Το βιβλίο του Γουίλιαμ Φώκνερ, Ξένος στο χώμα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Δημοσιευμένο το 1948, μια χρονιά προτού του απονεμηθεί το Νομπέλ, το μυθιστόρημα αυτό του Φώκνερ –που διαδραματίζεται στη δικής του επινόησης κομητεία Γιουκναπατάουφα, τόπο δράσης πολλών άλλων έργων του– συνδυάζει το αστυνομικό μυθιστόρημα με μιαν εμβριθή εξερεύνηση των φυλετικών σχέσεων στον Αμερικανικό Νότο. Ο Τσαρλς –Τσικ– Μάλισον, ένα δεκαεξάχρονο λευκό αγόρι, νιώθει πως πρέπει να ξοφλήσει ένα χρέος τιμής στον Λούκας Μποσάν, έναν ηλικιωμένο μαύρο που τον είχε βοηθήσει στο παρελθόν μα που έκτοτε περιφρονούσε κάθε προσπάθεια του έφηβου Τσικ να ξεπληρώσει το χρέος του. Έτσι, όταν ο Μποσάν συλλαμβάνεται για τη δολοφονία ενός λευκού, ο Τσικ, με τη βοήθεια του δικηγόρου θείου του Γκάβιν Στίβενς, αρχίζει να αναζητά τον αληθινό δολοφόνο για να σώσει τον Μποσάν απ’ το λιντσάρισμα. Γραμμένο με το πυκνό, πολυεπίπεδο ιδίωμα του Φώκνερ, που συνδυάζει τη συνειδησιακή ροή με τις ντοπιολαλιές του Νότου, Ο ξένος στο χώμα είναι, περισσότερο ίσως από κάθε άλλο βιβλίο του, μια βαθιά και σοφή ανατομία του ανθρώπινου ψυχισμού όταν έρχεται αντιμέτωπος με το θηρίο του τυφλού ρατσιστικού μίσους. Ένα πραγματικό αριστούργημα, που εκδίδεται για πρώτη φορά στα ελληνικά.

O Γουίλιαμ Φώκνερ γεννήθηκε το 1897 στο Νιου Όλμπανι του Μισισιπή. Όταν γίνεται πέντε ετών, η οικογένεια μετακομίζει στο Όξφορντ, κωμόπολη της κομητείας Λαφαγιέτ στον Μισισιπή, η οποία θα είναι διαρκώς παρούσα στο έργο του ως η (φανταστική) πόλη Τζέφερσον. Δημοσιεύει το πρώτο του διήγημα το 1919. Το πρώτο του μυθιστόρημα, Ο μισθός του στρατιώτη, θα κυκλοφορήσει εφτά χρόνια αργότερα, θα χρειαστούν όμως άλλα τρία χρόνια για να γράψει το πρώτο του αριστούργημα, το Η Bουή και η Mανία (1929, χρονιά και του γάμου του με την Εστέλ Όουλνταμ). Στα μέσα της δεκαετίας του ’30 προσεγγίζει το Χόλιγουντ και αρχίζει να γράφει σενάρια για τον κινηματογράφο. Το 1949 του απονέμεται το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Το 1962, ένα μήνα μετά την έκδοση του μυθιστορήματος Οι ληστές, πεθαίνει σε νοσοκομείο δίπλα στο Όξφορντ.

Διαβάστε την κριτική που γράφει ο Γιάννης Αντωνιάδης για το βιβλίο, εδώ.