Η «Νυχτερινή Καταδίωξη» («Run All Night»), του Ζομ Κολέ-Σερά, με τους οι Λίαμ Νίσον, Έντ Χάρις, Τζόελ Κίναμαν και Κόμον, θα βγει στις ελληνικές αίθουσες την Κυριακή του Πάσχα, 12 Απριλίου 2015, από την Tanweer.

Σύνοψη

Σε αυτή την περιπέτεια δράσης, ο Λίαμ Νίσον είναι ο βιρτουόζος εκτελεστής του Μπρούκλιν, Τζίμι Κόνλον παλαιότερα γνωστός και ως «νεκροθάφτης». Βρίσκεται σε δύσκολη θέση, καθώς ο καλύτερός του φίλος και αφεντικό της μαφίας αρχίζει και πληρώνει τα λάθη του παρελθόντος. Συγχρόνως, ένας επίμονος ντετέκτιβ βρίσκεται στα χνάρια του και ο γιος του, τον οποίο έχει εγκαταλείψει χρόνια πριν, γίνεται στόχος δολοφονίας. Ο Τζίμι, θα πρέπει μέσα σε μία νύχτα να διαλέξει πλευρά. 


Πρωταγωνιστούν: Λίαμ Νίσον, Έντ Χάρις, Τζόελ Κίναμαν, Κόμον, Βίνσεντ Ντ’Ονόφριο

Σκηνοθεσία/ Σενάριο:  Ζομ Κολέ-Σερά
Σενάριο: Μπραντ Ίνγκελσμπι

Παραγωγή: Ρόϊ Λι, Μπρούκλιν Γουίβερ, Μάικλ Τάντρος
Φωτογραφία: Μάρτιν Ρούε
Καλλιτεχνική Διεύθυνση Σάρον Σέιμουρ

Μοντάζ: Ντιρκ Βέστερβελτ
Μουσική: Τομ Χόλκενμποργκ (Junkie XL)

Κοστούμια: Κάθριν Μαρί Τόμας
Διάρκεια: 114’
Διανομή: Tanweer


Αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα

Ο εκτελεστής Τζίμι Κόνλον, γνωστός και ως «νεκροθάφτης», έχει ζήσει μια ζωή γεμάτη τύψεις για το παρελθόν του,  γεμάτη από λάθη που έχει κάνει και δεν θα μπορέσει να πάρει ποτέ πίσω. Οι αποφάσεις του τον κυνηγούν και τον πληγώνουν. Του κυριεύουν το μυαλό με το που ανοίγει τα μάτια του το πρωί και στοιχειώνουν τα όνειρά του το βράδυ. Και την ίδια στιγμή, πληγώνουν τόσο τον ίδιο αλλά, ακόμα χειρότερο, και εκείνους που αγαπά.

Είναι Χριστούγεννα και ο Τζίμι ζει ολομόναχος σε ένα βρώμικο και σκοτεινό διαμέρισμα στο Μπρούκλιν, αποξενωμένος από την οικογένειά του. Και ξαφνικά, παίρνει μία καθοριστική απόφαση να περισώσει ό,τι έχει απομείνει από τη ζωή του.

Στη ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ ο Λίαμ Νίσον πρωταγωνιστεί ως ο Κόνλον και έχει στη διάθεσή του μόνο μία νύχτα για να έρθει αντιμέτωπος με το πρώην αφεντικό του προκειμένου να προστατεύσει το γιο του. Έτσι, ξεκινά ένα ανελέητο κυνηγητό όπου ο ίδιος είναι ο No1 καταζητούμενος άνθρωπος στη Νέα Υόρκη, και για τις δύο πλευρές του νόμου.

Ο Νίσον για άλλη μια φορά συνεργάζεται με τον σκηνοθέτη Ζομ Κολέ-Σερά, τον οποίο περιγράφει ως «αδελφό» και λέει ότι αντιμετωπίζει τις ταινίες δράσης «όπως τις μουσικές συμφωνίες.» Ο Κολέ-Σερά αναφέρει, «ήταν ένα από τα καλύτερα σενάρια που έχω διαβάσει ποτέ. Η φράση ‘αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα’ συνοψίζει τέλεια την ιστορία. Οι χαρακτήρες ήταν βγαλμένοι από την πραγματικότητα, γεμάτοι ψυχή.»

