Η Ταινιοθήκη Θεσσαλονίκης αποχαιρετά το 2014 με ένα αφιέρωμα στον σπουδαίο γάλλο δημιουργό Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, το οποίο τιτλοφορείται «Ο ανατρεπτικός Ζαν–Λυκ Γκοντάρ». Το αφιέρωμα θα πραγματοποιηθεί από την Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου έως και την Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014 στην αίθουσα Τάκης Κανελλόπουλος.

Ανάμεσα στους κορυφαίους εκπροσώπους της έβδομης Τέχνης, ο Γκοντάρ με την τολμηρή ματιά και το ανήσυχο πνεύμα του, έκανε πράξη το προσωπικό του αξίωμα «μια ταινία μπορεί να έχει αρχή – μέση – τέλος, αλλά όχι απαραίτητα  με αυτή τη σειρά». Το αφιέρωμα περιλαμβάνει τέσσερις ταινίες του πρωτοπόρου κινηματογραφιστή: Οι καραμπινιέροι (1963), Η περιφρόνηση (1963), Συνέβη στην Αμερική (1966) και Ο σώζων εαυτόν σωθήτω (1980).

Αξίζει να θυμηθούμε ότι:

-Η ταινία Οι καραμπινιέροι, που είναι αφιερωμένη στον μεγάλο γάλλο σκηνοθέτη Ζαν Βιγκό, προκάλεσε έντονες αρνητικές αντιδράσεις κοινού και κριτικής στην εποχή της, αλλά σήμερα θεωρείται ένα από τα καλύτερα έργα της πρώτης περιόδου του Γκοντάρ.

Η περιφρόνηση είναι γυρισμένη σε cinemascope, με εκπληκτική χρωματική παλέτα δια χειρός του Ραούλ Κουτάρ και γυρίσματα στο Κάπρι, στη θρυλική βίλα του ιταλού συγγραφέα Κούρτσιο Μαλαπάρτε.

-Η ταινία Σώζων εαυτόν σωθήτω σηματοδοτεί την επιστροφή του Γκοντάρ σε μια κινηματογραφική «κανονικότητα», ύστερα από μια περίοδο δέκα ετών όπου πειραματιζόταν με το βίντεο και την τηλεόραση.

Πρόγραμμα προβολών:

Πέμπτη 18/12

18.30 Οι καραμπινιέροι

21.00 Συνέβη στην Αμερική

Παρασκευή 19/12

18.30 Η περιφρόνηση

21.00 Ο σώζων εαυτόν σωθήτω

Σάββατο 20/12

18.30 Συνέβη στην Αμερική

21.00 Η περιφρόνηση

Κυριακή 21/12

18.30 Ο σώζων εαυτόν σωθήτω

21.00 Οι καραμπινιέροι

Οι ταινίες αναλυτικά:

Οι καραμπινιέροι / Les carabiniers  / The Soldiers

Γαλλία, 1963

Σκηνοθεσία: Ζαν–Λυκ Γκοντάρ / Jean-Luc Godard. Με τους: Marino Masé, Patrice Moullet, Geneviève Galéa. Ασπρόμαυρη, 75’.

Στο επίκεντρο της ταινίας διεξάγεται ένας πόλεμος, ο οποίος δεν είναι τοποθετημένος ιστορικά και θα μπορούσε να παραπέμπει στον Β’ Παγκόσμιο ή και στον πόλεμο της Αλγερίας, που βρισκόταν εν εξελίξει κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας. Οι καραμπινιέροι, με το δέλεαρ της αρπαγής και της λεηλασίας, στέλνουν δύο αδέλφια -εξαθλιωμένους φτωχοδιάβολους-, τα ονόματα των οποίων (Μιχαήλ Άγγελος και Οδυσσέας) συνδυάζουν τα ομηρικά έπη και την Αναγέννηση, σ’ αυτόν τον απροσδιόριστο πόλεμο, στο όνομα -φυσικά, όπως πάντα-  του βασιλιά, της πατρίδας, του έθνους, του θεού κλπ. Όταν ο πόλεμος τελειώνει, οι «ήρωες» επιστρέφουν σπίτι και στις γυναίκες της οικογένειας, που ονομάζονται Κλεοπάτρα και Αφροδίτη, κουβαλώντας σε μια βαλίτσα τα λάφυρα και τους θησαυρούς του κόσμου που αποκόμισαν από την αποστολή τους και που δεν είναι τίποτε άλλο από μια συλλογή καρτ ποστάλ. Οι καραμπινιέροι οδηγούνται στον βασιλιά για να παρασημοφορηθούν, αλλά εντωμεταξύ ο βασιλιάς έχει ανατραπεί χάνοντας τη μάχη με τον «εσωτερικό εχθρό», οπότε οι επαναστάτες τους τουφεκίζουν, μέσα στο χάος και την κοινωνική αναταραχή που έχει δημιουργηθεί.

Πρόκειται ίσως για την πιο μπρεχτική ταινία του Γκοντάρ, βασισμένη στο θεατρικό έργο του ιταλού Μπενιαμίνο Τζόπολο, στην κινηματογραφική διασκευή του οποίου συνεργάστηκαν οι Ρομπέρτο Ροσελίνι και Ζαν Γκριό (σεναριογράφος του Αλέν Ρενέ και του Φρανσουά Τρυφό). Ταινία που ασκεί σκληρή κριτική στην έννοια, την ιδέα και κυρίως την εικόνα του πολέμου, Οι καραμπινιέροι δεν ακολουθούν κανέναν ρεαλιστικό αφηγηματικό ειρμό, χρονική ακολουθία ή συμβατούς αναπαραστατικούς κώδικες, αλλά μέσα από συνειρμικές διαδρομές, αποτελούν μια από τις πιο εικονοκλαστικές ταινίες του Γκοντάρ. Ενσωματώνοντας στις εικόνες τους αυθεντικά επίκαιρα, γυρισμένα από πολεμικούς ανταποκριτές με κίνδυνο της ζωής τους, με ηθελημένα λάθος ρακόρ (συνδέσεις-περάσματα από το ένα πλάνο στο άλλο), παρεμβάλλοντας στην αφήγηση γραπτά κείμενα (εν είδει μεσότιτλων) που χρησιμοποιούνται για την εξέλιξη της «δράσης» και με μια εξαιρετικά επεξεργασμένη ηχητική μπάντα, Οι καραμπινιέροι προκαλούν ένα σοκ με το ακραία αντι-αφηγηματικό ύφος τους. Στην ταινία υπάρχει μονάχα ένας αρχετυπικός μύθος, το φορτίο της είναι ισχυρά συμβολικό, ενώ απουσιάζει κάθε ψυχολογικό βάθος (οι δύο «ήρωες» είναι λούμπεν και λειτουργούν αποκλειστικά και μόνο με βάση το ζωώδες ένστικτο), καθώς επίσης και κάθε μορφή ηθικολογίας και ιστορικο-κοινωνικής ανάλυσης. Υπάρχει μόνο η φρίκη του πολέμου και όλα όσα τον συνοδεύουν: βία, θάνατος, εξαχρείωση, απάτη, λεηλασία, απληστία, αρπαγή, κερδοσκοπία… Η ταινία που είναι αφιερωμένη στον μεγάλο γάλλο σκηνοθέτη Ζαν Βιγκό, προκάλεσε λυσσαλέες αρνητικές αντιδράσεις (κοινού και κριτικής) στην εποχή της για την ριζοσπαστική της γραφή, αλλά σήμερα θεωρείται ένα από τα καλύτερα έργα της πρώτης περιόδου του Γκοντάρ.

Η περιφρόνηση / Le mépris / Contempt

Γαλλία-Ιταλία, 1963

Σκηνοθεσία: Ζαν–Λυκ Γκοντάρ. Με τους: Brigitte Bardot, Jack Palance, Michel Piccoli, Fritz Lang. Έγχρωμη, 103’.

Μέσα στην καρδιά της Nουβέλ Βαγκ, Η περιφρόνηση του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, αποτελεί μια σφοδρή κριτική του αντισυμβατικού σκηνοθέτη στον αμερικάνικο τρόπο δημιουργίας  ταινιών, που έχουν ως μοναδικό στόχο το κέρδος και ο οποίος αντιτίθεται στο όραμα του σινεμά του δημιουργού. Διασκευάζοντας το ομότιτλο μυθιστόρημα του Aλμπέρτο Μοράβια, η ταινία περιστρέφεται γύρω από τον Πολ (Μισέλ Πικολί), έναν θεατρικό συγγραφέα ο οποίος προσλαμβάνεται από έναν παραγωγό του Χόλιγουντ για να ξαναγράψει το σενάριο μιας φιλόδοξης κινηματογραφικής μεταφοράς της Οδύσσειας. Ο αμερικανός παραγωγός, που τον ερμηνεύει ο Τζακ Πάλανς, δεν έχει μείνει ευχαριστημένος από την εκδοχή του σκηνοθέτη, που δεν είναι άλλος από τον μέγιστο Φριτς Λανγκ, στον ρόλο του εαυτού του. H πανέμορφη γυναίκα του Πολ (Μπριζίτ Μπαρντό) έχει πρόβλημα μαζί του για την ευκολία που αυτός συμβιβάζεται, πουλώντας τις ιδέες του στο όνομα του χρήματος, τον περιφρονεί γι’ αυτό και φεύγει με τον παραγωγό, δίνοντας τέλος στη σχέση τους.

«Το θέμα της ταινίας είναι άνθρωποι που αλληλοκοιτάζονται και κριτικάρουν ο ένας τον άλλον και στη συνέχεια έρχεται ο κινηματογράφος που τους παρατηρεί και τους κριτικάρει, ενσαρκωμένος στο πρόσωπο του Φριτς Λανγκ. Πέρα από την ψυχολογική ιστορία μίας γυναίκας που περιφρονεί τον σύζυγό της, Η περιφρόνηση μοιάζει να είναι η ιστορία των ναυαγών του δυτικού κόσμου, που αποβιβάζονται μια μέρα σ’ ένα έρημο και μυστηριώδες νησί, όπως οι ήρωες του Bερν και του Στήβενσον, ένα νησί που το μυστικό του έγκειται αναμφισβήτητα στην έλλειψη μυστηρίου, δηλαδή την αλήθεια. «Η περιπλάνηση του Οδυσσέα υπήρξε ένα φυσικό φαινόμενο, εγώ όμως γύρισα μία ηθική οδύσσεια: το βλέμμα της κάμερας πάνω στους ήρωες που αναζητούν τον Όμηρο αντικαθιστά το βλέμμα των θεών πάνω στον Οδυσσέα και τους συντρόφους του» λέει ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ γι’ αυτή  την εξαιρετική δημιουργία του. Γυρισμένη σε cinemascope, με εκπληκτική χρωματική παλέτα δια χειρός του Ραούλ Κουτάρ και γυρίσματα στο Κάπρι, στη θρυλική βίλα του ιταλού συγγραφέα Κούρτσιο Μαλαπάρτε, Η περιφρόνηση μιλά με οξύτητα και οξυδέρκεια για την κρίση των αξιών και των διαπροσωπικών σχέσεων, σε μια κοινωνία ολοκληρωτικά αλλοτριωμένη και διαβρωμένη από την κυριαρχία του χρήματος.

Συνέβη στην Αμερική / Made in U.S.A.

Γαλλία, 1966

Σκηνοθεσία: Ζαν–Λυκ Γκοντάρ. Με τους: Anna Karina, László Szabó, Jean-Pierre Léaud. Έγχρωμη, 90’.

Η Πόλα Νέλσον φθάνει στο Ατλάντικ Σίτι της Γαλλίας (μια φανταστική πόλη) για να εξιχνιάσει το μυστήριο της εξαφάνισης του φίλου της, Ντικ. Η αστυνομία την παρακολουθεί και κάποια στιγμή την ανακρίνει για να μάθει τι γνωρίζει ακριβώς για την υπόθεση. Όσο προχωρά η έρευνα, τα πράγματα αντί να ξεκαθαρίζουν μπερδεύονται όλο και περισσότερο και τα πτώματα πληθαίνουν γύρω της, χωρίς ποτέ να μαθαίνουμε εάν σχετίζονται με την υπόθεση. Η ίδια, αμφιλεγόμενη και μυστηριώδης, φαίνεται να είναι μπλεγμένη σε κάποιες από τις  δολοφονίες. Στο τέλος, ωστόσο, το μυστήριο δεν θα διαλευκανθεί…

Ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, εφαρμόζοντας το δικό του αξίωμα ότι «μια ταινία μπορεί να έχει αρχή – μέση – τέλος, αλλά όχι απαραίτητα  με αυτή τη σειρά», αυτοσχεδιάζει, βασισμένος ελεύθερα στο αστυνομικό μυθιστόρημα του Ρίτσαρντ Σταρκ Το φέρετρο ήταν άδειο και δημιουργεί, στην οπτική του φιλμ νουάρ, μια σκοτεινή, μπερδεμένη και συνειδητά ασυνάρτητη ταινία. Χρησιμοποιώντας τις τεχνικές του κολάζ και του cut-up και με έκδηλες αναφορές στο αμερικανικό σινεμά (οι ήρωες ονομάζονται Ρίτσαρντ Γουίντμαρκ, Ντόναλντ Σίγκελ, Ρόμπερτ Όλντριτζ) και στις υποθέσεις των δολοφονιών του Κένεντι και του Μπεν Μπάρκα, το Συνέβη στην Αμερική είναι μονταρισμένο με τη λογική του κόμικς – ένα είδος αινιγματικού και ανολοκλήρωτου παζλ, το οποίο ποτέ δεν φανερώνει την τελική του εικόνα. Ταυτόχρονα, στέκει σαν μια αντανάκλαση σε σπασμένο καθρέφτη ενός συγκεχυμένου, ασταθούς, γεμάτου μυστικά και διαρκώς μεταβαλλόμενου σύγχρονου κόσμου. Ταινία ιδιαίτερη, που υπονομεύει διαρκώς την αναπαραστατική διαδικασία και ακραία αντι-αφηγηματική, παραμένει μια από τις πιο ρηξικέλευθες δημιουργίες της πολύπλοκης και αντιφατικής φιλμογραφίας του Γκοντάρ.

Ο σώζων εαυτόν σωθήτω / Sauve qui peut (la vie) / Every Man for Himself

Γαλλία, 1980

Σκηνοθεσία: Ζαν–Λυκ Γκοντάρ. Με τους: Isabelle Huppert, Jacques Dutronc, Nathalie Baye. Έγχρωμη, 88’.

Η ταινία εξελίσσεται σε τέσσερα μέρη, εν είδει μουσικής παρτιτούρας. Το πρώτο με τίτλο «Φανταστικό» έχει ως κύριο πρόσωπο την Ντενίζ, η οποία εγκαταλείπει τη δουλειά της στην τηλεόραση και τον εραστή της, τον σκηνοθέτη Πολ Γκοντάρ (!) για να πάει να ζήσει στην επαρχία. Στο δεύτερο μέρος με τίτλο «Φόβος», ο ήρωας, ο Πολ, εγκλωβισμένος σε μια συναισθηματική παγίδα και κυρίως αδυνατώντας να διαχειριστεί τις σχέσεις του με τις γυναίκες, φοβάται να αφήσει την πόλη και να ακολουθήσει την ερωμένη του. Στο τρίτο μέρος, το «Εμπόριο», το κεντρικό πρόσωπο είναι η Ιζαμπέλ, μια επαρχιώτισσα που έρχεται στην πόλη για να βγάλει τα προς το ζην, ασκώντας το αρχαιότερο επάγγελμα του κόσμου και η οποία παρουσιάζεται ως υποψήφια ένοικος για το διαμέρισμα της Ντενίζ. Ο Πολ βρίσκεται ανάμεσα σε αυτές τις δύο γυναίκες. Η Ντενίζ φεύγει, η Ιζαμπέλ μένει, ενώ ο Πολ, που δεν θέλει ούτε να φύγει αλλά ούτε και να μείνει, αντιμετωπίζει ένα υπαρξιακό και συναισθηματικό κενό. Στο τέταρτο και τελευταίο μέρος της ταινίας με τίτλο «Μουσική», συγκεντρώνονται όλα τα πρόσωπα της ταινίας, τα μουσικά θέματα και οι ζωές των ηρώων συναντώνται, διαπλέκονται και συγκρούονται, για να ακολουθήσει στο τέλος ο καθένας τον δικό του δρόμο.

Το Σώζων εαυτόν σωθήτω είναι η επιστροφή του Γκοντάρ σε μια κινηματογραφική «κανονικότητα», ύστερα από μια μεγάλη περίοδο δέκα ετών, όπου πειραματίστηκε με το βίντεο και την τηλεόραση. Πρόκειται για μια ταινία μεγάλης στυλιστικής ωριμότητας και ουσιαστικού προβληματισμού σχετικά με την ανθρώπινη κατάσταση: λιτή χρήση των  εκφραστικών μέσων (χωρίς τις αισθητικές εκκεντρικότητες της πρώτης περιόδου), αυστηρά πειθαρχημένη δομή και αφηγηματική οικονομία. Η  ταινία όμως, (καθόλου τυχαίος ο τίτλος), έχει μια ζοφερή οπτική σε ό,τι αφορά τον τρόπο που βλέπει την σύγχρονη πραγματικότητα, όπου τα πάντα έχουν εμπορευματοποιηθεί. Σχολιάζει τον εξανδραποδισμό και την ολοκληρωτική αλλοτρίωση του ανθρώπου, κυρίως από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και ειδικά από την τηλεόραση, που έχει αλώσει κάθε δίοδο πραγματικής επαφής και  επικοινωνίας. Το βλέμμα του φιλμ (και του Γκοντάρ) είναι σαρκαστικό μεν και χλευαστικό, αλλά την ίδια στιγμή και βαθιά πεσιμιστικό και κυνικό,  μ’ έναν απελπισμένο τρόπο. Η τελική σκηνή με τον Πολ χτυπημένο από αυτοκίνητο στη μέση του δρόμου, είναι ένα μηδενιστικό μνημείο απανθρωπιάς και ευτελισμού της αξίας της ανθρώπινης ζωής. Έξοχο το πρωταγωνιστικό τρίο με τους Ιζαμπέλ Ιπέρ, Ναταλί Μπεΐ και Ζακ Ντιτρόν.