Το βιβλίο του Μαρσέλ Προυστ, Ο αδιάφορος και άλλα κείμενα των νεανικών χρόνων, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση των Νίκης Καρακίτσου – Ντουζέ και Βάσως Νικολοπούλου.

Από το 1893 µέχρι το 1896 ο νεαρός Προυστ ακονίζει τα µαχαίρια του ως συγγραφέας στο περιοδικό La Revue blanche. Αποσπασµατικά, προσχεδιάζει ένα προσωπικό, µελλοντικό ακόµη, σύµπαν. Η οµοφυλοφιλική εξοµολόγηση στο “Πριν πέσει η νύχτα” εκθέτει τα άγχη του πόθου-πόνου, το σύντοµο “Ανάµνηση” επικεντρώνεται εξ ολοκλήρου στη δύναµη της αίσθησης, ενώ το “Κατά της ασάφειας”, τελευταίο του κείµενο για το La Revue blanche, επιβεβαιώνει το ενδιαφέρον του για την υιοθέτηση µιας µαχητικής στάσης, αλλά και τη βούλησή του να αναπτύξει έναν προβληµατισµό γύρω από την αλήθεια της λογοτεχνίας. Τα κείµενα αυτά, που δε θα συµπεριληφθούν στη συλλογή “Τέρψεις και Ηµέραι”, το πρώτο του βιβλίο που εκδόθηκε το 1896, προσεγγίζουν θέµατα που θα διατρέξουν συνολικά ολόκληρο το έργο του “Αναζητώντας τον χαµένο χρόνο”.
Στον “Αδιάφορο”, όπως και στο “Πριν πέσει η νύχτα”, κυριαρχεί ο πόθος. Το διήγηµα αυτό πρωτοδηµοσιεύεται την 1η Μαρτίου του 1896 στο La vie contemporaine et Revue parisienne reunies. Με τη συµπυκνωµένη αφηγηµατική πλοκή και το τέλειο κλείσιµο της ιστορίας ο συγγραφέας µένει πιστός στις υφολογικές απαιτήσεις του διηγήµατος. Ακολουθεί την οπτική µιας ερωτευµένης γυναίκας και θεµελιώνει τη φαινοµενολογία της παθιασµένης συνείδησης, µελετώντας και αναλύοντας τον έρωτα σε όλη τη διάρκειά του (από τη στιγµή που γεννιέται µέχρι το τέλος του), στις ποικίλες περιπλοκές του (κοινωνικές και διαπροσωπικές) και στη συναισθηµατική του υπόσταση (ο έρωτας στον Προυστ είναι ένας γολγοθάς)…


O Mαρσέλ Προυστ (Bαλαντέν-Λουί-Zωρζ-Eζέν-Mαρσέλ) γεννήθηκε στην εξοχή του Οτέιγ, κοντά στο Παρίσι, το 1871. Σπούδασε νομικά, πολιτικές επιστήμες και φιλοσοφία. Γόνος πλούσιας, αστικής οικογένειας -ο πατέρας του ήταν φημισμένος γιατρός- δεν άργησε να βρεθεί στο περιβάλλον της υψηλής κοινωνίας της πρωτεύουσας και άρχισε να δημοσιεύει άρθρα κοσμικού περιεχομένου σε διάφορα έντυπα. Εργάστηκε για ένα διάστημα σε βιβλιοθήκη, ώσπου ανακάλυψε την κλίση του στη λογοτεχνία, στην οποία αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά, για να καταλήξει τελικά σε πλήρη σχεδόν απομόνωση από τον έξω κόσμο: κοιμόταν την ημέρα και έγραφε τη νύχτα σε ένα δωμάτιο επενδυμένο με φελλό. Ανάμεσα στο 1895 και στο 1899 ασχολήθηκε με ένα μυθιστόρημα που έμεινε ημιτελές και εκδόθηκε μετά τον θάνατό του, το 1952, με τον τίτλο “Ζαν Σαντέιγ”. Έγραψε επίσης ποιήματα, σύντομα αφηγήματα, άρθρα και μεταφράσεις. Ορισμένα από τα αφηγήματα αυτά δημοσιεύτηκαν το 1896 στον τόμο “Τέρψεις και ημέρες”, με πρόλογο του Ανατόλ Φρανς και σχέδια της Μαντάμ Λεμαίρ. Η χλιαρή τους υποδοχή από το κοινό και ορισμένα προβλήματα πλοκής τον έκαναν να εγκαταλείψει το μυθιστόρημά του “Ζαν Σαντέιγ”, ώσπου, γύρω στο 1907, καταπιάστηκε με τον πολύτομο μυθιστορηματικό κύκλο “Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο”. Ο πρώτος τόμος του κύκλου, “Από τη μεριά του Σουάν”, που οι εκδότες τον απέρριπταν ο ένας μετά τον άλλον, εκδόθηκε με έξοδα του συγγραφέα το 1913. Ακολούθησαν οι τόμοι “Στον ίσκιο των ανθισμένων κοριτσιών”, ο οποίος του χάρισε το βραβείο Γκονκούρ και τη φήμη, το 1918, “Η μεριά του Γκερμάντ”, σε δύο τόμους, 1920 και 1921, και “Σόδομα και Γόμορρα”, επίσης σε δύο τόμους, 1921 και 1922. Aσθματικός από μικρός, ο Προυστ πεθαίνει από πνευμονία το 1922. Οι τρεις τελευταίοι τόμοι, αν και ολοκληρωμένοι, κυκλοφόρησαν μετά τον θάνατό του, με την επιμέλεια του αδελφού του Ρομπέρ: “Η φυλακισμένη”, 1923, “Η δραπέτις/Η εξαφάνιση της Αλμπερτίν”, 1925 και “Ο ξανακερδισμένος χρόνος”, 1927. Το 1927 κυκλοφόρησαν τα “Χρονικά”, ένας τόμος με δημοσιευμένα άρθρα του. Μετά το θάνατό του, ο Προυστ πήρε γρήγορα τη θέση του ως ένας από τους σημαντικότερους μυθιστοριογράφους του εικοστού αιώνα κι ένας από τους πιο σημαντικούς κριτικούς της εποχής του. Tο έργο του προκάλεσε έναν πολύ μεγάλο αριθμό από αναλυτικές εργασίες και συνθετικές μελέτες και επηρέασε συγγραφείς όπως οι Τζέιμς Τζόις, Βιρτζίνια Γουλφ, Κλοντ Σιμόν, κ.ά.


Ο Γιάννης Αντωνιάδης γράφει κριτική για το βιβλίο.