Η Tanweer παρουσιάζει στους κινηματογράφους από τις 21 Απριλίου 2016 την ταινία Ο Εκλεκτός της Νύχτας (MIDNIGHT SPECIAL), του Τζεφ Νίκολς.

Σύνοψη

Στο θρίλερ επιστημονικής φαντασίας, «Ο Εκλεκτός της Νύχτας» ο σεναριογράφος / σκηνοθέτης Τζεφ Νίκολς αποδεικνύει για ακόμη μία φορά ότι είναι ένας από τους δεινότερους αφηγητές της εποχής μας.

Ένας πατέρας (Μάικλ Σάνον), αναγκάζεται να ζήσει σαν φυγάς, προκειμένου να προστατέψει τον γιο του, Άλτον (Τζέιντεν Λίμπερερ) και να αποκαλύψει την αλήθεια πίσω από τις ειδικές δυνάμεις του μικρού.

Αυτό που θα ξεκινήσει σαν δίωξη, με τους θρησκόληπτους από την μια πλευρά και την τοπική αστυνομία από την άλλη, θα κλιμακωθεί σε ανθρωποκυνηγητό με την εμπλοκή των ανώτατων κυβερνητικών κλιμάκιων. Τελικά όμως, ο πατέρας ρισκάροντας τα πάντα, θα προστατέψει τον Άλτον και θα τον βοηθήσει να εκπληρώσει το πεπρωμένο του. Ένα πεπρωμένο που θα αλλάξει τον κόσμο για πάντα.

Στην ταινία “Midnight Special” πρωταγωνιστούν ο υποψήφιος για Oscar, Μάικλ Σάνον (“Revolutionary Road”), ο Τζόελ Έντζερτον (“Black Mass”, “The Great Gatsby,” “Zero Dark Thirty”), η Κίρστεν Ντανστ (“Melancholia,” the “Spider-Man” movies), ο Άνταμ Ντράιβερ (“Star Wars: The Force Awakens”, “Inside Llewyn Davis,” “Girls”), ο Τζέιντεν Λίμπερερ (“St. Vincent de Van Nuys”) και ο υποψήφιος για Oscar, Σαμ Σέπαρντ (“The Right Stuff”). Το καστ συμπληρώνουν ο Μπιλ Καμπ (“12 Years a Slave,” “Lincoln”), ο Σκοτ Χέιζ (“Child of God,” “As I Lay Dying”) και ο Πολ Σπαρκς (“Boardwalk Empire” του HBO και “Mud”).

Ο Τζεφ Νίκολς (“Mud,” “Take Shelter”) υπογράφει τη σκηνοθεσία και το σενάριο. Η Σάρα Γκριν (“Mud,” “The Tree of Life”) και ο Μπράιαν Κάβανο-Τζόουνς (“Insidious: Chapter 2,” “Sinister”), που στο παρελθόν συνεργάστηκαν με τον Νίκολς στη μεγάλη επιτυχία “Take Shelter”, έχουν αναλάβει την παραγωγή της ταινίας, ενώ οι Γκλέν Μπάσνερ (“Mud”), Χανς Γκράφαντερ (“Somebody Up There Likes Me”), και Χρίστος Β. Κωνσταντακόπουλος (“Take Shelter”) την εκτέλεση παραγωγής.

Η διεύθυνση φωτογραφίας είναι του ο Άνταμ Στόουν (“Mud,” “Take Shelter”), η καλλιτεχνική διεύθυνση του Τσαντ Κιθ (“Take Shelter”) και το μοντάζ της Τζούλι Μονρό (“Mud”).  Η μουσική είναι του Ντέιβιντ Γουίνγκο (“Mud,” “Take Shelter”).

«Ο Εκλεκτός της Νύχτας» («Midnight Special») έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνο, συμμετέχοντας στο διαγωνιστικό τμήμα.

