Ο Λεωνίδας Καβάκος ολοκληρώνει τον κύκλο με τις σονάτες για βιολί του Μπετόβεν, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, με

ένα πρόγραμμα που περιλαμβάνει:

τη σονάτα αρ. 4 σε λα ελάσσονα, έργο 23, τη σονάτα αρ.8, έργο 30/3 και την προτελευταία και διάσημη σονάτα του Κρόιτσερ, σύνθεση που επηρέασε τον Λέοντα Τολστόι να γράψει την νουβέλα του και τον Λέος Γιάνατσεκ το πρώτο του κουαρτέτο εγχόρδων με τον ίδιο τίτλο.

Με τον  κύκλο αυτό, ο διάσημος Έλληνας βιολονίστας προσφέρει τη δική του ανάγνωση των μοναδικών αυτών κομματιών, όπως έχουν κάνει μέχρι τώρα όλοι οι σπουδαίοι βιολονίστες σε συνεργασία με εξίσου σπουδαίους πιανίστες, κάτι σαν προσκύνημα και ιερό καθήκον.

Μετά το Μέγαρο Μουσικής, ο Λεωνίδας Καβάκος παρουσιάζει τον κύκλο με τις 10 σονάτες για βιολί του Μπετόβεν στην περίοδο 2012/13 σε συναυλίες σε όλη σχεδόν την Ευρώπη. Από την Αθήνα, στο Μιλάνο, το Άμστερνταμ και την Φλωρεντία με τον Ενρίκο Πάτσε στο πιάνο και από εκεί στο Γουίγκμορ Χολ του Λονδίνου και στην Μουζίκφεράιν της Βιέννης με τον Αμερικανό πιανίστα, Εμάνιουελ Αξ.

Και οι δέκα σονάτες γράφτηκαν σε σύντομο σχετικά διάστημα και αποτυπώνουν όλη τη διαδρομή του Μπετόβεν προς την κατάκτηση του δικού του ιδιώματος και της επανάστασής του. Στην δεκαπενταετία που γράφονται οι σονάτες ο Μπετόβεν σάρωσε τον κόσμο της μουσικής σαν ανεμοστρόβιλος, τον μεταμόρφωσε, τον επαναεπινόησε και άνοιξε το δρόμο για το μέλλον σε κάθε είδος μουσικής σύνθεσης.

Η σονάτα αρ. 4 γράφτηκε το 1801, στη βασιλεύουσα της μουσικής, την Βιέννη, όπου ο Μπετόβεν είχε εγκατασταθεί από το 1794, με προτροπή του Χάιντν. Είναι αφιερωμένη στον Κόμητα Μόριτς φον  Φράιες, τραπεζίτη, προστάτη των τεχνών και παράγοντα της καλλιτεχνικής ζωής της πόλης. Στη σονάτα αυτή τα δυο όργανα αποκτούν μια ενδιαφέρουσα ισορροπία, το καθένα έχει το δικό του χαρακτήρα, εκφράζουν σε κάθε στιγμή τις μελωδικές και τις αρμονικές επινοήσεις του Μπετόβεν και ο διαρκής διάλογος μελωδίας και ακομπανιαμέντων δίνει στο έργο ένα σφρίγος με ηλεκτρικά γρήγορα μέρη και στοχαστικά αργά.

Αντίθετα με τις τρεις πρώτες σονάτες, η 4η κέρδισε την προσοχή και την αποδοχή των κριτικών. Και παρά τις πρωτότυπες και πειραματικές στιγμές της, πολλοί την θεώρησαν και εξακολουθούν να τη θεωρούν παράδοξη και απόμακρη, μοναχική μέσα στην οικογένεια των εννέα υπόλοιπων.

Η Σονάτα αρ.8, έργο 30/3 είναι αφιερωμένη στον Τσάρο Αλέξανδρο Α΄ της Ρωσίας, έναν «φωτισμένο δεσπότη», που ο Μπετόβεν θαύμαζε για τις μεταρρυθμίσεις του. Γράφτηκε το 1802 προς το τέλος της πρώτης ωριμότητας του συνθέτη, λίγο μετά την ακραία ρομαντική Σονάτα του Σεληνόφωτος και λίγο πριν την άγρια 2η Συμφωνία. Το 1802 ήταν η χρονιά της Heiligenstadt Testament με την οποία ο συνθέτης αποκάλυψε ότι είχε αρχίσει η απώλεια της ακοής του και δήλωσε με απελπισία, αλλά και πίστη στις δυνάμεις του, ότι «Θα είχα δώσει τέλος στη ζωή μου, μόνο η τέχνη με εμπόδισε. Ω, μου ήταν αδύνατο να εγκαταλείψω τον  κόσμο πριν δημιουργήσω ό,τι ένιωθα πως είμαι προορισμένος να δημιουργήσω».

Η Σονάτα αρ.9, έργο 47 είναι μυθική, απαιτητική στα μέρη του βιολιού, μεγάλη σε διάρκεια (45΄) με τεράστια συναισθηματική γκάμα, με ένα πρώτο μέρος άγριο, ένα δεύτερο στοχαστικό και ένα τρίτο χαρμόσυνο και ενθουσιώδες.
Αρχικά ήταν αφιερωμένη στον Πολωνό και μιγάδα βιολονίστα Τζορτζ Μπριτζτάουερ (είχε Αφρικανό πατέρα), ο οποίος την ερμήνευσε, με τον ίδιο τον Μπετόβεν στο πιάνο, στην πρεμιέρα της, στις 24 Μαΐου 1803, στο Θέατρο Άουγκάρτεν της Βιέννης. Ήταν ένα ασυνήθιστο κοντσέρτο, που άρχισε στις 8 το πρωί, ο Μπριτζτάουερ την έπαιξε prima vista, δεν είχε δει το έργο πριν από τη συναυλία και δεν υπήρχε χρόνος για πρόβες.

Μετά την συναυλία οι δυο τους τα πίνανε σε κάποιο καφενείο, ο βιολονίστας μίλησε προσβλητικά για μια γυναίκα που ο Μπετόβεν αγαπούσε, ο συνθέτης εξαγριώθηκε, απέσυρε την αφιέρωση  – “Sonata mulattica composta per il mulatto George Bridgetower, gran pazzo e compositore mulattico”- και χάρισε τη σονάτα του στον Ροδόλφο Κρόιτσερ, Γάλλο βιολονίστα,  που εθεωρείτο ο κορυφαίος της εποχής.

Ο Κρόιτσερ δεν την έπαιξε ποτέ, τη θεωρούσε «σκανδαλωδώς ακατάληπτη» και άλλωστε, δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον για τη μουσική του Μπετόβεν. Πίστευε ότι ο συνθέτης δεν ήξερε να γράφει για το βιολί. Συναντήθηκαν μόνο μια φορά, για λίγο, όταν ο Κρόιτσερ επισκέφθηκε το 1798 την Βιέννη. Ο Κρόιτσερ ήταν και συνθέτης, έγραψε 40 όπερες και μπαλέτα, κοντσέρτα, σονάτες για βιολί, σπουδές και καπρίτσια, πέθανε μετά τον Μπετόβεν, αλλά ο χρόνος τον προσπέρασε και πρόσφερε στον Μπετόβεν την αιωνιότητα.

Το 1889 ο Λέων Τολστόι δημοσίευσε την νουβέλα του «Η Σονάτα του Κρόιτσερ» εμπνευσμένη από το έργο του Μπετόβεν και το 1923 ο Λέος Γιανάτσεκ, με έμπνευση από την νουβέλα του Τολστόι, έγραψε το πρώτο του κουαρτέτο εγχόρδων με τον ίδιο τίτλο. Από το 1911 μέχρι το 2008 η Σονάτα του Κρόιτσερ έγινε επτά φορές ταινία, διασκευάστηκε τέσσερις φορές για το θέατρο και έδωσε τον τίτλο στη συλλογή ποιημάτων της μαύρης Αμερικανίδας ποιήτριας, Ρίτα Ντόουβ.

Ο Λεωνίδας Καβάκος, βιολονίστας, μαέστρος και καλλιτέχνης σπάνιας ποιότητας, κορυφαίος δεξιοτέχνης και απαράμιλλος μουσικός, είναι διεθνής από την εφηβεία του και ανήκει πλέον στους εκλεκτούς ερμηνευτές του κόσμου. Μεγάλες ορχήστρες και μαέστροι, σπουδαίοι ερμηνευτές, οι σημαντικότερες αίθουσες του πλανήτη είναι το φυσικό περιβάλλον του Καβάκου. Το ρεπερτόριό του διευρύνεται διαρκώς χωρίς περιορισμούς σε εποχές ή σε είδη της μουσικής. Από τα μεγάλα κοντσέρτα του 19ου και του 20ου αιώνα, στον Μπαχ και τον Μότσαρτ μέχρι τα σύγχρονα έργα, ο Έλληνας βιολονίστας κινείται με γνώση, περιέργεια και άνεση, με αποτέλεσμα μια ευρεία δισκογραφία διεθνούς αποδοχής. Τον Απρίλιο, ανάμεσα στις συναυλίες με τις σονάτες του Μπετόβεν στο Μέγαρο Μουσικής, ο Καβάκος θα είναι ο σολίστ στην παγκόσμια πρώτη του Κοντσέρτου για Βιολί του Οσβάλντο Γκολιγιόφ, με τη Φιλαρμονική του Βερολίνου και τον Γκουστάβο Ντουνταμέλ στο πόντιουμ.

Συνομήλικος με τον Ενρίκο Πάτσε  (γεννήθηκαν το 1967) ο Καβάκος συνεργάζεται μαζί του από το 2006 σε ρεσιτάλ σε όλη την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Μαζί του και με τον Ελβετό βιολοντσελίστα Πάτρικ Ντεμένγκα κυκλοφόρησαν τον δίσκο με τα τρίο για πιάνο του Μέντελσον, στην Sony Classical. Σολίστ διεθνούς ζήτησης, ο Πάτσε –Ιταλός από το Ρίμινι-   έχει κάνει μια διαδρομή ανάλογη με εκείνη του Καβάκου: μεγάλες ορχήστρες, σημαντικά σύνολα δωματίου, ποικιλόμορφη δισκογραφία, συνεργασίες με διάσημους σολίστ, περιοδείες και εμφανίσεις στους ναούς της μουσικής σε όλο τον κόσμο.
Ο Ενρίκο Πάτσε, γεννήθηκε στο Ρίμινι, μαθήτευσε δίπλα στον Φράνκο Σκάλα, αρχικά στο Κονσερβατουάρ Ροσίνι του Πέζαρο και στη συνέχεια στην Ακαδημία Πιάνου της Ιμολα. Επίσης σπούδασε διεύθυνση ορχήστρας και σύνθεση. Το 1987 κέρδισε το πρώτο βραβείο στον Διεθνή Διαγωνισμό Yamaha στην Στρέζα, όπως και την πρώτη διάκριση στον 2ο Διεθνή Διαγωνισμό Πιάνου «Φραντς Λιστ» στην Ουτρέχτη δύο χρόνια αργότερα, πράγμα που σήμανε την εκκίνηση της καριέρας του.

Ο Ενρίκο Πάτσε έχει δώσει ρεσιτάλ στις μεγαλύτερες αίθουσες στην Ευρώπη, ανάμεσα τους: η Κονσερτχεμπάου στο Άμστερνταμ, η Σκάλα στο Μιλάνο, στη Ρώμη, στη Φλωρεντία, το Βερολίνο, το Μόναχο, στο Ζάλτσμπουργκ αλλά και σε πόλεις στη Νότιο Αμερική. Περιζήτητος σολίστ, εμφανίζεται με σημαντικές ορχήστρες, όπως η Ρόαγιαλ Κοντσερτχεμπάου, η Φιλαρμονική του Ρότερνταμ, η Φιλαρμονική του Μονάχου, του BBC, η Ορχήστρα της Σάντα Τσετσίλια της Ρώμης, οι Συμφωνικές της Μελβούρνης και του Σύδνεϋ, η Συμφωνική του Βερολίνου, της Λειψίας, Φιλαρμονική της Αγίας Πετρούπολής κ.α. και έχει συνεργασθεί με κορυφαίους μαέστρους, ανάμεσα τους, οι: Eliahu Inbal, Paul McCreesh, Gianandrea Noseda, Tuomas Ollila, Tadaaki Otaka, Vassily Sinaisky, Yuri Temirkanov, Alexander Vedernikov, Bruno Weil, Walter Weller, Antoni Wit.

Ο Ενρίκο Πάτσε λατρεύει την μουσική δωματίου και έχει συμπράξει με πολλά σημαντικά σχήματα, ενώ μετέχει σε τακτική βάση στα φεστιβάλ μουσικής δωματίου: Delft Chamber Music Festival, the Risør Chamber Music Festival του Leif Ove Andsnes στη Νορβηγία, Kuhmo στη Φινλανδία, Stresa στην Ιταλία, West Cork στην Ιρλανδία, Al Bustan στον Λίβανο και Moritzburg στη Γερμανία.

Με τον Ενρίκο Πάτσε στο πιάνο
ερμηνεύουν τις Σονάτες:
Αρ.4, έργο 23
Αρ.8, έργο 30/3
Αρ.9, έργο 47, «Κρόιτσερ»