Το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών καλωσορίζει τον νεαρό συνθέτη και πιανίστα Αλέξανδρο Δρόσο σε μία συναυλία την Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου, ώρα 20:30 στην Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος.

Η νέα Σειρά «Καλοσώρισμα-Νέοι καλλιτέχνες στο Μέγαρο», η οποία εγκαινιάσθηκε φέτος και βρήκε μεγάλη ανταπόκριση στους φίλους της μουσικής όλων των ηλικιών, υποδέχεται αυτόν το μήνα έναν ακόμη νεαρό καλλιτέχνη, τον Αλέξανδρο Δρόσο, που θα φιλοξενηθεί υπό τη διπλή ιδιότητα του σολίστ του πιάνου και του συνθέτη.

Ο εικοσιπεντάχρονος πιανίστας και δημιουργός που ζει μόνιμα στη Γερμανία, εμφανίζεται για πρώτη φορά στο Μέγαρο. Επέλεξε να περιλάβει στο πρόγραμμά του έργα δύο κορυφαίων εκπροσώπων της σύγχρονης ευρωπαϊκής μουσικής: του Γάλλου Ολιβιέ Μεσσιάν (ένα απόσπασμα από τα Είκοσι βλέμματα πάνω στο Θείο Βρέφος) και του Ολλανδού Σίμεον τεν Χολτ (Canto Ostinato). Στο πρώτο μέρος της συναυλίας, ο Αλέξανδρος Δρόσος θα παίξει ακόμη δύο πρόσφατες δικές του συνθέσεις (Ακολουθία και The Abundant Lake).

Ο Αλέξανδρος Δρόσος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1989, αλλά τον κέρδισε το Βερολίνο που έχει γίνει το ορμητήριό του, εδώ και μερικά χρόνια, για τις διεθνείς καλλιτεχνικές του δραστηριότητες,  δραστηριότητες που συνδυάζουν την κινητικότητα ενός σολίστ του πιάνου με τη δημιουργικότητα ενός συνθέτη και την αγάπη για τα παλιά πληκτροφόρα, αφού ο Δρόσος έχει εντρυφήσει και στην τέχνη της αναπαλαίωσης πιάνων. Ο ανερχόμενος σολίστ και συνθέτης είναι απόφοιτος του Ωδείου της Μουσικής Εταιρείας Αθηνών (δίπλωμα πιάνου, 2006). Μελέτησε ανώτερα θεωρητικά με τον συνθέτη Μάικλ Μπιόντι και συνέχισε τις σπουδές του στο Ωδείο Μουσικής και Χορού Λάμπαν στο Λονδίνο, όπου δάσκαλοί του στη σύνθεση ήταν οι Τζέσσεν και Μέρκοτ και στο πιάνο ο Ρότζερ Γκρην.

Σήμερα, μελετά πιάνο με τον Ουλουγκμπέκ Παλβάνοφ. Το 2009, κέρδισε το βραβείο σύνθεσης “Daryl Runswick” για το έργο δωματίου Bricks και το 2011, οπότε και αποφοίτησε με άριστα από το Ωδείο Λάμπαν, απέσπασε το βραβείο σύνθεσης “John Halford” για την πιανιστική του δημιουργία The Abundant Lake.

Το έργο του Nenikikamen (2013) επιλέχθηκε και παρουσιάσθηκε, σε συνεργασία με χορογράφους και χορευτές της Σχολής Χορού Λάμπαν, στο Φεστιβάλ Κουαρτέτου Εγχόρδων του Γκρήνουιτς. Ως πιανίστας έχει παίξει επανειλημμένα στο Λονδίνο και το Βερολίνο. Το 2013, είχε την επιμέλεια της ηλεκτρονικής μουσικής επένδυσης για την παράσταση Waiting for night (Αναμονή για τη νύχτα) της ομάδας Oper(Ο) στο Θέατρο Τέχνης. Ο Αλέξανδρος Δρόσος έχει συμμετάσχει  σαν συνθέτης και performer στην εβδομάδα ‘FYTA Bianella: 20 Χρόνια Φύκος’, οργανωμένη στο πλαίσιο της Biennale της Αθήνας, από το conceptual performance group ΦΥΤΑ.

Στο πρώτο μέρος της βραδιάς, θα ακουσθεί ένα από τα μέρη του έργου Είκοσι βλέμματα πάνω στο Θείο Βρέφος του Ολιβιέ Μεσσιάν (1908-1992), και συγκεκριμένα το απόσπασμα XV: Le baiser de l’Enfant-Jésus [Ο ασπασμός του Θείου Βρέφους]. Πρόκειται για μια από τις διασημότερες πιανιστικές συνθέσεις του 20ού αιώνα. Γράφτηκε στα 1944 και παρουσιάσθηκε σε πρώτη εκτέλεση από την ξακουστή βιρτουόζο Υβόν Λοριό στο Παρίσι, στην Αίθουσα Γκαβώ τον Μάρτιο του 1945. Ο συνθέτης, οργανίστας και… ορνιθολόγος Ολιβιέ Μεσσιάν θήτευσε δίπλα στους Ντυκά και Ντυπρέ στο Ωδείο του Παρισιού (1919-30), όπου και δίδαξε από το 1941 έως το 1978. Παραλλήλως, εργάσθηκε ως σολίστ του εκκλησιαστικού οργάνου επί έξι δεκαετίες (1931-92) στον Ναό της Αγίας Τριάδος στο Παρίσι. Διακεκριμένοι δημιουργοί του 20ού αιώνα μελέτησαν σύνθεση δίπλα του, όπως οι Μπουλέζ, Στόκχαουζεν, Μυράιγ και Ξενάκης. Ο Μεσσιάν ανέπτυξε προσωπικό ύφος, το οποίο χαρακτηρίζεται από πολλές αρμονικές και μελωδικές καινοτομίες, ασυνήθη ρυθμικά σχήματα επηρεασμένα από τους αρχαιοελληνικούς τρόπους και την ινδουιστική μουσική, καθώς και από πρωτοποριακές ενορχηστρώσεις (χρησιμοποίησε τα κύματα Μαρτενό και σπάνια κρουστά στα έργα του).

Στο πρώτο μέρος της συναυλίας, το κοινό θα έχει επίσης την ευκαιρία να γνωρίσει δύο δημιουργίες του Αλέξανδρου Δρόσου που γράφτηκαν με δύο χρόνια διαφορά. Ο νεαρός πιανίστας και συνθέτης θα αρχίσει με το πιο πρόσφατο έργο του, την Ακολουθία (2013), η οποία συνιστά το αποτέλεσμα της νοσταλγικής διάθεσης του Δρόσου για μια παιδικότητα με βασικό στοιχείο την επαφή με τα βιντεοπαιχνίδια. Σημείο αναφοράς υπήρξε μια μελωδία του Ολλανδού DJ Kettel. Το κομμάτι είναι προσωπικός φόρος τιμής του Δρόσου στις ατέλειωτες εικονικές εμπειρίες των παιδικών του χρόνων. Η δεύτερη δημιουργία του τιτλοφορείται The Abundant Lake (2011). Ο τίτλος παραπέμπει στις φυσικές ιδιότητες του νερού αλλά και στον μαθηματικό τύπο των υπερτελών –ή πληθωρικών– αριθμών (abundant numbers), ο οποίος και αποτελεί το κύριο συνθετικό εργαλείο του δεύτερου μέρους του έργου. Η βραβευμένη σύνθεση του Δρόσου απεικονίζει μια λίμνη. Αποτελείται από δύο μέρη: το πρώτο περιγράφει τη δημιουργία της λίμνης και δίνει έμφαση στο στοιχείο της τυχαιότητας, ενώ το δεύτερο αναφέρεται στην ύπαρξή της και στον οργανωτικό ρόλο των Μαθηματικών μέσα στο φυσικό περιβάλλον.

Ολόκληρη η δεύτερη ενότητα του ρεσιτάλ του Αλέξανδρου Δρόσου στο Μέγαρο είναι αφιερωμένη στον Σίμεον τεν Χολτ (1923-2012) και στο έργο του Canto Ostinato για ένα ή περισσότερα πληκτροφόρα όργανα (1976-1979). Γεννημένος στο Μπέργκεν της Βόρειας Ολλανδίας, ο Σίμεον τεν Χολτ μελέτησε πιάνο και θεωρητικά με τον συνθέτη και συμπατριώτη του Γιάκομπ φαν Ντόμσελαερ, η γραφή του οποίου άσκησε σημαντική επιρροή στις πρώτες συνθετικές του απόπειρες για πιάνο, ένα όργανο ιδιαιτέρως προσφιλές στον τεν Χολτ. Το 1949, ο νεαρός Ολλανδός δημιουργός μετεγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου πήρε μαθήματα στην École Normale από τους Ονεγκέρ και Μιγιώ. Πέντε χρόνια μετά, επέστρεψε στο Μπέργκεν, οπότε άρχισε να επεξεργάζεται τη λεγόμενη «μέθοδο της διαγώνιας ιδέας», σε μια προσπάθεια να συμφιλιώσει την τονικότητα με την ατονικότητα. Την ίδια περίοδο, δημοσίευσε λογοτεχνικά και φιλοσοφικά κείμενα, ενώ έδωσε επίσης συναυλίες ως πιανίστας στην Ολλανδία και την Πολωνία. Το 1968, ίδρυσε την Ομάδα Εργασίας Σύγχρονης Μουσικής του Μπέργκεν και άρχισε να δουλεύει επάνω σε συνθέσεις ηλεκτρονικής μουσικής και αλεατορικές τεχνικές. Από το 1970 έως το 1987 δίδαξε στην Ακαδημία Οπτικών Τεχνών  του Άρνεμ. Το Canto Ostinato για τέσσερα πληκτροφόρα πρωτοπαρουσιάσθηκε το 1979. Από τις μεταγενέστερες εκτελέσεις του ξεχωρίζει αυτή του Γκαλά Ολλανδικής Μουσικής στο Κονσέρτχεμπαου του Άμστερνταμ, το 1985, η οποία ενθουσίασε κοινό και κριτικούς. Στο Canto Ostinato είναι εμφανείς τόσο η οργανική πλέον σχέση του συνθέτη με το πιάνο, όσο και η επιθυμία της διαρκούς αναζήτησης ενός άγνωστου στόχου. Η παρτιτούρα λειτουργεί για τον ερμηνευτή ή τους ερμηνευτές (δεν προσδιορίζεται ο αριθμός τους) σαν μία οδός γενικής κατεύθυνσης αλλά με την ελευθερία της παρέκκλισης, αφού υπάρχουν μέρη της σύνθεσης που είναι δυνατόν είτε να επαναληφθούν είτε να παραλειφθούν κατά την εκτέλεση, αναλόγως με την επιθυμία του ή των σολίστ. Τη δεκαετία του 1980, η μουσική του Τεν Χολτ έγινε ευρύτερα γνωστή, καθώς οι συνθέσεις του παίζονταν όχι μόνο σε συναυλιακούς αλλά και σε δημόσιους χώρους. Πολλές από αυτές τις ζωντανές ερμηνείες έχουν αποτυπωθεί σε δίσκους ακτίνας.