Ο σκηνοθέτης αποκαλύπτει ότι αμέσως σκέφτηκε τον Νίσον για το ρόλο του Τζίμι, όχι μόνο γιατί είναι ένας ηθοποιός μεγάλης εμβέλειας, αλλά και πατέρας, συνεπώς θα μπορούσε να συνδεθεί με την ιστορία σε ένα εντελώς άλλο επίπεδο. Για τον Εντ Χάρις επεφύλαξε το ρόλο του Σον Μαγκουάιρ, του αφεντικού της μαφίας, ο οποίος θέλοντας να πάρει εκδίκηση για το γιο του, στρέφεται εναντίον του Κόνλον με όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή του.

Το σενάριο ήρθε στα χέρια του παραγωγού Ρόι Λι μέσω του (επίσης παραγωγού) Μπρούκλιν Γουίβερ, ο οποίος είναι μάνατζερ του σεναριογράφου Μπραντ Ίνγκελσμπι. Ο Γουίβερ λέει, «Στην τέταρτη σελίδα είχα ήδη ανατριχιάσει και από την σελίδα 11 ήξερα ότι ήθελα να κάνω αυτή την ταινία.»

Ο Κολέ-Σερά αναφέρει, «Οι περισσότεροι άνθρωποι επιθυμούν να μπορούσαν να γυρίσουν πίσω το χρόνο και να διορθώσουν έστω και ένα στραβό της ζωή τους. Το να μπορέσεις πραγματικά να έχεις αυτήν την ευκαιρία και να εξιλεωθείς είναι πολύ ελκυστικό και ο καθένας μας μπορεί να ταυτιστεί με μία τέτοια κατάσταση.»

Τιμωρία

 

Μπορεί το αίμα νερό να μη γίνεται, αλλά οι δεσμοί της μαφίας μπορούν κάποιες φορές, να το καταφέρουν ακόμα και αυτό. Ο Τζίμι ξέρει πολλά, επειδή έχει εμπλακεί σε πολλές σκοτεινές υποθέσεις. Όμως αυτά που ξέρει του έχουν στοιχίσει.  Ανήκει σε μια «ομάδα» που ακολουθεί το δικό της κώδικα ηθικής , ο οποίος είναι απαράβατος. Η πίστη σε αυτό τον κώδικα είναι το παν. Και αυτό δημιουργεί τη σύγκρουση στην ταινία, γιατί όταν τα πράγματα σοβαρεύουν, ο Κόνλον θα πρέπει να επιλέξει ανάμεσα σ’ αυτόν και στην κανονική του οικογένεια.

Το αφεντικό του Τζίμι, ο Σον Μαγκουάιρ, είναι ό,τι έχει απομείνει από την ιρλανδική μαφία που κυριαρχούσε στις δυτικές συνοικίες της Νέας Υόρκη, τη δεκαετία του ’70 μαζί με τη βία και τα ναρκωτικά. Τα περισσότερα από τα αφεντικά της μαφίας είναι ή νεκρά ή στη φυλακή. Ο Τζίμι και ο Σον είναι οι μοναδικοί που έχουν καταφέρει να επιβιώσουν. 

 «Ο Τζίμι είναι το κατάλοιπο μιας περιόδου. Αγωνίζεται  να επιβιώσει στο σήμερα, όμως δεν υπάρχει πια χώρος γι’ αυτόν,» περιγράφει ο Νίσον. «Έχει δώσει τα πάντα για το αφεντικό του,  αλλά το μόνο που του έχει απομείνει από την προηγούμενη ζωή του είναι τύψεις. Η μοναδική του οικογένεια είναι ο Σον Μαγκουάιρ. Αυτός είναι τον παν για εκείνον. Σ’ αυτόν στρέφεται όταν χρειάζεται βοήθεια, όπως χρήματα για να πληρώσει το λογαριασμό θέρμανσης. Αυτός είναι ο μοναδικός στον οποίο μπορεί να στηρίζεται.»

Ο Τζίμι κουβαλά ένα βαρύ φορτίο: πίστη σε μια οικογένεια εγκλήματος που γι’ αυτόν  – και με δική του επιλογή – είναι πιο πολύ οικογένεια, απ’ ότι η κανονική του. Ωστόσο, προσπαθεί να κρατήσει μακριά το γιο του απ’ αυτή την κατάσταση.  Έτσι, βρίσκεται σε πραγματικά δύσκολη θέση.

Ήταν η πρώτη φορά που ο Νίσον και ο Χάρις είχαν την ευκαιρία να συνεργαστούν στη μεγάλη οθόνη. Την περίοδο των γυρισμάτων της ταινίας, ο Χάρις έδινε οκτώ παραστάσεις την εβδομάδα στο Broadway, οπότε η παραγωγή προσάρμοσε ανάλογα όλο το πρόγραμμα των γυρισμάτων για να εξασφαλίσει ότι θα τον έχει στο σετ.

