Aπό τον Γιώργο Κατσώνη

Στην τρίπρακτη όπερα του Γκλουκ, «Ο θρίαμβος της Κλέλιας», o λιμπρετίστας Πιέτρο Μεταστάζιο, εμπνέεται από της σελίδες της ρωμαϊκής ιστορίας για να συνθέσει έναν ύμνο στο γυναικείο ηρωισμό. Τοποθετεί τη δράση των ηρώων στη Ρώμη του 508 π.Χ. που βρίσκεται υπό την πολιορκία των Ετρούσκων, εκεί όπου η δολοπλοκία και η ίντριγκα βρίσκουν πρόσφορο έδαφος για να ευδοκιμήσουν. Ο προδότης Ταρκύνιος, γιος του έκπτωτου βασιλιά της Ρώμης, επιβουλεύεται το βασιλικό θώκο, αλλά η ευγενής Ρωμαία Κλέλια θέτει τον εαυτό της στην πρώτη γραμμή του αγώνα προκειμένου να διαφυλάξει την ακεραιότητα της πατρίδας της και εν τέλει θριαμβεύει.

Ιστορικός ρεαλισμός, άχρονη ποιητική εικονογραφία ή αναγωγή της δράσης στο σήμερα με στοιχεία pop κουλτούρας; Τίποτα από τα παραπάνω. Η γραμμή που τηρεί ο Νάιτζελ Λόουρι, σκηνοθέτης και σκηνογράφος που έχει ασχοληθεί και στο παρελθόν με την πρόσληψη του έργου του Γκλουκ («Ορφέας και Ευρυδίκη», Μόναχο 2003), φαίνεται να έχει έντονα προσωπική ταυτότητα και αδιαμφισβήτητα πολιτικό προσανατολισμό.

Οι ήρωες του έργου γίνονται ηθοποιοί, ενδεχομένως περιοδεύων θίασος των αρχών του 20ου αιώνα που δίνει παραστάσεις σε εποχή λογοκρισίας με συγκεκαλυμμένο επαναστατικό περιεχόμενο. Μέσα από τη σχηματική και τολμηρή τοποθέτηση της δράσης στο θεατρικό πατάρι που ο Λόουρι στήνει πάνω στη σκηνή του Μεγάρου, επιτρέπει πολυεπίπεδες ερμηνείες γύρω από τα πρόσωπα του έργου, την εποχή στην οποία τα τοποθετεί αλλά και το σήμερα. Μια τέτοια επιλογή, ομολογουμένως, σκιαγραφεί το πορτραίτο ενός αιρετικού και ευρηματικού σκηνοθέτη.

Η ηθελημένη αποκάλυψη του παρασκηνιακού περιβάλλοντος μέσα από τα πολλαπλά σφοραρίσματα του σκηνικού, μαρτυράει την επιθυμία καταδήλωση της θεατρικής σύμβασης και ωθεί σε μια κριτική «ανάγνωση» της παράστασης χωρίς να υπονομεύεται, βέβαια, η ατμόσφαιρα της εποχής. Για την σκηνογραφική κατασκευή χρησιμοποιείται σκόπιμα άβαφο, απεριποίητο  ξύλο που συνεπικουρεί στην διαμόρφωση της αντίληψης πως τα επί σκηνής συμβαίνοντα είναι τεχνητά, φτιαχτά.  Ωστόσο, η χρωματική του καθαρότητα συμβαδίζει με τις καθαρές, και στιλπνές μελωδίες του Γκλουκ με αποτέλεσμα να γίνεται ο λευκός καμβάς πάνω στον οποίο εγγράφονται τα κοστούμια που χαρακτηρίζουν της ήρωες. Η σκηνική μονοτοπικότητα προμηνύει, ίσως, μια δυσκαμψία, εντύπωση που ανατρέπεται ανά τακτά διαστήματα μέσα στην παράσταση, από οπτικές εκπλήξεις που είναι σωστά μοιρασμένες κατά το μήκος της παράστασης, κλιμακούμενες κατά τρόπο που να μην καταντούν βαρετές, υπηρετώντας πάντα το κείμενο και υπογραμμίζοντας το μπαρόκ πνεύμα της ανατροπής που διαπνέει αυτό το έργο.

Άλλωστε ο σκηνοθέτης και σκηνογράφος Λόουρι έχει αποδείξει πως ξέρει να χτίζει ένα θεατρικό γεγονός ανάμεσα στις νότες, να αξιοποιεί το μουσικό κείμενο προς όφελος της παράστασης και όχι της αναπαράστασης.

Τους απαιτητικούς ρόλους ερμήνευσαν καταξιωμένοι έλληνες και ξένοι σολίστ. Συγκεκριμένα, απολαύσαμε τη γαλλίδα υψίφωνο Ελέν Λεκόρ η οποία εμβάθυνε στον πολυδιάστατο και πολυσήμαντο ρόλο της Κλέλιας, τη μεσόφωνο Μαίρη-Έλεν Νέζη στο σύνθετο ρόλο του Οράτιου και την ταλαντούχα Ειρήνη Καράγιαννη στο ρόλο του Ταρκύνιου. Η καλοκουρδισμένη Καμεράτα, υπό τη  διεύθυνση του Γιώργου Πέτρου, εκτέλεσε με απαράμιλλη ακρίβεια την παρτιτούρα με όργανα εποχής.