Ο Ειρηναίος Βρούσγος στη συλλογή του «Οι Πεινασμένοι» πραγματεύεται ιδέες πανταχού παρούσες στην ποίηση της δικής του και άλλων εποχών, επιλέγοντας διαφορετικές εκφάνσεις του Συν και του Πλην (Έρωτας και απουσία Έρωτα, Ζωή- Θάνατος, Τάξη- Αταξία). Άλλες φορές η απουσία προτιμάται, όπως για παράδειγμα -στο θεματικό κύκλο του τίτλου- η «πείνα» δεν θα είχε νόημα αν ήμασταν κορεσμένοι (Αν χορτάσουμε τι θα απογίνει η πείνα;) ή η Ανάσταση, αν δεν μνημόνευε την απουσία του Θανάτου (Το μνημόσυνο του Θανάτου). Άλλες φορές φωτίζονται τα άκρα του συνεχούς μέσα από ένα κοινό σημείο: Ξέρεις,/ έχουν κάτι κοινό./ Ο αδηφάγος κι ο νηστευτής,/ χώνεψαν την απόλαυση.  

Από άποψη ρυθμού, τα πιο πεζολογικά ποιητικά κείμενα της συλλογής ρέουν απρόσκοπτα και προδιαθέτουν ακόμη και για ‘δυνατή’ ανάγνωση. Ίσως η έλλειψη σημείων στίξης να συμβάλλει σε αυτή την ασθματική διάθεση οπτικά. Στα πιο εκτεταμένα αυτά κείμενα ο ποιητής λύνει με έξυπνο τρόπο το πρόβλημα της σύνδεσης των λέξεων: η χρήση του «και» και η επανάληψη λέξεων γίνεται έντεχνα και τελικά οι επαναλαμβανόμενες λέξεις φωτίζονται πολύτροπα, ανάλογα με τις λέξεις-δορυφόρους («ξερίζωνε το γράμμα γ και το ε ξερίζωνε τις λέξεις εγώ εγώ εγώ»). Ακόμη και στα πιο στιχόμορφα ποιήματα η επανάληψη είναι αυτή που επιτυχώς κυκλο-φορεί το ποίημα, κατορθώνοντας έναν από-τα-έξω, κάθετο και όχι οριζόντιο, έλεγχο του ρυθμού: Χαιρόταν να βρίσκεται με ανθρώπους./ Γύρω από τραπέζι, σε σαλόνι, σε χώρους αναμονής,/ οπουδήποτε./ Και μ’ όποιους ανθρώπους./ Απλά να βρίσκεται με ανθρώπους.

Αυτή είναι μάλλον η αρετή η πιο υποσχόμενη της ποίησης του Βρούσγου: ένας παλλόμενος ρυθμός που χωρίς πολλά τεχνικά μέσα πετυχαίνει μια καλή ισορροπία ρυθμού και φωνής τις περισσότερες φορές (ο μεγάλος Φράχτης./ Να φράζει κάθε λογής απρεπείς συμπεριφορές/ να φράζει τάσεις και ανάρμοστες ορμές/ να φράζει συσχετίσεις και συντάξεις/ και σχέσεις συγκρουσιακές). Παρατηρούμε, δηλαδή, τη χρήση της επανάληψης και τη σύνδεση με «και» σε άλλα ποιήματα να καθιστά το ανάγνωσμα αβίαστα ρέον και σε άλλα να διαταράσσει την ποιητική φωνή. Για παράδειγμα, στα ποιήματα Ο Χορός και Τα παιδιά η χρήση των συνεκτικών αυτών στοιχείων έχει άμεσο αντίκτυπο στη φωνή που αποκτά μεταφυσική χροιά, σαν να εξυψώνεται από την περίσταση και παντογνωστικά να περιγράφει ό,τι επαναλαμβάνεται αιώνια. Εν αντιθέσει αυτή η καλή ροή, που είναι και αποτέλεσμα ισορροπίας μεταξύ χρονικών διαστημάτων και παύσεων που προσιδιάζουν σε αφήγηση, διασαλεύεται όταν ο ποιητής (δεν ελέγχει αλλά) ελέγχεται από το σημασιακό φορτίο (λόγου χάρη στο ποίημα Γυάλινη). Σε τέτοιες στιγμές η φωνή γίνεται πολύ προσωπική, όχι όμως χαμηλόφωνα προσωπική, με αποτέλεσμα να διασπάται η αναγνωστική συμμετοχή (Σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό το ποίημα. Σ’ ευχαριστώ που/ με διέγραψες. Σ’ ευχαριστώ που το αόρατο εξαφάνισε το ορατό.) Στο φάσμα της επιτυχημένης χρήσης της επανάληψης και του «και» θα έθετα και κάποιους στίχους, δηλωτικούς μιας κάποιας εικονικής τολμηρότητας (Σώμα και σώμα/ και σώμα και/ σώμα), ή αναμόρφωσης κατεστημένου νοήματος (Από σένα να φεύγω και σ’ εσένα να γυρνώ./ Να είμαι ο άσωτος και ο υιός.)