Πρωταγωνιστούν: Μάικλ Σάνον, Τζέιντεν Λίμπερερ, Τζόελ Έτζερτον,

Κίρστεν Ντανστ, Άνταμ Ντράιβερ, Σαμ Σέπαρντ

Σκηνοθεσία – Σενάριο:  Τζεφ Νίκολς

Παραγωγή: Σάρα Γκριν, Μπράιαν Κάβανο-Τζόουνς

Εκτέλεση Παραγωγής: Χρήστος Β. Κωνσταντακόπουλος,

Γκλεν Μπάσνερ, Χανς Γκράφουντερ

Φωτογραφία: Άνταμ Στόουν

Καλλιτεχνική Διεύθυνση Τσαντ Κιθ

Μοντάζ: Τζούλι Μονρό

Μουσική: Ντέιβιντ Γουίνγκο

Κοστούμια: Έριν Μπέναχ

Διάρκεια: 111’

Διανομή: Tanweer

“Τι ξέρεις για τον Άλτον Μέγιερ;”

Στο σκοτεινό δωμάτιο ενός μοτέλ, δύο οπλισμένοι και αποφασισμένοι  άνδρες σχεδιάζουν την επόμενη κίνησή τους. Τα παράθυρα είναι καλυμμένα με χαρτόνι. Το βραδινό δελτίο ειδήσεων μεταδίδει την απαγωγή ενός νεαρού αγοριού που ονομάζεται Άλτον. Είναι το αγόρι που κάθεται στο πάτωμα του δωματίου, φορώντας ένα ζευγάρι περίεργα γυαλιά. Ποιος είναι Άλτον Μέγιερ; Ποιοι είναι εκείνοι που έχουν αναλάβει να τον φυγαδεύουν; Πρόκειται για απαγωγή, ή κάποιου είδους τολμηρή απόδραση;

Το μυστήριο που κρύβουν αυτές οι ερωτήσεις είναι που κινεί τα νήματα στην ταινία Ο ΕΚΛΕΚΤΟΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ (Midnight Special), σε σενάριο και σκηνοθεσία του Τζεφ Νίκολς. Και η απάντησή τους βρίσκεται στο πρόσωπο του Άλτον, τον οποίο ενσαρκώνει ο Τζέιντεν Λίμπερχερ. Ο Άλτον διαθέτει ένα ιδιαίτερο χάρισμα που ενδέχεται να είναι επικίνδυνο ακόμα και για τον ίδιο. Διακατέχεται από μία παράξενη ηρεμία και μία αίσθηση ενός ανώτερου σκοπού, που δεν συνάδει με την ηλικία του. Το ανεξήγητο λευκό φως που βγαίνει από τα μάτια του, παρόλο που επιβαρύνει την εύθραυστη υγεία του, μπορεί να σπείρει την καταστροφή ή να φέρει την ευδαιμονία στους γύρω του.

Οι ικανότητες του ξεπερνούν την κοινή λογική. Μεταξύ άλλων, μπορεί να ακούει τις συζητήσεις που γίνονται με κινητά τηλέφωνα, να υποκλέπτει ραδιοεπικοινωνίες, να ξεκλειδώσει κλειδαριές απλά με τη σκέψη του, να μιλά σε πολλές ξένες γλώσσες, να επαναλαμβάνει διαβαθμισμένες πληροφορίες, το ίδιο εύκολα όπως θα πατούσε κάποιος ένα κουμπί για να ανοίξει την τηλεόραση. Εξαιτίας των υπερφυσικών του δυνάμεών, μία θρησκευτική αίρεση πιστεύει ότι έχει βρει το «μέσο» με το οποίο θα μπορέσει να συνδεθεί με το Θείο, ενώ υψηλά ιστάμενοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι θέλουν να τον χρησιμοποιήσουν για να παρακολουθούν άκρως απόρρητες στρατιωτικές δορυφορικές μεταδόσεις.

Τον Άλτον έχει φυγαδεύσει ο πατέρας του Ρόι (Μάικλ Σάνον), ζητώντας τη βοήθεια του παιδικού του φίλου Λούκας (Τζόελ Έτζερτον). Στη δύσκολη διαδρομή τους,  έχουν και την υποστήριξη της μητέρας του Άλτον, της Σάρα (Κίρστεν Ντανστ). Όλοι τους θέλουν να βοηθήσουν τον Άλτον να εκπληρώσει το πεπρωμένο του και για το λόγο αυτό, έχουν αποφασίσει να αφήσουν πίσω τη ζωή τους και να μπουν σε περιπέτειες που δεν έβαζε ο νους τους. Τους καταδιώκει η αστυνομία και το FBI, καθώς και η NSA, διαμέσου του πράκτορα Σεβίερ (Άνταμ Ντράιβερ), καθώς και οι οπαδοί της αίρεσης Third Heaven Ranch, με επικεφαλής τον χαρισματικό ηγέτη Κάλβιν (Σαμ Σέπαρντ).

Η ταινία του Νίκολς επιχειρεί να εξερευνήσει τη φύση της πίστης και τα μήκη και πλάτη στα οποία οι άνθρωποι θα μπορούσαν να φτάσουν για να την υπερασπιστούν.  Η ταινία  Ο ΕΚΛΕΚΤΟΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ  είναι η τέταρτη ταινία του Νίκολς. Είναι ένα θρίλερ επιστημονικής φαντασίας που έχει στο επίκεντρό του την αγάπη και την εμπιστοσύνη που χτίζεται στις σχέσεις μεταξύ γονιών και παιδιών.  Όπως και οι ταινίες Shotgun Stories, Take Shelter και Mud, δίνει ιδιαίτερο βάρος στο θέμα των υπερβατικών οικογενειακών δεσμών που συναντάμε σ’ ολόκληρο τον κόσμο. 

Η κεντρική ιδέα για την ταινία βρίσκεται σε μια τραυματική εμπειρία του Νίκολς, όταν ο γιός του, μόλις ενός έτους, χρειάστηκε να κάνει μία σοβαρή χειρουργική επέμβαση. Το περιστατικό είχε αίσιο τέλος, αλλά αυτή η αγωνιώδης εμπειρία τον έκανε να βιώσει πρωτόγνωρα συναισθήματα και να έρθει αντιμέτωπος με βαθιές του φοβίες. Αυτά τα συναισθήματα  προσπάθησε να εκφράσει μέσω του ΕΚΛΕΚΤΟΥ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ. Ο ίδιος αναφέρει, «Συνειδητοποίησα ότι το να έχεις ένα παιδί σημαίνει να εγκαταλείπεις ένα μέρος του εαυτού σου στο άγνωστο, στο αβέβαιο. Είναι σαν μια πληγή που μένει ανοιχτή και ποτέ δεν επουλώνεται.»

Συμπληρώνει, «Όταν σκηνοθετώ πάντα εργάζομαι πάνω σε δύο επίπεδα. Το ένα είναι η κατηγορία στην οποία ανήκει η ταινία και η πλοκή  – και σε αυτή την περίπτωση ήθελα να αποτίσω φόρο τιμής στις sci-fi ταινίες της δεκαετίας του ’70 και του ’80 που όλοι αγαπήσαμε. Ήθελα να κάνω μια ταινία καταδίωξης, ένα θρίλερ, με ανθρώπους να τρέχουν αλαφιασμένοι στους δρόμους. Το άλλο επίπεδο είναι η δική μου ζωή, και το να προσπαθήσω να συνδέσω την ιστορία με κάτι συναισθηματικό και προσωπικό, που ταυτόχρονα και το κοινό θα μπορέσει να το βιώσει ως τέτοιο.»

«Δεν έχετε ιδέα με ποιόν τα βάζετε, έτσι δεν είναι;»

Σύμφωνα με το στυλ αφήγησης που υιοθετεί ο Νίκολς ορισμένα από τα στοιχεία που «συνθέτουν» τον χαρακτήρα του Ρόι, του πατέρα του Άλτον, θα έπρεπε να είναι φανερά, ενώ κάποια άλλα να κρατούνται κρυφά και να αποκαλύπτονται σταδιακά, ώστε το κοινό να εκτιμήσει το θάρρος του, καθώς εξελίσσεται η ιστορία. Όπως ενσαρκώνεται από τον  Μάικλ Σάνον, ο Ρόι είναι ένας ήσυχος και στοχαστικός άνθρωπος, χωρίς εγωισμό ή την ανάγκη να αποδείξει κάτι σε κάποιον. Δεν είναι επιρρεπής στη βία, όμως θα αγωνιστεί με όλες του τις δυνάμεις, όταν κάτι έχει σημασία για αυτόν.