Αντίθετα με τον Τζίμι και τον Σον που έχουν πολλά κοινά, οι γιοί τους, παρά το γεγονός ότι  έχουν μεγαλώσει στην ίδια πόλη και μέσα στις βρώμικες δουλειές των πατεράδων τους, δεν θα μπορούσαν να είναι πιο διαφορετικοί.

Ο Τζόελ Κίναμαν πρωταγωνιστεί στο ρόλο του Μάικ Κόνλον, του αποξενωμένου γιού του Τζίμι, ο οποίος δεν θέλει να έχει καμία σχέση με τον πατέρα του ή τη δουλειά του, ειδικά από τότε που ο Τζίμι τους εγκατέλειψε. Το πέρασμά του από την επαγγελματική πυγμαχία δεν του βγήκε, και έτσι για να ζήσει την οικογένειά του, εκτός από τη μικρή εταιρεία κατασκευών που έχει, είναι και οδηγός λιμουζίνας. Η μόνη φορά που ο Μάικ έχει δει τον Τζίμι τα τελευταία πέντε χρόνια ήταν στην κηδεία της μητέρας του, και ακόμα και τότε ο Τζίμι φαινόταν μεθυσμένος. Ο Τζίμι δεν έχει καν συναντήσει τη γυναίκα του γιου του ή τις εγγονές του. Ο Τζίμι δεν αποτέλεσε ποτέ πατρική φιγούρα για εκείνον και έτσι ο Μάικ παίρνει το δικό του ρόλο ως πατέρα πολύ σοβαρά. Γι’ αυτό και δουλεύει τόσο σκληρά.

Η ανάγκη του Μάικ να αποτελεί πατρικό πρότυπο φαίνεται και στο πως συμπεριφέρεται στα παιδιά που εκπαιδεύει στο μποξ. Γι’ αυτή την πτυχή του ρόλου του, ο Κίναμαν προετοιμάστηκε για τρεις μήνες, μαθαίνοντας μποξ από επαγγελματίες. Η αγάπη του για την πυγμαχία αποδεικνύει μεταξύ άλλων, τη βαθιά οργή που κρύβει μέσα του και του δίνει τα εφόδια που χρειάζεται για να αμυνθεί όταν χρειάζεται. 

Παρά το γεγονός ότι οι γιοι του  Τζίμι και του Σον έχουν πάρει διαφορετικά μονοπάτια, ο Ντάνι Μαγκουάιρ είχε τα δικά του θέματα. Μπορεί να έχει ακολουθήσει σε γενικές γραμμές τα χνάρια του πατέρα του, αλλά υπάρχει μία σταθερή κόντρα μεταξύ τους. Σε ένα βαθμό προσπαθεί να μιμηθεί, αλλά και να τον ξεπεράσει.

Ο Ντάνι και ο Μάικ είναι σαν το γιν και το γιανγκ. Ο Μάικ ακολουθεί τον ίσιο δρόμο: έχει μια οικογένεια, μια τίμια δουλειά. Θέλει να αποστασιοποιηθεί και να διαφοροποιηθεί από τον πατέρα του. Ο Ντάνι από την άλλη είναι φιλόδοξος, μπλέκει με την παρανομία και προσπαθεί να ξεχωρίσει με κάθε τίμημα. Είναι ο τρόπος του για να αποδείξει στον πατέρα του ότι αξίζει. 

Μία νύχτα, ο ένας μπλέκεται στο χνάρια του άλλου. Ο Μάικ παίρνει στο ταξί του κάποιους εμπόρους ναρκωτικών που συνδέονται με τον Ντάνι και άθελά του γίνεται μάρτυρας ενός φόνου στον οποίο εμπλέκεται και ο Ντάνι. Από εκείνη τη στιγμή ολόκληρη η ζωή του αλλάζει. Και το μόνο πρόσωπο που μπορεί  να βοηθήσει τον Μάικ να ξεμπλέξει είναι ο πατέρας του.

Για να βοηθήσει το γιο του, ο Τζίμι πρέπει να «ξεσκονίσει» το οπλοστάσιό του και αυτό πρακτικά σημαίνει ότι θα έρθει αντιμέτωπος τόσο με τη μαφία, αλλά και με την αστυνομία. Ο Βίνσεντ Ντ’Ονόφριο ενσαρκώνει τον ντετέκτιβ Τζον Χάρντινγκ ένα αστυνομικό που προσπαθεί να πιάσει τον Τζίμι εδώ και τρεις δεκαετίες και ίσως τώρα να είναι η ευκαιρία του. Ο Χάρντινγκ δεν αντιπροσωπεύει μόνο τη δικαιοσύνη, αλλά και τη συνείδηση του Τζίμι.

 


Λύτρωση

 

Η ταινία ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ γυρίστηκε σε τοποθεσίες της Νέας Υόρκης και των προαστίων της. Αρχικά ήταν να γυριστεί στη γενέτειρά του σεναριογράφου, την Φιλαδέλφεια, όπου έχει το άντρο της η ιταλική μαφία, όμως η παραγωγή αποφάσισε να «ανακαλύψει» τη συνοικία Hell Kitchen, την περιοχή – άντρο της συμμορίας των Ιρλανδών μαφιόζων Westies, τη δεκαετία του ’70.

Ο Κολέ Σερά λέει, «Η περιοχή είναι γεμάτη από ιρλανδικές παμπ και διαπίστωσα ότι πολλά από αυτά τα μέρη ήταν δίπλα ή κάτω από τις γραμμές του υπέργειου μετρό. Αυτό αμέσως μου έδωσε μια αίσθηση του τόπου των γυρισμάτων και της δομής της ταινίας. Έτσι, οι γραμμές των τρένων και οι υπόγειες διαβάσεις έγιναν μια αλληγορία για τους συνδέσμους της μαφίας. Όλα και όλοι που είχαν να κάνουν με αυτόν τον κόσμο ήταν κοντά σε κάποια γραμμή του μετρό.»

Η ομάδα παραγωγής αφού είχε επισκεφτεί πολλές ιρλανδικές παμπ στα περίχωρα και στο Yonkers, δημιούργησε την παμπ του Σον, την «Μονή», που είναι και η έδρα της συμμορίας του, χρησιμοποιώντας τρία διαφορετικά μέρη: ένα εξωτερικό σημείο κάτω από τις γραμμές του τρένου στη Λεωφόρο Τζαμάικα,  ένα ακόμα εξωτερικό κάτω από τις γραμμές του τρένου στο Woodside, και ένα εσωτερικό στην Bay Ridge, στο Μπρούκλιν.

Και το σπίτι του Τζίμι έπρεπε να έχει σχέση με τις γραμμές του τρένου και γι΄ αυτό ήταν δύσκολο να βρεθεί ένα ιδανικό σημείο. Η Σάρον Σείμουρ, υπεύθυνη σχεδιασμού παραγωγής, κατέληξε να επιλέξει ένα σπίτι που το έκαναν να δείχνει ακόμη μικρότερο από ό, τι στην πραγματικότητα, του οποίου τα παράθυρα της κουζίνας «έβλεπαν» κατευθείαν το τραίνο και η εξωτερική του πλευρά ήταν δίπλα στις γραμμές. Το αποτέλεσμα είναι κλειστοφοβικό, για να αντικατοπτρίζει το τέλος της πορείας και την παρακμή του Τζίμι.

Οι εσωτερικοί χώροι βασίστηκαν σε πραγματικά σπίτια της εργατικής τάξης στις περιοχές Ridgewood, Douglaston και Bellerose. Εκτός από του Μάικ,  στα σπίτια όλων των άλλων πρωταγωνιστών  κυριαρχεί η φυσική παλέτα χρωμάτων, το τούβλο και το ξύλο και οι ψυχρές αποχρώσεις. Μόνο στο σπίτι του Μάικ τα χρώματα είναι πιο ζεστά, δίνοντας ένα πιο ανθρώπινο και οικογενειακό στοιχείο.

Ήταν πολύ σημαντικό το γεγονός ότι μια ταινία που ονομάζεται ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ δεν θα πρέπει να διαδραματίζεται μόνο στο Μπρούκλιν και στο Queens. Θέλαμε να εκτυλίσσεται σε όλες τις περιοχές της Νέας Υόρκης. Πραγματοποιήσαμε σχεδόν παντού γυρίσματα. Μπορεί η ιστορία να εκτυλίσσεται μέσα σε μία μόνο νύχτα, αλλά τα γυρίσματα κράτησαν 48 νύχτες. Στη Νέα Υόρκη. Το χειμώνα.

Ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα μέρη που εμφανίζονται στην ταινία είναι το  παγκοσμίως διάσημο Madison Square Garden. Παρά το γεγονός ότι η μαφία έχει κατά κύριο λόγο παρουσία στην περιοχή Woodside, έχει πάρε –δώσε και σε άλλα μέρη της πόλης. Για το λόγο αυτό έγιναν γυρίσματα και στο Madison Square Garden και στο εστιατόριο που βρίσκεται εκεί.

