Η πρώτη παραγωγή οπερέτας του Μεγάρου ο “Βαφτιστικός” παρουσιάστηκε το καλοκαίρι που μας πέρασε, στο πλαίσιο του Ελληνικού Φεστιβάλ και κατέκτησε κοινό

και κριτική. Στη νέα καλλιτεχνική περίοδο του Μεγάρου ο Βαφτιστικός ανεβαίνει και πάλι στη σκηνή της Αίθουσας Αλεξάνδρα Τριάντη για 6 παραστάσεις (23,26,27,28/10 & 2,3/11) στο πλαίσιο του κύκλου Όπερα και Οπερέτα.

Με τη σύμπραξη ενός ιδανικού επιτελείου πρωταγωνιστών υπό την έμπειρη και ευρηματική καθοδήγηση του σκηνοθέτη Βασίλη Παπαβασιλείου, η νέα παραγωγή του Βαφτιστικού φιλοδοξεί να δημιουργήσει μια νέα γενιά ακροατών.

Την Καμεράτα, Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής διευθύνει ο Γιώργος Πέτρου, τα σκηνικά και τα κοστούμια είναι της Marie Noelle Semet, οι φωτισμοί του Αντώνη Παναγιωτόπουλου, οι χορογραφίες του Ισίδωρου Σιδέρη, η δραματουργική επεξεργασία του Σωτήρη Χαβιάρα και η μουσική προετοιμασία του Δημήτρη Γιάκα. Τον ρόλο της Βιβίκας ερμηνεύει η σοπράνο Τζίνα Φωτεινοπούλου, της Κικής, η μέτζο Ειρήνη Καράγιαννη, του Χαρμίδη ο τενόρος Γιάννης Χριστόπουλος, του Ζαχαρούλη, ο Δημήτρης Ναλμπάντης, του Συνταγματάρχη, ο τενόρος Ζάχος Τερζάκης. Συμμετέχουν οι ηθοποιοί: Θανάσης Τσαλταμπάσης (Κορτάσης) και Θανάσης Δήμου (Μαρτής, Γκρανκάσας). Συμπράττει η Χορωδία Δήμου Αθηναίων. Τη διδασκαλία της Χορωδίας έκανε ο Σταύρος Μπερής.

Μέγας χορηγός της Καμεράτα, Ορχήστρας των Φίλων της Μουσικής, για την περίοδο 2011-2013 είναι το  Κοινωφελές Ίδρυμα Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης.

Ο Βασίλης Παπαβασιλείου και ο Γιώργος Πέτρου βάζουν ένα στοίχημα με ένα έργο διαχρονικής διασκέδασης, ενεργοποιούν τα αποθέματα χαράς σε μέρες δύσκολες και προτείνουν συναντήσεις αναψυχής με μια εντυπωσιακή παραγωγή της πιο κοσμαγάπητης οπερέτας του ελληνικού ρεπερτορίου.

Ο Βαφτιστικός άρχισε τη διαδρομή του το 1918 και δεν ξεχάστηκε ούτε πάλιωσε ποτέ μια και διαθέτει σε αφθονία ό,τι χρειάζεται η απολαυστική διασκέδαση: συναρπαστικές μελωδίες, φαρσικούς αιφνιδιασμούς στην πλοκή, αισιόδοξη ατμόσφαιρα και οικείες μουσικές, που έκαναν και ανεξάρτητες διαδρομές και εγγράφηκαν στη μνήμη και τη νοσταλγία μας.

Μαέστρος και σκηνοθέτης συναντιούνται ιδανικά σε αυτή τη φρέσκια και δροσερή παραγωγή, με αφετηρία μια ευρύτερη αφηγηματική σχέση με το παρελθόν, με διάθεση για αποκατάσταση της μουσικής αξίας του έργου και με στόχο να απαντήσουμε στο αρνητικό κλίμα της εποχής με ανεπιτήδευτη ψυχαγωγία.

Ο Βαφτιστικός, σε μουσική, πεζό και λιμπρέτο του Σακελλαρίδη, βασίζεται χαλαρά σε μια γαλλική φάρσα και η υπόθεσή του εξελίσσεται μέσα στο κάδρο των Βαλκανικών Πολέμων (1912-13) ή λίγο αργότερα στην επιστράτευση του 1915. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 18 Ιουλίου του 1918 από τον θίασο Παπαϊωάννου, έσπασε τα ταμεία και μαζί με τους Απάχηδες των Αθηνών, του Νίκου Χατζηαποστόλου, έγινε η αγαπημένη οπερέτα του ελληνικού κοινού. Το 1952 έγινε ταινία από την Μαρία Πλυτά με πρωταγωνιστές τον Αλέκο Αλεξανδράκη, την Ανθή Ζαχαράτου και τον Μίμη Φωτόπουλο.

