Ο βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθέτης Κάμερον Κρόου (“Almost Famous”) επιστρέφει με μια αληθινή ιστορία για την αναζήτηση της ευτυχίας,

τη δύναμη της οικογένειας και τον θρίαμβο της ελπίδας. Πρωταγωνιστούν οι Ματ Ντέιμον (“Hereafter”), Σκάρλετ Τζοχάνσον (“Iron Man 2”) και Ελ Φάνινγκ (“Super 8”).

Ένας πατέρας ο οποίος έχει μείνει χήρος, αγοράζει έναν ερειπωμένο ζωολογικό κήπο ελπίζοντας σε μια νέα αρχή. Καθώς όμως έρχεται αντιμέτωπος με αμέτρητα εμπόδια για να καταφέρει να κρατήσει τον ζωολογικό κήπο ανοιχτό, πρέπει ταυτόχρονα να βρει το κουράγιο να αφοσιωθεί ξανά στα παιδιά του και στη νέα τους ζωή.

Ο Σκηνοθέτης

Ο Κάμερον Κρόου γεννήθηκε στην Καλιφόρνια το 1957. Μόλις τελείωσε το γυμνάσιο, σε ηλικία 15 ετών, άρχισε να συνεργάζεται με το περιοδικό Rolling Stone. Στα 22 του αποφάσισε να εκδώσει ένα βιβλίο γύρω από την εφηβεία, και ξαναγράφτηκε σε ένα σχολείο της περιοχής υποδυόμενος το μαθητή, προκειμένου να κάνει έρευνα. Το βιβλίο έγινε best seller και πάνω του βασίστηκε η ταινία “Ridgemont High” με τους Σον Πεν και Τζένιφερ Τζέισον Λι, που έκανε αίσθηση στην εποχή της (1982) και χάρισε στον Κρόου μια υποψηφιότητα καλύτερου σεναρίου στα Writers Guild of America.
O Κρόου έκανε τις πρώτες του σκηνοθετικές απόπειρες με τις ταινίες  ”Say Anything” (1989) και “Singles” (1992), αλλά ήταν η επόμενη ταινία, “Jerry Maguire” με τον Τομ Κρουζ και τη Ρενέ Ζελβέγκερ που τον έκανε γνωστό, καθώς ήταν υποψήφιο για 5 Όσκαρ, ενώ με τo αυτοβιογραφικό “Almost Famous” το 2000 ο Κρόου κέρδισε το χρυσό αγαλματίδιο καλύτερου σεναρίου. Ακολούθησε η εμπορική επιτυχία “Vanilla Sky” με τον Τομ Κρουζ και την Πενέλοπε Κρουζ, και η ρομαντική/δραματική κομεντί “Elizabethtown” με τους Ορλάντο Μπλουμ και Κίρστεν Ντανστ.

Ο Κρόου έχει επίσης σκηνοθετήσει δύο ντοκιμαντέρ, το “The Union” γύρω από τη συνεργασία του Έλτον Τζον και του Λέον Ράσελ, και το “Pearl Jam Twenty”, μια ρετροσπεκτίβα με αφορμή την εικοστή επέτειο του ομώνυμου ροκ συγκροτήματος.
Το 1999 ο Κρόου έγραψε το βιβλίο “Conversations with Billy Wilder”, μια σειρά συνεντεύξεων με το θρυλικό σκηνοθέτη του “Μερικοί Το Προτιμούν Καυτό”.

Οι Ηθοποιοί

Ο Mατ Ντέιμον γεννήθηκε το 1970 στη Βοστώνη και ακολούθησε σπουδές στο πανεπιστήμιο του Harvard. Η πρώτη του εμπειρία στην υποκριτική, ήταν η συμμετοχή του στο θίασο American Repertory Theatre. Η πρώτη κινηματογραφική συμμετοχή ήταν στην ταινία του 1988 “Mystic Pizza” με την Τζούλια Ρόμπερτς. Ακολούθησαν μικροί ρόλοι σε κινηματογραφικές και τηλεοπτικές ταινίες, μέχρι το 1997, χρονιά στην οποία έγραψαν με τον παιδικό του φίλο Μπεν Άφλεκ το σενάριο της ταινίας “Good Will Hunting”, όπου συμπρωταγωνιστούσαν. Την ταινία σκηνοθέτησε ο Γκας Βαν Σαντ και ήταν υποψήφια για 9 Όσκαρ, από τα οποία κέρδισε το Όσκαρ σεναρίου και β’ ανδρικού ρόλου για τον Ρόμπι Γουίλιαμς. Ο Ντέιμον ήταν επίσης υποψήφιος για Όσκαρ Α’ ανδρικού και Χρυσή Σφαίρα.

Στη συνέχεια ο Ντέιμον πρωταγωνίστησε στις ταινίες “The Rainmaker” του Κόπολα, “The Talented Mr. Ripley” του Α. Μινγκέλα (υποψήφιος για Χρυσή Σφαίρα), “Chasing Amy” και “Dogma” του Κέβιν Σμιθ, “Saving Private Ryan” του Σπίλμπεργκ, “All The Pretty Horses” του Μπίλι Μπομπ Θόρντον, “The Brothers Grimm” του Τέρι Γκίλιαμ, “Confessions of A Dangerous Mind”του Κλούνεϊ, ”Syriana”, “The Departed” του Μάρτιν Σκορσέζε, “The Good Shepherd”του Ντε Νίρο, “Ocean’s Eleven” και στα δύο sequel που ακολούθησαν, καθώς και στο “The Informant!” του Σόντερμπεργκ, “True Grit” των αδελφών Κοέν, “Invictus” (υποψήφιος για Όσκαρ Β’ ανδρικού ρόλου) και “Hereafter” του Κ. Ίστγουντ. Έχει επίσης πρωταγωνιστήσει στην τριλογία ”The Bourne Identity”, ”The Bourne Supremacy”και ”The Bourne Ultimatum”.

Ο Ντέιμον μαζί με τον Μπεν Άφλεκ έχουν ιδρύσει την εταιρεία παραγωγής LivePlanet, με την οποία δημιούργησαν την (υποψήφια για Emmy) τηλεοπτική σειρά Project Greenlight που καταγράφει την προσπάθεια νέων κινηματογραφιστών να γυρίσουν την πρώτη τους ταινία.

Προσεχώς θα τον δούμε στις ταινίες “Elysium” δίπλα στην Τζόντι Φόστερ, “Behind the Candelabra” του Σόντερμπεργκ, γύρω από τη ζωή του πιανίστα Λιμπεράτσε, και “Promised Land” του Γκας Βαν Σαντ.

Η Σκάρλετ Τζοχάνσον γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1984 και ξεκίνησε την καριέρα της στην ηθοποιία στην ηλικία των 8 χρόνων, όταν έπαιξε στο θέατρο μαζί με  τον Ίθαν Χοκ. Στον κινηματογράφο, η εμφάνιση που την έκανε πιο γνωστή στο κοινό ήταν το 1998, στο “The Horse Whisperer” του Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Έκτοτε έχει παίξει σε ταινίες όπως  “The Man Who Wasn’t There”, “Lost in Translation”, “In Good Company”, “The Island”, “Scoop”, “A Love Song For Bobby Long”, “Match Point”, “Girl With The Pearl Earring”, “The Black Dahlia”, “The Prestige”, “The Other Boleyn Girl”, “Vicky Cristina Barcelona”, “He’s Just Not That Into You”, “Iron Man 2”. Ανάμεσα σε άλλες, έχει λάβει 4 υποψηφιότητες για Χρυσή Σφαίρα, ενώ για την ερμηνεία της στην ταινία “Lost In Translation” της Σοφία Κόπολα, δίπλα στον Μπιλ Μάρεϊ, έχει κερδίσει το BAFTA καθώς και το βραβείο ανερχόμενης ηθοποιού στο φεστιβάλ της Βενετίας.

Προσεχώς θα τη δούμε στις ταινίες “Avengers” δίπλα στον Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ, στο θρίλερ “Under The Skin”, στο “Alfred Hitchcock and the Making of Psycho” του Σάσα Γκερβάζι με την Τζέσικα Μπίελ και τον Άντονι Χόπκινς, και στην κωμωδία του Τζόζεφ Γκόρντον Λέβιτ “Don Jon’s Addiction” με τον οποίο θα συμπρωταγωνιστεί.

Η Ελ Φάνινγκ γεννήθηκε το 1998 και έκανε την πρώτη της εμφάνιση στη μεγάλη οθόνη το 2001, όταν υποδύθηκε την αδελφή της Ντακότα Φάνινγκ σε μικρότερη ηλικία, στην ταινία “I Am Sam”, με τον Σον Πεν και την Μισέλ Φάιφερ. Έκτοτε έχει πρωταγωνιστήσει σε τηλεοπτικές σειρές όπως “Criminal Minds”, “Dirty Sexy Money”, The Lost Room”, “Judging May”, “CSI NY”, και “Law & Order”. Επίσης έχει συμμετάσχει σε ταινίες όπως “Daddy Day Care” με τον Έντι Μέρφι και την Αντζέλικα Χιούστον, “Babel” του Αλεχάντρο Ινιάριτου με τον Μπρατ Πιτ και την Κέιτ Μπλάνσετ, “Déjà vu” του Τόνι Σκοτ με τον Ντένζελ Ουάσινγκτον και τον Τζιμ Καβίζελ, “Reservation Road” με τον Γιοακίν Φίνιξ, τον Μαρκ Ράφαλο και την Τζένιφερ Κόνελι, “The Curious Case of Benjamin Button” του Ντέιβιντ Φίντσερ, “Somewhere” της Σοφία Κόπολα με τον Στίβεν Ντορφ, στο θρίλερ του Τζέι Τζέι Έιμπραμς “Super 8”, και στο θρίλερ “Twixt” του Φράνσις Φορντ Κόπολα με τον Βαλ Κίλμερ. Προσεχώς θα τη δούμε στις ταινίες “Bomb” της Σάλι Πότερ δίπλα στις Κριστίνα Χέντρικς και Ανέτ Μπένινγκ, και στο “A Pure Life” μαζί με τη Βέρα Φαρμίγκα.

Ο Ζωολογικός Μας Κήπος: Μια Αληθινή Ιστορία

Το 2006 ο Μπέντζαμιν Μι, ένας βρετανός αρθρογράφος της εφημερίδας Guardian, αποφάσισε να ξεβολέψει την οικογένειά του από μια όμορφη και φιλήσυχη ζωή στη Νότια Γαλλία, και να τη μεταφέρει στον ερειπωμένο ζωολογικό κήπο Ντάρτμουρ, στην αγγλική εξοχή του Ντέβον.

Η οικογένεια του Μπέντζαμιν αποτελείτο από τη γυναίκα του, Κάθριν, τη μητέρα του, τον αδελφό του Ντάνκαν και τα δυο μικρά του παιδιά, την Έλα και τον Μίλο. «Εκείνη την εποχή, αποφασίσαμε με την οικογένειά μου να αγοράσουμε ένα ζωολογικό κήπο, μια απόφαση όμως που ήταν σχεδόν τυχαία», θυμάται ο Μι. «Ψάχναμε ένα μεγάλο σπίτι στο οποίο να μπορεί να ζει η μητέρα μου μαζί με όλη την οικογένεια, μετά το θάνατο του πατέρα μου. Ανάμεσα στις πολλές επιλογές που μας έστειλε ο κτηματομεσίτης, ήταν και αυτή η υπέροχη περίπτωση: επρόκειτο για ένα παλιό αρχοντικό με δώδεκα δωμάτια κι έναν κήπο 30 στρεμμάτων, στη μέση της εξοχής», συνεχίζει. «Το μοναδικό πρόβλημα ήταν τα 250 άγρια ζώα που κατοικούσαν στον τεράστιο αυτό κήπο. Κοίταζες την κάτοψη του κτιρίου κι έβλεπες την κουζίνα, τα μπάνια, τα δωμάτια …και τα κλουβιά των ζώων. Στην αρχή γελάσαμε, αλλά είπαμε να πάμε να το δούμε. Αγαπούσαμε πολύ τα ζώα, και μόλις είδαμε το μέρος το ερωτευτήκαμε αμέσως: ξέραμε ότι έπρεπε να το αναλάβουμε. Μας ενημέρωσαν ότι αν δεν το αγόραζε κανείς, ο ζωολογικός κήπος θα έκλεινε και τα μισά ζώα θα θανατώνονταν, γιατί είναι πραγματικά δύσκολο να βρεις «σπίτι» για τέτοιου είδους ζώα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Κατά κάποιο τρόπο μας φάνηκε σαν να είχαμε μια αποστολή: να σταματήσουμε τις διαδικασίες για να σώσουμε το μέρος αυτό».

Λίγους μήνες μετά την αγορά του ζωολογικού κήπου, η Κάθριν, η γυναίκα του Μπέντζαμιν, που ανάρρωνε από καρκίνο, αρρώστησε και πάλι και πέθανε στην ηλικία των 40 χρόνων. Τρεις μήνες αργότερα, ο Μι άνοιξε το ζωολογικό κήπο.
Ο Μι θεωρεί ότι τα επικείμενα εγκαίνια του κήπου υπήρξαν ένας καλός περισπασμός από τη θλίψη, που λειτούργησε θετικά τόσο για τον ίδιο όσο και για την οικογένειά του. «Το να δουλέψουμε τόσο κοντά σε ζώα που εξαρτιόντουσαν από εμας, ήταν μια πολύ καθαρτική διαδικασία. Παρά το γεγονός ότι ζούσαμε μέσα σε πένθος, μπορούσαμε να κοιτάμε έξω από το παράθυρο και να βλέπουμε τη ζωή να εξελίσσεται. Υπήρχε ένα πηγαινέλα ανθρώπων που έρχονταν να ταΐσουν και να φροντίσουν τα ζώα. Όλα αυτά σε κρατάνε σε επαφή με ολόκληρο τον κύκλο της ζωής. Είναι ένα καλό περιβάλλον για να αναρρώσει κανείς».

Ως έμπειρος δημοσιογράφος και αρθρογράφος, ο Μι ήξερε καλά, πριν ακόμα αγοράσει το ζωολογικό κήπο, ότι θα μπορούσε να γράψει ένα βιβλίο με αυτή του την εμπειρία – αρχικά όμως ήθελε να γράφει μια στήλη σε εφημερίδα. «Πίστευα ότι αυτό θα μπορούσε να είναι ένα ενδιαφέρον θέμα, με πολύ υλικό – παρόλο που ακόμα κι όταν αγοράστηκαν τα δικαιώματα στο Χόλιγουντ, δεν περίμενα ότι θα πραγματοποιείτο ποτέ. Και όταν άρχισε να πραγματοποιείται, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα έφτανε σε τόσο υψηλό επίπεδο, ξεκινώντας από το σκηνοθέτη και τους καταπληκτικούς ηθοποιούς που επιλέχτηκαν».
Η αληθινή περιπέτεια του Μι εξιστορείται στο αυτοβιογραφικό best seller “We Bought a Zoo: The amazing True Story of a Broken-Down Zoo, and the 200 Animals That Changed a Family Forever”.  Λίγο πριν την κυκλοφορία του βιβλίου, η ιστορία του Μπέντζαμιν Μι καταγράφηκε σε μια σειρά τηλεοπτικών ντοκιμαντέρ του BBC, με τίτλο “Ben’s Zoo”. Έκτοτε, ο Μι μοιράζει το χρόνο του ανάμεσα στη διαχείριση του κήπου και τις δημόσιες ομιλίες, κατά τη διάρκεια των οποίων επικεντρώνεται στο να ενθαρρύνει τους άλλους να κυνηγήσουν τα όνειρά τους. «Είμαι πολύ πεισματάρης στο να μην υποχωρώ όταν οι άλλοι μου λένε ότι κάτι είναι αδύνατο. Φυσικά και θα αποτύχεις, αν εγκαταλείψεις την προσπάθεια. Αν προσπαθήσεις όμως έχεις πάντα μια πιθανότητα, ακόμα κι αν ο στόχος μοιάζει τελείως αδύνατος. Αν ο κόσμος εμπνέεται από αυτό το μήνυμα, χαίρομαι ιδιαιτέρως, κι αν μπορώ να εμψυχώσω τους ανθρώπους έστω και σε μικρό βαθμό να κυνηγήσουν τα όνειρά τους, και το προσπαθούν παρά τις αντιξοότητες, είμαι πραγματικά ευτυχισμένος».

Λίγα λόγια για την παραγωγή

“Ο Ζωολογικός Μας Κήπος“ είναι μια αστεία και αληθινή ιστορία που εμπνέει, μιλώντας για τη μαγική δύναμη μιας οικογένειας να αντισταθεί με επιμονή μπροστά σε τεράστιες προκλήσεις. Είναι η πρώτη ταινία του αναγνωρισμένου σκηνοθέτη Κάμερον Κρόου που απευθύνεται σε όλη την οικογένεια, όπου ο Ματ Ντέιμον υποδύεται ένα χήρο πατέρα που, προσπαθώντας να προσφέρει στην οικογένειά του μια νέα αρχή, μετακομίζει σ’ ένα σπίτι που βρίσκεται στη μέση ενός ζωολογικού κήπου, και μαζί με τα παιδιά του προσπαθούν να επαναφέρουν τον κήπο στη χαμένη του αίγλη.

Στη ταινία, ο Μι (Ντέιμον) είναι ένας δημοσιογράφος και ταξιδιωτικός συγγραφέας, εραστής της περιπέτειας, που ζει στο Λος Άντζελες και αντιμετωπίζει τη μεγαλύτερη περιπέτεια απ’ όλες: το να μεγαλώσει τα δυο μικρά παιδιά του. Ελπίζοντας ότι μια καινούργια αρχή και μια νέα ζωή θα επαναφέρει την ατμόσφαιρα μιας κανονικής οικογένειας, ο Μι αφήνει τη δουλειά του και αγοράζει ένα παλιό αγροτόσπιτο, με ένα πολύ ασυνήθιστο εξτρά: στον κήπο των 18 στρεμμάτων στεγάζεται ένας ζωολογικός κήπος με δεκάδες ζώα, τα οποία φροντίζει η ζωολόγος Κέλι Φόστερ (Σκάρλετ Τζοχάνσον) και η αφοσιωμένη ομάδα της.

Χωρίς καμία εμπειρία, με πολύ περιορισμένο χρόνο κι έναν εξανεμισμένο προϋπολογισμό, ο Μι επικεντρώνεται στη διάσωση του ζωολογικού κήπου με τη βοήθεια της οικογένειάς του, αλλά και της τοπικής κοινότητας. Ο Μι έχει πάψει πια να κάνει ρεπορτάζ περιπετειών, γιατί τώρα πια… ζει τη δική του.

Η άποψη του σκηνοθέτη

Ο Ζωολογικός μας Κήπος“ είναι μια στροφή στη θεματολογία του σκηνοθέτη Κάμερον Κρόου, καθώς στις προηγούμενες ταινίες του, όπως στο “Jerry Maguire” και στο “Almost Famous” αφηγείτο βαθιά προσωπικές ιστορίες. Το “Almost Famous” για παράδειγμα, βασιζόταν στις εμπειρίες του Κρόου από την εποχή που δούλευε ως νεαρός ρεπόρτερ για το περιοδικό Rolling Stone – αντιθέτως, αυτή η ταινία είναι βασισμένη στο best seller κάποιου άλλου. «Είναι ένα διαφορετικό είδος ταινίας για μένα, από την άποψη ότι δεν είναι προσωπική», επιβεβαιώνει ο Κρόου. «Αυτή η ταινία γεννήθηκε από την επιθυμία να διηγηθούμε την ιστορία του Μπέντζαμιν Μι».

Κατά τη διάρκεια όμως της συγγραφής του σεναρίου και της σκηνοθεσίας της ταινίας όμως, ο Κρόου αντιλήφθηκε με έκπληξη ότι «Στο τέλος, η αφήγηση της ιστορίας του Μπέντζαμιν κατέληξε τόσο προσωπική, σαν να την είχα ζήσει εγώ. Ένας από τους λόγους που την επέλεξα ήταν γιατί ήθελα να δώσω χαρά στον κόσμο. Αυτό που μου αρέσει στο “We Bought A Zoo” είναι ότι σου επιτρέπει να νιώθεις ευχαρίστηση – να καταλαβαίνεις τι σημαίνει να είσαι ζωντανός, και το να μετατρέπεις την απώλεια σε κάτι που σε εμπνέει να συνεχίσεις», εξηγεί. «Η ιστορία σε γεμίζει με την αγάπη για τη ζωή, για τους ανθρώπους και τα ζώα. Επίσης μιλάει για τα ρίσκα που παίρνουμε: πολλά καταπληκτικά πράγματα έχουν γίνει από ανθρώπους που πήραν απίστευτα ρίσκα. Επιπλέον, η ιστορία και οι χαρακτήρες είναι όλα όσα αγαπώ στις ταινίες».

Το σενάριο το ανέλαβε η Αλίν Μπρος ΜακΚένα (“The Devil Wears Prada”, “27 Dresses”), που αμέσως βρήκε αυτή την ιστορία «Καταπληκτική και ανθρώπινη, αστεία αλλά και συγκινητική. Είναι μια κλασική περίπτωση κάποιου που είναι σαν το ψάρι έξω από το νερό. Ο Μπέντζαμιν βρίσκεται σε ένα μέρος για το οποίο δε γνωρίζει καθόλου. Αυτό που κάνει είναι λίγο τρελό, αλλά τρελό με την καλή έννοια, αφού σε πηγαίνει στα «παρασκήνια» ενός ζωολογικού κήπου και σου δείχνει τι ακριβώς αντιμετωπίζουν όσοι ζουν εκεί κάθε μέρα. Από την άλλη, το να έχεις ένα ζωολογικό κήπο στο πίσω μέρος του σπιτιού σου, είναι ένα είδος φαντασίωσης για όλους: είναι συναρπαστικό να μπορείς να έχεις όλα αυτά τα εξωτικά ζώα ως προέκταση της οικογένειάς σου».

Αφού ο Κρόου διάβασε το σενάριο, φάνηκε σαν η θέληση και η αποφασιστικότητα του Μπέντζαμιν Μι, καθώς και η μαγεία και η ποίηση του μέρους εκείνου, να επηρέασαν το σκηνοθέτη. Ως κινηματογραφιστής, οι εικόνες αυτές άρχισαν να του μιλούν. «Το σενάριο της Αλίν είναι βασισμένο στους χαρακτήρες, και το στοιχείο αυτό μου θύμισε τις αγαπημένες μου ταινίες», λέει ο Κρόου. «Ο συνδυασμός του σεναρίου της και το βιβλίο του Μι με έβαλαν βαθιά μέσα στην ιστορία, καθώς και τα δύο ήταν πολλά υποσχόμενα. Μπορούσα να «ακούσω τη μουσική» και να νιώσω την αγάπη της οικογένειας Μι». Ο Κρόου έπειτα πήρε το σενάριο και το πέρασε από το δικό του φίλτρο. Θέλησε να τιμήσει το κείμενο της Αλίν, αλλά ταυτόχρονα και να εμβαθύνει στο χαρακτήρα του Μπέντζαμιν, στην κινητήριο δύναμή του, χωρίς όμως να χάσει τη μαγεία ή την ποίηση.

