηματογράφους από την Odeon.

Ο υποψήφιος για Όσκαρ Τζέιμς Φράνκο μπλέκει σε ένα συναρπαστικό παιχνίδι ενοχής και συγχώρεσης που του επιφυλάσσει ο σπουδαίος Βιμ Βέντερς, με τις Ρέιτσελ ΜακΆνταμς και Σαρλότ Γκενσμπούργκ να συμπληρώνουν το καστ.

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ.  Ένα αυτοκίνητο σε έναν επαρχιακό δρόμο. Χιονίζει, η ορατότητα είναι περιορισμένη. Ξαφνικά, ένα έλκηθρο γλιστρά, από το πουθενά, σε έναν λόφο. Το αυτοκίνητο σταματά και όλα βυθίζονται στη σιωπή.

Ο οδηγός είναι ένας συγγραφέας, ο Τόμας. Δεν έχει εκείνος ευθύνη για το ατύχημα, αλλά ούτε και ο μικρός Κρίστοφερ, που έπρεπε να φροντίσει να μη βγει στο δρόμο ο αδελφός του, ούτε η μητέρα τους, Κέιτ, που έπρεπε να είχε καλέσει τα παιδιά μέσα νωρίτερα.

Ο Τόμας πέφτει σε κατάθλιψη και το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να γράψει. Έχει, όμως, δικαίωμα να βασίσει το έργο του πάνω σε βιώματα και τη θλίψη των άλλων; Το ταξίδι του θα του αποδείξει ότι δεν είναι απλώς ο χρόνος που γιατρεύει τις πληγές αλλά το κουράγιο να αντιμετωπίσεις το παρελθόν και να συγχωρείς. Ειδικά τον εαυτό σου.

«Δεν διάλεξα εγώ την ιστορία, η ιστορία διάλεξε εμένα»

«Δεν διάλεξα εγώ την ιστορία, η ιστορία διάλεξε εμένα, και μάλιστα αναπάντεχα», λέει ο σκηνοθέτης του «Όλα θα Πάνε Καλά», Βιμ Βέντερς, αναφερόμενος στην τυχαία γνωριμία του με τον Νορβηγό σεναριογράφο Μπιορν Όλαφ Γιοχάνεσεν σε ένα από τα εργαστήρια του Sundance. Ως πρόεδρος της κριτικής επιτροπής, ο Βέντερς βράβευσε την προηγούμενη δουλειά του Γιοχάνεσεν, με τίτλο «Nowhere Man», και, εντυπωσιασμένος από την πρωτότυπη ιδέα, την σωστή δομή και την ποιότητα των διαλόγων, ζήτησε από τον Γιοχάνεσεν να του στείλει το επόμενο σενάριό του. Είχε σχεδόν ξεχάσει την συζήτηση εκείνη, μέχρι που έλαβε το προσχέδιο για το «Every Thing Will Be Fine» τρία χρόνια αργότερα, και σχεδόν αμέσως αποφάσισε να αναλάβει την σκηνοθεσία της ταινίας.

Τι ήταν αυτό που τον τράβηξε τόσο στην ιστορία; «Νομίζω η θεματική της ενοχής, όχι τόσο την ενοχή του συγκεκριμένου άνδρα σε σχέση με το ατύχημα, αλλά την ενοχή που φέρεις σε κάθε δημιουργική δραστηριότητα, όταν “χρησιμοποιείς” την πραγματική ζωή. Επιτρέπεται να χρησιμοποιήσεις στην δουλειά σου αυτό που έχουν βιώσει άλλοι άνθρωποι, μεταμορφώνοντάς το σε τέχνη, μια ιστορία, μια ταινία; Επιτρέπεται να εισαγάγεις τον πόνο του άλλου στην δική σου μυθοπλασία; Το ατύχημα κάνει τον Τόμας καλύτερο συγγραφέα, τον εξελίσσει. Τι ευθύνη έχουμε όταν παίρνουμε την κυριότητα των εμπειριών άλλων ανθρώπων κατά αυτόν τον τρόπο; Δεν είναι μια ερώτηση που συναντά κανείς συχνά. Και έπειτα, υπάρχει και το εξής ερώτημα: ποια είναι η σχέση ανάμεσα σε δύο ξένους που ενώνονται από ένα τραυματικό γεγονός; Πώς επηρεάζουν ο ένας τον άλλο καθώς περνούν τα χρόνια; Μιλάω για το βαθμό στον οποίο αποδεχόμαστε και σεβόμαστε την πραγματικότητα των άλλων ως δική μας πραγματικότητα. Με πόση υπευθυνότητα το αντιμετωπίζουμε αυτό;».

Ξεκινώντας την διαδικασία επέκτασης του σεναρίου (που αποτελούνταν τότε από 12 σύντομα κεφάλαια και μια βασική δομή), ο Βέντερς στράφηκε αμέσως στην ανεύρεση τοποθεσίας, αναπόσπαστο κομμάτι της ίδιας της ιστορίας για τον ίδιο, αφού, όπως λέει, «μόνο όταν ξέρω το πού διαδραματίζεται μια ιστορία, ξέρω και πώς να την κινηματογραφήσω». Καθώς η ιστορία απαιτούσε λοφώδεις, χιονισμένες τοποθεσίες που μπορούσαν να φιλοξενήσουν με ασφάλεια τα γυρίσματα, οι συντελεστές γρήγορα κατέληξαν στον Καναδά και πιο συγκεκριμένα στην μικρή πόλη Όκα, της οποίας η λίμνη παγώνει τον χειμώνα μεταμορφώνοντας εντελώς την γύρω περιοχή. «Μου άρεσε η ιδέα ενός μέρους που αλλάζει απόλυτα με τις εποχές, που έχει έναν εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα όπως περνά ο χρόνος. Και, όντας συχνός επισκέπτης του Καναδά, ήθελα να γυρίσω κάτι εκεί εδώ και 30 χρόνια».

«Η ιστορία πρέπει πάντα να έχει γερές ρίζες στην πραγματικότητα»

Έχοντας στο ενδιάμεσο σκηνοθετήσει τα ντοκιμαντέρ «Pina» και «Το Αλάτι της Γης», ο Βέντερς επέστρεψε στην μυθοπλασία με την ίδια απαράλλαχτη νοοτροπία: η ιστορία πρέπει πάντα να έχει γερές ρίζες στην πραγματικότητα. «Ακόμη και οι καθαρά μυθοπλαστικές μου ταινίες έχουν στοιχεία ντοκιμαντέρ. Η απλή αφήγηση μιας ιστορίας δεν θα μου είναι ποτέ αρκετή. Ήθελα πάντα να μιλήσω για τον χρόνο και, πάνω από όλα, για ένα μέρος», εξηγεί.

Έχοντας ως βασικό κορμό της ιστορίας το πέρασμα συνολικά 12 χρόνων, το «Every Thing Will Be Fine» είναι η ακριβότερη παραγωγή της παραγωγού εταιρείας Neue Road Movies Filmproduktion. Τα γυρίσματα έγιναν σε δύο διαφορετικές χρονικές περιόδους, έτσι ώστε οι συντελεστές να συλλάβουν την αυθεντική εναλλαγή των εποχών, κάτι που δύσκολα θα πετύχαινε το γύρισμα σε εσωτερικά στούντιο. Βέβαια, τα εμπόδια ήταν πολλά: κατά τη διάρκεια της μέρας η θερμοκρασία έπεφτε στους -20, ενώ τη νύχτα έφτανε και στους -30, δημιουργώντας φοβερά δύσκολες συνθήκες για το συνεργείο και τους ηθοποιούς.

Στο «Every Thing Will Be Fine» ο Βέντερς συνεργάζεται για πρώτη φορά με τον διευθυντή φωτογραφίας Μπενουά Ντεμπί και τον βραβευμένο με Όσκαρ, ελληνικής καταγωγής συνθέτη Αλεξάντρ Ντεσπλά. Για την επιλογή του τελευταίου, ο παραγωγός της ταινίας, Τζιαν-Πιέρο Ρίνγκελ, εξηγεί: «Από την αρχή της διαδικασίας, ο Βιμ έλεγε ότι θέλει συμφωνική μουσική. Δεν πιστεύω στην υπερβολική καθοδήγηση του κοινού, αλλά σε ένα τέτοιο σενάριο ένα τέτοιου είδους σάουντρακ ταιριάζει , αφού επικοινωνεί τον εσωτερικό κόσμο του ήρωα. Ο Αλεξάντρ είναι ένας από τους σπουδαιότερους συνθέτες παγκοσμίως, μπορεί να προσαρμοστεί σε κάθε είδους και μεγέθους παραγωγή. Οι συνθέσεις του έχουν ουσία και ψυχή, και υποστηρίζουν την αφήγησή μας».