Τα επεισόδια της οπερέτας αυτής, που αντλεί την ψυχαγωγική της δύναμη από το μπουλβάρ, γεμάτα παρεξηγήσεις, ανατροπές και σπιρτόζικα ευρήματα, συγκροτούν μια αλυσίδα από μικροϊστορίες, που διαδραματίζονται στην Αθήνα, με πλαίσιο τη μεγάλη ιστορία του πολέμου. Ένας στρατιωτικός που καταφέρνει με τέχνασμα να μείνει εκτός μάχης και προκαλεί την περιφρόνηση της γυναίκας του και νονάς του Βαφτιστικού, που πολεμάει γενναία και γίνεται αντικείμενο θαυμασμού από τη νονά του και μέτρο σύγκρισης για τη δειλία του συζύγου της, ένας απατεωνάκος που εμφανίζεται υποδυόμενος τον Βαφτιστικό και του οποίου η γυναίκα είναι φίλη της νονάς, μια ερωτική περιπέτεια νονάς και Βαφτιστικού, η αποκάλυψη και η παιγνιώδης κάθαρση.

Από τους πρωτοπόρους και θεμελιωτές της ελληνικής μουσικής άνθησης, ο Σακελλαρίδης κατάφερε να εκπληρώσει το όνειρό του και να γράψει μελωδίες, «που ευωδιάζουν με ένα λεπτό μουσικό άρωμα γεμάτο από την Αττική φύση και την Αττική ομορφιά», όπως έγραψε ο Μανώλης Καλομοίρης στην Νέα Εστία(1950).

Γεννημένος στην Αθήνα το 1883 και με πρώτο του δάσκαλο τον πατέρα του Γιάννη Σακελλαρίδη, ο Θεόφραστος συνέθεσε το αθηναϊκό του άρωμα μετά από σπουδές στην Αθήνα, τη Γερμανία και την Ιταλία, από επιρροές από τη αυστριακή και τη γαλλική οπερέτα και του έδωσε την προσωπική του σφραγίδα με έναν εκλεκτικισμό, κράμα από στοιχεία των δημοτικών τραγουδιών, της καντάδας, της ιταλικής όπερας, των ναπολιτάνικων τραγουδιών, της τσιγγάνικης μουσικής και της λαϊκής μουσικής. Οι μουσικολόγοι υποστηρίζουν ότι αν ήταν Βιεννέζος θα είχε φτάσει στη δόξα του Φραντς Λέχαρ ή του Έμεριχ Κάλμαν.

Στην Ελλάδα του προσφέρθηκε άφθονη η αναγνώριση. Μέχρι να ξεσπάσει ο Β΄ Πόλεμος ήταν από τους πλουσιότερους Έλληνες και είχε ήδη γράψει πάνω από εκατό έργα, από τα οποία ογδόντα οπερέτες. Υπήρξε από τους αστέρες της εποχής του και μόνιμος καλεσμένος στα πάρτι της υψηλής αθηναϊκής κοινωνίας.

Όταν οι Ναζί εισέβαλαν στη ν Ελλάδα, το φθινόπωρο του 1940, ο Σακελλαρίδης άρχισε να χάνει την περιουσία του. Οι θεατρικές παραγωγές σταμάτησαν, η Λυρική Σκηνή έκλεισε και επέζησε πουλώντας τα υπάρχοντά του για ελάχιστα χρήματα, για να εξασφαλίσει το φαγητό της οικογένειάς του. Στο τέλος του πολέμου ήταν απένταρος, πολλά από τα έργα του είχαν χαθεί και άλλα είχαν κλαπεί. Βρήκε δουλειά ως πιανίστας σε κινηματογράφο της Αθήνας και έπαιζε τα μουσικά θέματα σε βωβές ταινίες, συμπλήρωνε το εισόδημά του παίζοντας πιάνο σε αναψυκτήρια και λαϊκά θέατρα της εποχής.

Άρχισε να ξαναγράφει και να σχεδιάζει μια επιστροφή στη μουσική καριέρα που είχε διακόψει ο πόλεμος. Η Λυρική θα ξαναάνοιγε. Τον πρόλαβε η αρρώστια και μετά από πενήντα χρόνια που με τη δροσιά, το γέλιο, την αισιοδοξία και την ηρεμία της μουσικής είχε προσφέρει διασκέδαση σε πολύ κόσμο, πέθανε πάμφτωχος τον Ιανουάριο του 1950 και κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη στο Α΄ Νεκροταφείο.

Ο γιός του Γιάννης Σακελλαρίδης από τον γάμο του (1929) με την Κυριακή Λιτσάκου -κορίτσι της χορωδίας της Λυρικής- είναι πιανίστας και συνθέτης και ζει στις ΗΠΑ.

Μετά τη μεγάλη επιτυχία
της πρώτης παραγωγής οπερέτας του Μεγάρου,
προστίθεται μια ακόμη παράσταση

Κυριακή 4 Νοεμβρίου, ώρα 20.00
Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη