Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Άγρα του βιβλίο του Michel Foucault με τίτλο «Ο ωραίος κίνδυνος».

«Ξέρω πάντως ότι τα βιβλία μου θα υπονομευτούν απ’ όσα λέω, και εγώ επίσης. Αυτός είναι ο ωραίος κίνδυνος, το χάζι κινδύνου αυτών των συνεντεύξεων. Ας αφήσουμε λοιπόν να εμφανιστεί αυτή η  συγγένεια, ας αφήσουμε να εμφανιστεί αυτή η επικοινωνία.»    –M.F.

Καλοκαίρι 1968:

Ο Φουκώ αποδέχεται την πρόσκληση του κριτικού Κλώντ Μποννεφουά και κάνει μαζί του μια σειρά συναντήσεων με απώτερο στόχο να προκύψει ένα βιβλίο. Οι δύο άντρες δεν αποδύονται σε μια συνέντευξη ούτε σ’ έναν διάλογο, αλλά σε μια πρωτοφανή άσκηση ομιλίας: Ο συγγραφέας της Ιστορίας της τρέλας, για πρώτη φορά στη ζωή του, μας αφήνει να δούμε την κατά δήλωσή του «ανάποδη της ταπισερί», τη δική του σχέση με τη γραφή. Στις δέκα περίπου συναντήσεις που έλαβαν χώρα, ο Φουκώ ασκεί μια πρωτοφανή ομιλία, μια αυτοβιογραφική ομιλία. Αυτές οι εκμυστηρεύσεις του συγγραφέα για τον εαυτό του συμπαρασύρουν μια αλλαγή στις ερωταπαντήσεις των δύο αντρών, μια τροποποίηση αυτού που αρχικά θα έπρεπε να είναι μια παραδοσιακή συνέντευξη. Για να αναστοχαστεί πάνω στον τρόπο που εργάζεται, για να μιλήσει για τις δυσκολίες του γράφοντος, ο Φουκώ υιοθετεί ένα πρωτοφανές κατάστιχο, μια νέα γλώσσα. Στο τέλος αυτού του πειράματος λέει ότι βρίσκει τον εαυτό του αλλαγμένο και ευτυχή που κατόρθωσε να επινοήσει έναν τύπο λόγου, ο οποίος δεν είναι ούτε συνομιλία ούτε κάποιο «είδος λυρικού μονολόγου».

«Θέλω να μιλήσω γι’ αυτούς που η γραφή τους είναι προορισμένη να δηλώσει, να δείξει, να εκδηλώσει εκτός αυτής κάτι που χωρίς αυτήν θα παρέμενε, αν όχι κρυμμένο, τουλάχιστον αόρατο. Ίσως εκεί παρ’ όλα αυτά να υπάρχει, για μένα, ένα θέλγητρο της γραφής. […] Να συλλάβω αυτή την αορατότητα, αυτό το αόρατο του υπερβολικά ορατού, αυτή την απομάκρυνση από το υπερβολικά γειτνιάζον∙ αυτή η άγνωστη οικειότητα είναι για μένα το σπουδαίο εγχείρημα της «γλώσσας» μου και του λόγου μου.»

«Σ’ εκείνη τη Σουηδία, όπου έπρεπε να μιλώ μια “γλώσσα” που μου ήταν ξένη, κατάλαβα ότι τη “γλώσσα” μου, με την εξαίφνης ιδιαίτερη φυσιογνωμία, μπορούσα να την κατοικήσω σαν να ήταν ο πιο μυστικός αλλά και ο πιο σίγουρος τόπος της διαμονής μου σ’ εκείνο τον άτοπο τόπο, την ξένη χώρα όπου κανείς βρίσκεται. Τελικά, η μόνη πραγματική πατρίδα, το μόνο έδαφος πάνω στο οποίο μπορεί να βαδίσει κανείς, το μόνο σπίτι όπου μπορεί κανείς να σταθεί και να καταφύγει, είναι η “γλώσσα”, εκείνη που έμαθε από τα παιδικά του χρόνια. Για μένα, το ζήτημα λοιπόν είναι να ξαναδώσω πνοή σ’ εκείνη τη “γλώσσα”, να χτίσω για τον εαυτό μου ένα είδος οικίσκου της γλώσσας που θα ήμουν εγώ κύριός του και θα γνώριζα τις γωνιές του εν παραβύστω. Πιστεύω ότι αυτό μου έδωσε την επιθυμία να γράψω. Μεταξύ της ηδονής να γράφεις και της δυνατότητας να μιλάς υπάρχει μια ορισμένη σχέση ασυμβατότητας. Εκεί όπου δεν είναι πια δυνατόν να μιλά κανείς, ανακαλύπτει τη μυστική, δύσκολη και ολίγον επικίνδυνη γοητεία να γράφεις».