Ως προς το συναισθηματικό περιεχόμενο των ποιημάτων, ορισμένες ποιητικές σκέψεις πλησιάζουν το συγκινησιακό στοιχείο της σκέψης του Παπαδιαμάντη, όταν περιγράφει, για παράδειγμα, τον έρωτα στην τρίτη ηλικία («Έρωτας στα χιόνια»). Ο ποιητής διακατέχεται από το συναίσθημα, το καταγράφει πιστά, όμως δεν διεισδύει στη μνήμη του αναγνώστη σε σημείο ώστε να την αναμορφώσει, ώστε να αποτελέσει πλέον μέρος της προς ανάσυρση ανάμνησης.

 

Αναφορικά με το νοηματικό μέρος των αναγραφόμενων σκέψεων, οι περισσότερες συνιστούν κάτι που θα επονομάζαμε ‘γενικές αλήθειες’∙ ο αναγνώστης καταφάσκει εν τη αναγνώσει, μοιράζεται τη διαπίστωση, όμως δεν αναστατώνεται. Το θέμα όμως εδώ είναι κατά τη γνώμη μου ποιες από τις σκέψεις αυτές θα έπρεπε εξ αρχής να επιλεγούν εκ μέρους του ποιητή ως άξιες για να καταστήσουν ποιητικό αντικείμενο: κάθε διαπίστωση που θίγει περισσότερο το καθ’ όλου (παρά το εν μέρει) δεν σημαίνει ότι απαραίτητα μπορεί να ανυψωθεί σε αντικείμενο ποίησης. Είναι φανερό ότι ο ποιητής αποσκοπεί σε μια υφέρπουσα ειρωνεία, η οποία όμως είτε δεν στοχεύει στα κατάλληλα θέματα είτε δεν πλάθεται με τις κατάλληλες λέξεις (Η ανάγκη/ σε κάνει άνθρωπο./ Και σε ξεκάνει.) Πιθανότατα η συλλογή να ήταν πιο μεστή (και αποκαλυπτική) κατόπιν προσεκτικής επιλογής (όχι στίχων αλλά) ποιημάτων. Διότι κάποια από αυτά είναι αποκαλυπτικά. (Από την άλλη πλευρά, θα μπορούσε να πει κάποιος, η προβολή των γυμνασμάτων είναι και αυτή στοιχείο απαραίτητο για να αντιληφθούμε κατόπιν την εξέλιξη του συγκεκριμένου ποιητή -γιατί διαβάζουμε τα Κρυμμένα του Καβάφη και τα Ανώριμα του Σολωμού άλλωστε;) Ίδιου τύπου παρατήρηση μπορεί να γίνει και αναφορικά με την επιλογή χωρίων από τα οποία αφορμάται ο ποιητής για τη σύνθεση (που κυμαίνονται από Ταρκόφσκι μέχρι Καινή Διαθήκη): η αποφθεγματικότητα των χωρίων εν τέλει κατά-σκεπάζει τα ποιήματα, που δεν καταφέρνουν ούτε να ανανεώσουν ούτε να αποκαλύψουν μια νέα πτυχή των μνημονευόμενων στίχων.

Σε ορισμένα ποιήματα όμως όντως επιλέγεται η πτυχή ενός θέματος που τελικά κοινωνείται και υπόσχεται για μελλοντική ποίηση: Για παράδειγμα, η φιλοσοφική σκέψη περί Σκόνης, που τελικά συνιστά την Τέχνη (Κι η τέχνη είναι τα τρίμματα./ Που ξεγλιστρούν απ’ το χτίσιμο των ανθρώπων./ Μήτε θεός γκρεμίστηκε μήτε χτίστηκε άνθρωπος) ή η αξιολογική κρίση μεταξύ Επιλογής, Έρωτα και Αγάπης, που αιφνιδιαστικά και κυκλικά κρίνει την Αγάπη σπουδαιότερη της Επιλογής. Αυτό που αναμένουμε από τον ποιητή είναι ο συνδυασμός τέτοιων θεμάτων με τον προαναφερθέντα απρόσκοπτο ρυθμό που πετυχαίνει, που δίνει μεν την αίσθηση του ανεπιτήδευτου, αλλά δεν κατακτάται εύκολα.

H ποιητική συλλογή “Οι πεινασμένοι”, του Ειρηναίου Βρούσγου, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν.