Ο κορυφαίος βιολονίστας Gidon Kremer συμπράττει με δύο εξαιρετικές νέες μουσικούς, την Khatia Buniatishvili (πιάνο) και την Giedre Dirvanauskaite (τσέλο) σε υψηλής ποιότητας ερμηνείες μουσικής δωματίου, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.

Από τους κορυφαίους βιολονίστες του κόσμου, αντισυμβατικός, ικανός να δίνει νέα ζωή  στη μουσική όλων των εποχών, ένας χαρισματικός μουσικός, αφοσιωμένος σε κάθε καινούργια φωνή, ο Γκίντον Κρέμερ έρχεται για μια ακόμα φορά στο Μέγαρο Μουσικής και φέρνει μαζί του δύο μουσικούς του μέλλοντος, ήδη αναγνωρισμένες διεθνώς: την τσελίστα Γκιντρέ Ντιρβαναουσκάιτε και την πιανίστα Κάτια Μπουνιατισβίλι.

Ενώνουν τις δυνάμεις τους σε δύο Ελεγειακά τρίο (αρ. 1 και 2) του Σεργκέι Ραχμάνινοφ και ένα τρίο του Μιτσισλάβ Βάινμπεργκ, που θεωρείται ένας από τους μεγάλους, αλλά κρυμμένους, θησαυρούς του 20 αιώνα, ο τρίτος σημαντικότερος Ρώσος συνθέτης μετά τον Προκόφιεφ και τον Σοστακόβιτς.

Ο Γκίντον Κρέμερ δεν είναι μόνο ένας από τους μεγάλους βιρτουόζους του βιολιού, αλλά και μουσικός με σύνθετη και ιδιαίτερη προσωπικότητα, που ανοίγει επίμονα και συστηματικά νέους δρόμους και ανακαλύπτει νέους και νέες μουσικούς με ταλέντο, αλλά και νέους συνθέτες, που δεν διστάζει να τους παρουσιάζει στο μεγάλο κοινό, ισότιμα με τους καθιερωμένους.

Γεννημένος στη Ρίγα της Λετονίας το 1947, έχτισε μια καριέρα πέρα από τους ακαδημαϊσμούς και τις συμβάσεις. Το ρεπερτόριό του δεν έχει σύνορα, αρχίζει από τον Βιβάλντι και τον Μπαχ και εκτείνεται  μέχρι τον 20ο αιώνα και τους σύγχρονους συνθέτες. Από τον  Άλμπαν Μπεργκ, τον Σοστακόβιτς και τον Μπάρτοκ μέχρι τον Σνίτκε τον Ενέσκου και τον Πιατσόλα. Έχει υποστηρίξει ιδιαίτερα τα έργα σύγχρονων Ρώσων και Ανατολικοευρωπαίων συνθετών και έχει ερμηνεύσει σημαντικά καινούργια έργα τους, πολλά από τα οποία γράφτηκαν για τον ίδιο.

Συνδέθηκε προσωπικά με πολλούς και διαφορετικούς συνθέτες, γνώρισε τη μουσική τους στο κοινό και τους καθιέρωσε. Τα τελευταία τριάντα χρόνια έχει υποστηρίξει τη σύγχρονη μουσική όσο ίσως κανένας άλλος σολίστας αυτής της διεθνούς εμβέλειας.

Με πατέρα και παππού επαγγελματίες βιολονίστες, ο Γκίντον Κρέμερ άρχισε να μελετάει βιολί στα 4 χρόνια του, στα 7 μπήκε  στη Μουσική Σχολή της Ρίγας, στα 16 του πήρε το πρώτο Βραβείο της Δημοκρατίας της Λετονίας και δύο χρόνια αργότερα βρέθηκε στο Ωδείο της Μόσχας με δάσκαλο τον Νταβίντ Όιστραχ. Τα βραβεία εξακολούθησαν –Διαγωνισμός Βασίλισσα Ελισάβετ, 1ο Βραβείο Παγκανίνι, 1ο Βραβείο Τσαϊκόφσκι- και με θεμέλιο τις επιτυχίες αυτές προχώρησε στην μεγάλη του διαδρομή και κατέκτησε τη διεθνή φήμη ως ένας από τους πιο αυθεντικούς και ακαταμάχητους καλλιτέχνες της γενιάς του.

Στα 45 χρόνια της καριέρας του έχει εμφανιστεί σε όλες τις μεγάλες σκηνές του κόσμου, με τις πιο μεγάλες ορχήστρες της Ευρώπης και της Αμερικής και τους κορυφαίους μαέστρους: Μπέρστάιν, Έσεμπαχ, Αρνονκούρ, Μούτι, Μέτα, Λιβάιν, Γκεργκίεφ, Αμπάντο, σερ Μάρινερ. Ο Φον Κάραγιαν τον θεωρούσε ανακάλυψή του και υποστήριζε ότι είναι ο μεγαλύτερος βιρτουόζος που είχε γνωρίσει. Τον θαύμαζε για την εκφραστική και χρωματική του ένταση, για την επινοητικότητα του  και την τολμηρή και αβίαστη δεξιοτεχνία του.