Τα  γυρίσματα στο Madison Square Garden ήταν δύσκολα, αλλά εντυπωσιακά. Ο Κολέ-Σερά κινηματογράφησε στο χώρο λίγο πριν από ένα παιχνίδι χόκεϊ των Νιου Γιορκ Ρέιντζερς και στα εξωτερικά γυρίσματα φαίνεται το πραγματικό πλήθος που κυκλοφορούσε εκείνη τη στιγμή στην Έβδομη Λεωφόρο.

Εξίσου δύσκολα ήταν τα γυρίσματα και στις σκηνές δράσης στο υπόγειο μετρό. Δεδομένου ότι στο μέρος αυτό έχει πάντα κίνηση, τα γυρίσματα επετράπησαν μόνο συγκεκριμένες ώρες. Ο Κολέ-Σερά είχε στη διάθεσή του 4 ώρες ημερησίως για δύο μόνο μέρες για να κινηματογραφήσει εκεί.

Μία ακόμα δύσκολη σκηνή ήταν στο Linden Plaza Apartments στο Μπρούκλιν, όπου υποτίθεται ότι ζει ο προστατευόμενος του Μάικ, ο Λεγκς. Κατά τη διάρκεια αυτής της σκηνής δράσης, ο Νίσον, ο Κόμον, ο  Ντ’ Ονόφριο και ο Κίναμαν κυνηγούν ο ένας τον άλλον στο εσωτερικό και στο εξωτερικό ενός συγκροτήματος κατοικιών, με πολλά επίπεδα. Το κτίριο ήταν δύσκολο να ελεγχθεί λόγω του μεγέθους του, και αυτό απαιτούσε πολλούς ανθρώπους να δουλεύουν ταυτόχρονα, πολλά στησίματα καμερών, αλλά και πλάνα από ελικόπτερο. Τα γυρίσματα στο Linden Plaza Apartments  διήρκεσαν δύο μέρες, που έτυχε να είναι και οι πιο κρύες απ΄ όλες τις ημέρες των γυρισμάτων.

Ο Ντ’Ονόφριο θυμάται,  «έπρεπε να μπουκάρουμε σ’ ένα διαμέρισμα, να σπάσουμε όλα τα χωρίσματα των μπαλκονιών, να βγούμε στο τέρμα του διαδρόμου, και μετά να ξαναμπούμε στο δωμάτιό, και όλα αυτά κατά τη διάρκεια της νύχτας και ενώ οι ένοικοι έβλεπαν τηλεόραση , ή προσπαθούσαν να κοιμηθούν. Γυρίζοντας την τελευταία σκηνή , ένα ζευγάρι αποκοιμήθηκε τελικά στο κρεβάτι του με το νεογέννητο παιδί ανάμεσά τους.  Οπότε για να κάνουμε την τελευταία λήψη, έπρεπε να πατήσουμε στις μύτες των ποδιών μας και να περάσουμε από το σαλόνι τους στο μπαλκόνι. Ήταν πολύ αστείο.»

Ο παραγωγός Μάικλ Τάντρος σημειώνει, «Ήταν ένα δύσκολο γύρισμα: έκανε πολύ κρύο, ήταν νύχτα… αλλά ήταν μια μεγάλη εμπειρία. Οι κάτοικοι μας άνοιξαν τα σπίτια τους, μας έκαναν καφέ. Ήταν υπέροχοι.»

Μία ακόμα από τις σκηνές στο Linden Plaza Apartments προέβλεπε σύγκρουση μεταξύ των πρωταγωνιστών μέσα σ’ ένα φλεγόμενο διαμέρισμα. Αυτό ήταν κάτι που ο Κολέ-Σερά θεωρούσε ιντριγκαδόρικο και ήθελε να το κάνει από καιρό. Η θερμοκρασία στο δωμάτιο ανέβαινε πολύ γρήγορα, υπήρχε καπνός και έτσι η εικόνα στην κάμερα δεν ήταν καθαρή, όμως παραδόξως κανείς από τους πρωταγωνιστές δεν παραπονέθηκε.

Ο Κολέ-Σερά καταλήγει, αναφερόμενος στην ταινία, «ότι ακόμα και αν το κοινό έρθει να τη δει κυρίως για τη δράση, τελικά θα ‘παρασυρθεί’ από το συναίσθημα. Σε κάθε περίπτωση θα το ευχαριστηθεί!»



FB PAGE: facebook.com/RunAllNightMovie