Οι φίλοι μας τα ζώα

Η ταινία γυρίστηκε αρχικά σε διάφορα σημεία γύρω από το Λος Άντζελες, προτού η παραγωγή μετακομίσει βόρεια, στο Greenfield Ranch, όπου κατασκευάστηκε το σετ του ζωολογικού πάρκου Rosemoor. Η έρευνα του κατάλληλου χώρου για την ταινία υπήρξε μια πρόκληση, κι όταν βρέθηκε, το μόνο που υπήρχε ήταν μια έκταση γεμάτη χορτάρια ύψους ενάμισι μέτρου, και φίδια. Το σετ χρειάστηκε 9 μήνες για να κατασκευαστεί, και όταν ολοκληρώθηκε περιείχε περιφραγμένους χώρους για τα ζώα, μονοπάτια, λιμνούλες και ποταμάκια, χλωρίδα και πανίδα διαφορετικών ειδών, έναν πύργο παρατήρησης, έναν κήπο με γλυπτά και ένα αμφιθέατρο. Η εκσκαφή και η κατασκευή έγινε σε τέσσερις μήνες, κατά τους οποίους εργάστηκαν 140 ξυλουργοί, ζωγράφοι, φροντιστές, σοβατζήδες, γλύπτες και τοπογράφοι.

Η ομάδα παραγωγής έκανε εκτενή έρευνα προκειμένου να επιλέξουν σωστά το κατάλληλο μέρος για να τοποθετήσουν τα ζώα, και συνεργάστηκαν στενά με τον εκπαιδευτή ζώων Μαρκ Φορμπς. «Μη βάλεις τις τίγρεις κοντά στις αρκούδες. Μην αφήσεις τα λιοντάρια να έχουν οπτική επαφή με τις τίγρεις. Και ποτέ, μα ποτέ, μα ποτέ, μην αφήσεις τα λιοντάρια, τις τίγρεις και τις αρκούδες να δουν οπληφόρα ζώα». Στο τέλος όμως, παρόλο που χρειάστηκε πολύ χρόνος για να σχεδιαστούν όλα, πήγαν όλα καλά. Ο Φορμπς, που είναι σπεσιαλίστας σε ζώα που χρησιμοποιούνται σε κινηματογραφικές παραγωγές, δούλεψε με μια ομάδα 30 συνεργατών προκειμένου να εκπαιδεύσουν τα 75 ζώα της ταινίας, ανάμεσα στα οποία ένα λιοντάρι, τίγρεις της Βεγγάλης, αρκούδες Γκρίζλι, αφρικανικούς γύπες, μαϊμούδες καπουτσίνους της Κεντρικής Αμερικής, μπαμπουίνους, μπούφους της Ευρασίας, ακανθόχοιρους, ασιατικές βίδρες, αυτοκρατορικές ζέβρες, στρουθοκαμήλους, ροζ φλαμίνγκο της Χιλής, μπλε παγώνια της Ινδίας, έναν ινδικό βου Ζεμπού, καμήλες δρομείς, αιγοκαμήλους αλπάκα, ένα καγκουρό, μία λεοπάρδαλη, μία κόκκινη αλεπού και έναν κόκκινο παπαγάλο Μακάο.

Σκηνοθεσία: Κάμερον Κρόου
Σενάριο: Αλίν Μπρος ΜακΚένα
Κάμερον Κρόου
Βασισμένο στο βιβλίο του: Μπέντζαμιν Μι
Παραγωγή: Πολ Ντίζον, Μαρκ Γκόρντον
Ηθοποιοί: Ματ Ντέιμον, Σκάρλετ Τζοχάνσον, Τόμας Χέιντεν Τσερτς, Κόλιν Φορντ, Ελ Φάνινγκ
Μοντάζ : Μαρκ Λιβόλσι
Φωτογραφία: Ροντρίγκο Πριέτο
Σκηνικά: Κλέι Α. Γκρίφιθ
Κοστούμια: Ντέμπορα Λιν Σκοτ
Μουσική: Γιόν Θορ Μπίργκισον (Γιόνσι)