Ο Γκίντον Κρέμερ συνεργάστηκε και συνεργάζεται με  διάσημους σολίστες –Μάρθα Άργκεριχ, Μίσα Μάισκι, Γιο Γιο Μα, Γιούρι Μπασμέτ- αλλά δεν εγκαταλείπει ποτέ την αναζήτηση νέων, ταλαντούχων μουσικών και τη δέσμευσή του να τους στηρίξει και να προετοιμάσει τις αυριανές γενιές. Το 1981 δημιούργησε ένα μικρό φεστιβάλ μουσικής δωματίου, στο Λόκενχάους της Αυστρίας, το οποίο κάθε χρόνο γίνεται τόπος συνάντησης αναγνωρισμένων και νέων μουσικών. Το 1997 ίδρυσε την Καμεράτα Μπάλτικα, μια ορχήστρα δωματίου, που τη συγκροτούν νέοι μουσικοί από τις τρεις χώρες της Βαλτικής (Λετονία, Εσθονία, Λιθουανία). Ταξιδεύει με την ορχήστρα σε όλο τον κόσμο και σε μεγάλα φεστιβάλ και έχει ηχογραφήσει μαζί της 20 CD.

Η δισκογραφία του είναι ποικιλόμορφη και πλούσια, με 120 άλμπουμ, πολλά βραβευμένα με τα καλύτερα βραβεία του κόσμου, σε αναγνώριση της ξεχωριστής ερμηνευτικής του δύναμης. Από το 1978 ηχογραφεί με την Deutsche Grammophon. Στο διάστημα 2002-2006 ήταν ο καλλιτεχνικός διευθυντής του νεαρού φεστιβάλ “les museiques” στη Βασιλείας της Ελβετίας.

Η τσελίστα Γκιντρέ Ντιρβαναουσκάιτε, γεννημένη στο Κάουνας της Λιθουανίας, προέρχεται από οικογένεια μουσικών και είναι μέλος της Κρεμεράτα Μπάλτικα από το 1997. Έχει ήδη διακριθεί διεθνώς και το 2004, με προτροπή του Γκίντον Κρέμερ, δημιούργησε το κουαρτέτο εγχόρδων Κρεμερατίνι, με το οποίο έχει εμφανιστεί στις ΗΠΑ, την Αυστρία και τη Λετονία.

Η Κάτια Μπουνιατισβίλι, γεννήθηκε το 1987 στην Τιφλίδα της Γεωργίας και από τα 3 της χρόνια άρχισε να μελετάει πιάνο με τη μητέρα της, στα 6 της έδωσε το πρώτο της κοντσέρτο με την Ορχήστρα Δωματίου της Τιφλίδας και από τα 10 της άρχισε να εμφανίζεται στο εξωτερικό. Η Μάρθα Άργκεριχ πιστεύει ότι είναι μια από τις κορυφαίες πιανίστες του μέλλοντος και έχει πολλές φορές επαινέσει την εντυπωσιακή μουσική της επινοητικότητα και την έξοχη δεξιοτεχνία της. Ο Γκίντον Κρέμερ τη θεωρεί ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα των τελευταίων χρόνων και την έχει επιλέξει ως  μόνιμη συνεργάτιδά του στα κοντσέρτα μουσικής δωματίου, στο Φεστιβάλ του Λόκενχάους και στις εμφανίσεις του στην Αίθουσα Μουζίκφεράιν της Βιέννης. Το πρώτο της άλμπουμ με την Sony Classics είναι αφιερωμένο στη μουσική του Φραντς Λιστ.

Toν περασμένο Μάιο στο Μάνχάιμ της Γερμανίας δόθηκε η παγκόσμια πρεμιέρα της όπερας του Μιτσισλάβ Βάινμπεργκ, «Ο Ηλίθιος», βασισμένης στο μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι. Οι κριτικοί το έχρισαν αριστούργημα και ήταν ένας πρώτος, μεγάλος, φόρος τιμής σε έναν συνθέτη που άργησε να αναγνωρίσει το μουσικό κατεστημένο.  Χάρις σε ανήσυχους μουσικούς, όπως ο Γκίντον  Κρέμερ, ο Βάινμπεργκ (1919-1996) καθιερώνεται  σιγά-σιγά ως μια ιδιοφυία του 20ου αιώνα, μια φιγούρα τεράστιας σημασίας στο τοπίο της μεταμοντέρνας κλασικής μουσικής και από πολλούς κριτικούς θεωρείται ο τρίτος σημαντικότερος Ρώσος συνθέτης –της σοβιετικής εποχής- μετά τον Προκόφιεφ και τον Σοστακόβιτς.
Γεννήθηκε στην Πολωνία, έχασε όλη ην οικογένειά του στο Ολοκαύτωμα, εγκαταστάθηκε στην ΕΣΣΔ και πολιτογραφήθηκε σοβιετικός πολίτης. Συνδέθηκε με στενή φιλία με τον Σοστακόβιτς, αγνοήθηκε από το μουσικό κατεστημένο της ΕΣΣΔ , φυλακίστηκε το 1953 κατηγορούμενος για «εβραϊκό εθνικισμό» και  γλίτωσε την εκτέλεση, γιατί ένα μήνα μετά τη σύλληψή του πέθανε ο Στάλιν.

Το έργο του είναι εντυπωσιακό σε όγκο, αλλά και σε αξία: 22 συμφωνίες, 17 κουαρτέτα για έγχορδα, 24 πρελούδια για τσέλο, 16 σονάτες για βιολί και τσέλο, μουσική για περισσότερες από 40 ταινίες, 6 όπερες. Οι συνθέσεις του επηρέασαν μεγάλους Ρώσους ερμηνευτές: Έμιλ Γκίλελς, Μιτσισλάβ Ροστροπόβιτς, Κουρτ και Τόμας Σάντερλινγκ, κ.α.