Τζέιμς Φράνκο, Σαρλότ Γκενσμπούργκ, Ρέιτσελ ΜακΆνταμς

Ο Τζέιμς Φράνκο ήταν η πρώτη επιλογή του Γερμανού σκηνοθέτη για τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Τόμας, η ζωή του οποίου συνιστά την ραχοκοκαλιά της ιστορίας. «Είμαι μεγάλος θαυμαστής του Βιμ εδώ και χρόνια, άρα δεν το σκέφτηκα πολύ πριν συμφωνήσω», λέει ο Φράνκο για την πρόταση. «Φαινόταν ενδιαφέρον σαν ταξίδι, και όλα αυτά που πρόσθεταν στην “μουσική” της ταινίας την έκαναν ακόμη καλύτερη. Το σενάριο ήταν σαν μυθιστόρημα, κάλυπτε μια μεγάλη χρονική περίοδο, κι έτσι τα αίτια και οι συνέπειες των γεγονότων ήταν δοσμένα με τρόπο πιο λεπτεπίλεπτο. Τελικά, μοιάζει περισσότερο με πορτρέτο χαρακτήρων, παρά με μια ιστορία».

Με έναν τραγικό τρόπο, το ατύχημα συνδέει την ζωή του Τόμας με εκείνη της Κέιτ, της μητέρας του παιδιού που χάνει τη ζωή του. «Δεν καταλαβαίνω ακριβώς την σχέση τους, αλλά ήταν ένας από τους λόγους που ήθελα να την υποδυθώ», παραδέχεται η Σαρλότ Γκενσμπούργκ. «Η σύνδεσή τους πάει βαθύτερα από την επίρριψη ευθυνών, είναι όμορφη, συγκλονιστική. Ο Τόμας είναι ο μοναδικός μάρτυρας σε αυτό που της συνέβη. Και τελικά η ταινία μιλά για την ελπίδα και την μοίρα, για το ταξίδι μέσα στο χρόνο και την επούλωση. Αυτό είναι το μόνο που μπορούν να κάνουν μετά από ένα τέτοιο γεγονός: να επουλώσουν τις πληγές τους»

Φυσικά, η παρουσία του ίδιου του Βέντερς στο πρότζεκτ είχε ήδη πείσει την Γαλλίδα ηθοποιό να πει το ναι. «Είναι ένας ζωντανός θρύλος για μένα, έχω δει και αγαπήσει όλες του τις ταινίες. Και έδωσε στα γυρίσματα μια τόσο χαλαρή ατμόσφαιρα που δεν αισθανόμουν καμία νευρικότητα γύρω του».

Αυτή ήταν και η εντύπωση της Ρέιτσελ ΜακΆνταμς, που υποδύεται την σύντροφο του Τόμας την εποχή του ατυχήματος: «Η συνεργασία με τον Βιμ ήταν ένα προνόμιο για μένα. Είναι υπέροχος σαν άνθρωπος και γενναιόδωρος σαν συνεργάτης. Πάντα νιώθεις ελεύθερος να δοκιμάσεις πράγματα στο γύρισμα, με την δική του καθοδήγηση. Έχει μια τόσο μοναδική κινηματογραφική φωνή και πάντα πειραματίζεται με κάτι καινούριο. Στην ιστορία αυτή, που έχει τόσο βάθος και ουσία, ήταν πολύτιμος βοηθός».

Η Μαρί-Ζοζέ Κροζ, η τέταρτη βασική ηθοποιός του καστ, συμφωνεί ότι η εμπειρία της συνεργασίας με τον Βέντερς ήταν «σουρεαλιστική, αλλά και υπέροχη. Η ιστορία είναι τόσο πλούσια και σοφή. Μιλάει για την τραγωδία ως κάθαρση, για το πώς κάθε αρνητικό σού φέρνει και ένα θετικό. Το αντίθετο της ζωής είναι η ακινησία, άρα για μένα η τραγωδία είναι ζωή. Οι άνθρωποι φοβούνται την αλλαγή αλλά οι επώδυνες στιγμές φέρνουν δύναμη και γνώση. Το να αλλάζεις σημαίνει να ζεις».

Έτσι σκέφτεται πια την ταινία και ο Τζέιμς Φράνκο: ως έναν «διαλογισμό για τη ζωή. Υπάρχει πολλή θλίψη αλλά και πολλή χαρά στη ζωή. Η ιστορία μιλά για την αποδοχή της ζωής, της απώλειας, της επιτυχίας – αν το καταφέρεις αυτό, όλα θα πάνε καλά».

Σκηνοθεσία Βιμ Βέντερς

Σενάριο Μπιορν Όλαφ Γιοχάνεσεν

Παραγωγή Τζιαν-Πιέρο Ρίνγκελ

Ηθοποιοί Τζέιμς Φράνκο

Σαρλότ Γκενσμπούργκ

Ρέιτσελ ΜακΆνταμς

Μαρί-Ζοζέ Κροζ

Μοντάζ Τόνι Φροσάμερ

Φωτογραφία Μπενουά Ντέμπι

Σκηνικά Εμανουέλ Φρεσέτ

Σεμπάστιαν Σούκαπ

Διάρκεια 118’

Διανομή Odeon