Μαζί με τη σύζυγό του ήταν μέλη μιας αίρεσης, στους κόλπους της οποίας γεννήθηκε ο Άλτον. Όταν φάνηκε ότι το αγόρι είναι χαρισματικό ο ηγέτης της αίρεσης παρενέβη για να το «υιοθετήσει». Τότε ήταν που ο Ρόι, κρατώντας χαμηλούς τόνους, σε αντίθεση με τη σύζυγό του άρχισε να σχεδιάζει σιωπηλά το πώς θα το σκάσει παίρνοντας μαζί του το γιο του, κυρίως για να τον προστατέψει.

Το ενδιαφέρον είναι ότι πολλά από αυτά που κάνει ο Ρόι για λογαριασμό του Άλτον, τα κάνει επειδή ακριβώς πιστεύει στη δύναμη του γιου του. Θεωρεί ότι ο Άλτον είναι κατά κάποιο τρόπο σε επαφή με κάτι πέρα από το ανθρώπινο, και αυτό το συνειδητοποιεί όλο και περισσότερο κατά τη διάρκεια της ταινίας. Ωστόσο, εκείνο που έχει πρωτίστως σημασία γι ‘αυτόν είναι η προστασία του παιδιού του και αυτό θα το έκανε είτε το αγόρι είχε υπερφυσικές δυνάμεις είτε όχι. 

Η επιλογή ηθοποιού για το ρόλο του Άλτον ήταν δύσκολη κυρίως γιατί ο νεαρός ηθοποιός θα έπρεπε,  με ελάχιστο διάλογο, να αποδώσει το βαθύ δεσμό ανάμεσα σε αυτόν και τον πατέρα του. Θα έπρεπε επίσης να είναι «αγωγός» μιας τεράστιας ενέργειας, διατηρώντας ταυτόχρονα τα τρωτά σημεία και τα χαρακτηριστικά ενός παιδιού. Αλλά κυρίως, η ωριμότητά του θα έπρεπε ν’ αναπτύσσεται και ν’ ανθίζει κατά τη διάρκεια της ταινίας, καθώς σταδιακά συνειδητοποιεί το σκοπό για τον οποίο είναι προορισμένος.

Ο παραγωγός Κάβανο-Τζόουνς είχε την αίσθηση ότι έψαχναν για βελόνα στ’ άχυρα,  μέχρι που ο υπεύθυνος casting της ταινίας στο Λος Άντζελες τους πρότεινε να δουν τον Τζέιντεν Λίμπερχερ. Ο Τζέιντεν είναι από εκείνους τους σπάνιους, παράξενους νέους ηθοποιούς που μέσα σε πέντε λεπτά ανάγνωσης του σεναρίου μπόρεσε να πείσει την παραγωγή για την ευφυΐα του.

Ο Άλτον είναι ένα παιδί στην αρχή,  όμως εξελίσσεται σε έναν ηγέτη. Στην αρχή δεν συνειδητοποιεί ούτε μπορεί να ελέγξει τις δυνάμεις του. Το φως που βγαίνει από τα μάτια του, του προκαλεί πόνο και αρχικά δεν μπορεί να καταλάβει γιατί του συμβαίνει αυτό. Σιγά σιγά όμως κερδίζει την αυτοπεποίθηση που του χρειάζεται.

Ο Τζόελ Έτζερτον ενσαρκώνει το ρόλο του παλιού φίλου του Ρόι, Λούκας, ο οποίος γίνεται ο πιστός τους συνοδοιπόρος, ειδικά όταν αντιλαμβάνεται τις δυνάμεις του Άλτον, τις οποίες παρόλο που δεν μπορεί να εξηγήσει, δεν μπορεί και ν’ αρνηθεί. Κάποιες φορές κοντράρεται με τον Ρόι, ειδικά για θέματα που σχετίζονται με την καλή υγεία του Άλτον, που εξασθενεί όλο και περισσότερο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Ωστόσο, κάθε φορά που ο Λούκας προτείνει στον Ρόι να μεταφέρουν το παιδί σε ένα νοσοκομείο, ο πατέρας του αρνείται και επιμένει να ακολουθήσουν το αρχικό τους σχέδιο. Ταυτόχρονα, υποβόσκει και η πιθανότητα ο Λούκας να έχει κάνει μυστική συμφωνία με το κράτος για να τους παραδώσει τον Άλτον, γεγονός που κάνει το ρόλο του ακόμα πιο σημαντικό.

Αλλά και η κατάσταση της Σάρα (Κίρστεν Ντανστ), της μητέρα του Άλτον, δεν είναι εύκολη. Είναι αποξενωμένη από το σύζυγο και τον γιο της, εξαρτημένη και χειραγωγούμενη  από την αίρεση, σχεδόν υποτονική. Εκείνο όμως που θέλει πάνω απ’ όλα είναι ο γιος της να είναι αυτός που πρέπει να είναι και να βρίσκεται εκεί που πρέπει να βρίσκεται. Για να τονίσει τη σχέση της με τη θρησκεία η Ντανστ φορά ελάχιστον μακιγιάζ και παρόλο που δεν είναι πλέον μέλος της αίρεσης, συνεχίζει να ντύνεται με τον παραδοσιακό τρόπο, χωρίς να αφήνει δέρμα ακάλυπτο και χτενίζοντας τα μαλλιά της σε μια μακριά πλεξούδα. Υπογραμμίζει έτσι την απομόνωση από τον κόσμο, ίσως και τη δέσμευσή της να κάνει αυτό που αισθάνεται σωστό, άσχετα με τις συνθήκες που φέρνουν τα πάνω κάτω στη ζωή της.

Παρά τις προφυλάξεις, και παρόλο που ταξιδεύουν σχεδόν πάντα νύχτα, το φως που εκπέμπει ο Άλτον είναι όλο και πιο δύσκολο να μη γίνεται αντιληπτό από τα ραντάρ, αφήνοντας έτσι συνεχώς ίχνη στο πέρασμά του. Καθώς το FBI βρίσκεται όλο και πιο κοντά σε μία δίχως προηγούμενο αποκάλυψη, ζητά τη βοήθεια του πράκτορα της NSA, Σέβιερ (Άνταμ Ντράιβερ), ενός πανέξυπνου, αλλά και εκκεντρικού αναλυτή,  που αν και αφοσιωμένος στην  αποστολή του, υιοθετεί μια διαφορετική προσέγγιση στην καταδίωξη του Άλτον. Το άστρο του Σέβιερ λάμπει πραγματικά όταν ερευνά μόνος του. Μελετά προσεκτικά τα στοιχεία που αφήνει ο Άλτον και τελικά καταφέρνει να αποκρυπτογραφήσει αυτό που συμβαίνει, μένοντας έκπληκτος από αυτό που ανακαλύπτει.  Η αποκρυπτογράφηση αυτών των δεδομένων  δεν είναι κάτι καινούργιο για τα μέλη της αίρεσης του Third Heaven Ranch. Ο Κάλβιν Μέγιερ, ο αυτο-διορισμένος κηδεμόνας του Άλτον, τα έχει ήδη ενσωματώσει στα κηρύγματά του, «βαφτίζοντας» προφητικά τα λόγια του Άλτον.  Ο Άλτον είναι γι’ αυτόν ένα πολύτιμο περιουσιακό στοιχείο που δεν προτίθεται να χάσει.

Από το Τέξας στην Φλόριντα

Ο ΕΚΛΕΚΤΟΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ ακολουθεί τους πρωταγωνιστές στη διαδρομή που κάνουν από το Νέο Μεξικό, μέσω του Τέξας, της Λουιζιάνα, του Μισισιπή και της Αλαμπάμα έως την ακτή της Φλόριντα. Κάποιες σκηνές της ταινίας γυρίστηκαν σ’ αυτά τα μέρη, αλλά στην πλειονότητά τους τα γυρίσματα έγιναν στη Νέα Ορλεάνη το χειμώνα του 2014. Ο σκηνοθέτης συγκέντρωσε γύρω του την «κινηματογραφική του οικογένεια», μια ομάδα ανθρώπων των οποίων το ταλέντο εμπιστεύεται και κάποιοι από αυτούς ήταν μαζί του από την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται οι:  Άνταμ Στόουν, διευθυντής φωτογραφίας, Τσαντ Κιθ, υπεύθυνος σχεδιασμού παραγωγής, Τζούλι Μονρό, μοντάζ και ο συνθέτης Ντέιβιντ Γουίνγκο.

Καθ ‘όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων επικρατούσε ρεκόρ χαμηλών θερμοκρασιών στη Νέα Ορλεάνη. Οπότε το πρόγραμμα των γυρισμάτων ήταν συνεχώς υπό αναθεώρηση εξαιτίας της βροχής και του πάγου. Ο Νίκολς και η ομάδα του, αφού  έψαξαν για τοποθεσίες γυρισμάτων σε 60 διαφορετικά οδικά δίκτυα, γύρισαν σκηνές σε τουλάχιστον έξι εθνικές οδούς μέσα και γύρω από τη νότια Λουιζιάνα, καθώς και σε δασικούς, επαρχιακούς ή εγκαταλειμμένους δρόμους. Η διαχείριση του ελέγχου της κυκλοφορίας ήταν μια συνεχής πρόκληση για την παραγωγή, καθώς τα γυρίσματα έπρεπε να διακόπτονται κάθε τρία ή πέντε λεπτά για να δίνονται στην κυκλοφορία οι δρόμοι. Επίσης, ελικόπτερα χρησιμοποιήθηκαν για την κινηματογράφηση των σκηνών της καταδίωξης από την αστυνομία. 

Ο Νίκολς επέλεξε να γυρίσει την ταινία σε φιλμ για να πετύχει μία πιο ρεαλιστική αποτύπωση, αλλά και για θέσει ακόμα μία πρόκληση στον εαυτό του. Όπως αναφέρει, «στη διάρκεια της ημέρας, τίποτα δεν είναι καλύτερο από την αποτύπωση σε φιλμ. Το πρόβλημα είναι, τη νύχτα, όπου ελλείψει φυσικού φωτισμού πρέπει να βρεις άλλα τεχνάσματα.  Αν κινηματογραφήσεις το βράδυ δίχως φως, το αποτέλεσμα είναι μαύρο. Η κάμερα βλέπει ότι και τα μάτια μας.» Απαιτήθηκαν ειδικά εφέ για να αποτυπωθούν οι υπεραισθητικές ικανότητες του Άλτον, ενώ για τη δημιουργία της ακτίνας φωτός που βγαίνει από τα μάτια του αγοριού, η κινηματογράφηση έγινε με αναμορφικό φακό.

Μαζί με τον υπεύθυνο ειδικών εφέ Τζον ΜακΛέοντ,  σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε ένας ειδικός σκελετός γυαλιών ώστε να προστατεύει τόσο τα μάτια του Άλτον, αλλά και τους γύρω του από το έντονο λευκό φως που εκπέμπει. Η διαχείριση του φωτός γίνεται με πολλούς τρόπους στην ταινία και αποτελεί βασικό κομμάτι της αισθητικής και του χαρακτήρα της.

Έχοντας ως στόχο την ρεαλιστική αποτύπωση, για την τοποθεσία του Third Heaven Ranch, ο σκηνοθέτης οραματίστηκε ένα μεγάλο, ανοιχτό, άγονο τοπίο.  Για τους εξωτερικούς χώρους χρησιμοποιήθηκαν  μέρη στο Mountainair του Νέο Μεξικό, ενώ για τους  εσωτερικούς μία χριστιανική κατασκήνωση έξω από Folsom, στη Λουιζιάνα. Για τις ανακριτικές σκηνές του FBI χρησιμοποιήθηκε το σωφρονιστικό κατάστημα Jefferson Parish στην Γκρέτνα της Λουιζιάνα, καθώς και το αεροδρόμιο Stennis County στη πολεμική βάση MacDill στο Μπιλόξι του Μισισιπή. Για τις σκηνές του μοτέλ, ο  Νίκολς ήθελε τοποθεσίες κοντά στην εθνική οδό, κάτι φαινομενικά εύκολο, αλλά τελικά όπως αποδείχθηκε ιδιαίτερα δύσκολο να βρεθεί.  Τελικά, αφού εξετάστηκαν 100 διαφορετικές επιλογές, εντοπίστηκαν δύο μοτέλ που πληρούσαν τις προδιαγραφές: το Deluxe Inn στο Slidell, της Λουιζιάνα  και το Mississippi’s Fernwood Motel. Το σπίτι του Έλντεν ήταν ακόμα ένας καλό παράδειγμα  συνδυασμού πρακτικής και σκηνικών. Η ομάδα παραγωγής χρησιμοποίησε ένα ράντσο του 1960 στο  Mandeville για την σκηνή στην οποία η δύναμη  του Άλτον εξαπολύεται, σείοντας κυριολεκτικά το κτίριο.

«Δεν είναι σαν και εμάς»

Για τη μουσική επένδυση της ταινίας ο Νίκολς αποφάσισε να συνεργαστεί εκ νέου με τον Ντέιβιντ Γουίνγκο, ο οποίος είχε κάνει τη μουσική για  τις ταινίες Mud και Take Shelter.  Ξεκίνησαν να δουλεύουν μαζί από νωρίς, κάνοντας brainstorming τόσο για τον ήχο αλλά και την ατμόσφαιρα που θα έπρεπε να έχει η μουσική της ταινίας. Ο Νίκολς αναφέρει, «Αν ακούσετε τα soundtracks ορισμένων ταινιών επιστημονικής φαντασίας της δεκαετίας του ’80, χαρακτηρίζονται από ηλεκτρονικούς ήχους. Ήξερα ότι ο Ντέιβιντ θα μπορούσε να το κάνει αυτό πολύ καλά, αλλά δεν είχα συνειδητοποιήσει το πόσο καλά, μέχρι που μου έστειλε ένα demo, το οποίο άκουγα κάθε μέρα, πηγαίνοντας στο σετ των γυρισμάτων. Είναι το τραγούδι που ανοίγει την ταινία και παίζει και στους τίτλους τέλους. Κατόρθωσε να συνθέσει ένα κομμάτι μουσικής που δεν ήταν αναπαραγωγή άλλων, αλλά κάτι εντελώς πρωτότυπο. Και γι αυτό ακούγεται σύγχρονο, αλλά και διαχρονικό ταυτόχρονα.»

Ο Γουίνγκο απέφυγε να χρησιμοποιήσει αρκετά από τα σημερινά ψηφιακά εργαλεία για τη σύνθεση της μουσικής, χρησιμοποιώντας αντί αυτών αναλογικά, (Moog, συνθεσάιζερ Juno). Ταυτόχρονα, επιχείρησε να συνδυάσει το  ηλεκτρονικό ηχοτοπίο με πιο συναισθηματικά beats, ακολουθώντας το μοτίβο της ιστορίας. Υπήρξε και κάποια χορωδιακή μουσική στην ταινία, την οποία συνέθεσε η Ola Gjeilo από την Νορβηγία. Οπότε ο Γουίνγκο έπρεπε να ταιριάξει τη μουσική του και σε αυτό το vibe, το οποίο είναι πιο πνευματικό και προκαλεί δέος, και στο οποίο τα έγχορδα έχουν μια πιο εξέχουσα θέση. Επίσης, προσπάθησε ώστε η μουσική να ξεκινά διστακτικά, να «χτίζεται» σιγά σιγά και να κορυφώνεται  προς το τέλος της ταινίας. Πέρα όμως από το να συνδυάζεται με τα επιμέρους συστατικά της ταινίας (sci-fi, καταδίωξη, υπερφυσικό) , θα έπρεπε να αντιπροσωπεύει τα συναισθήματα των ηρώων της ταινίας.