Η New Star παρουσιάζει σε επανέκδοση, το αριστούργημα του Χένρι Χάθαγουεϊ με τίτλο «Niagara» με πρωταγωνίστρια τη Μέριλιν Μονρόε

… που θα κάνει πρεμιέρα στις κινηματογραφικές αίθουσες στις 9 Αυγούστου 2012.

Σκηνοθεσία: Χένρι Χαθαγουέι                                                                               
Σενάριο: Τσάρλς Μπράκετ & Βάλτερ Ράις            

Πρωταγωνιστούν: Μέριλιν Μονρόε, Τζόζεφ Κότεν & Τζιν Πίτερς.

Η Ρόουζ και ο Τζορτζ Λούμις (Μέριλιν Μονρόε και ο Τζόζεφ Κότεν) είναι ένα ζευγάρι που κάνει τις διακοπές του σε ένα γραφικό μπανγκαλόου στους ρομαντικούς καταρράχτες του Νιαγάρα. Πιάνουν δωμάτιο σε ένα μικρό μοτέλ με θέα στα νερά. Η σχέση τους, όμως, πάει από το κακό στο χειρότερο. Εκεί συναντούν τους Κάτλερ που βρίσκονται σε ταξίδι του μέλιτος. Η Πόλι Κάτλερ ανακαλύπτει ότι η Ρόουζ έχει εραστή. Εκείνο όμως που δεν γνωρίζει ακόμα είναι το δολοφονικό σχέδιο που ετοιμάζει το παράνομο ζευγάρι εναντίον του ανυποψίαστου Τζορτζ…

Η χρυσή εποχή του κινηματογράφου στο Χόλιγουντ. Η εποχή με τις μεγάλες ντίβες, τόσο μεγάλες που όσες βγήκαν αργότερα δεν τις έφτασαν στο ελάχιστο· τόσο μεγάλες που σε κάνουν να βλέπεις ακόμα και τις μέτριες ταινίες τους και να παραβλέπεις τις ατέλειές τους. Στο Niagara η Μέριλιν έχει και επώνυμο και δεν είναι μόνο μια απλή αναφορά στη διανομή. Αν οι διάφοροι μάνατζερς, παραγωγοί και λοιποί των εταιρειών παραγωγής είχαν πιο ανοιχτό μυαλό και είχαν πράξει διαφορετικά, ίσως τώρα να την θυμόμασταν και σαν αξιολογότερη ηθοποιό.  Ο σκηνοθέτης Χένρι Χαθαγουέι αποτείνει έναν φόρο τιμής στον Χίτσκοκ, ή ενδεχομένως «δανείζεται» μερικά από τα στοιχεία του. Σασπένς, αγωνία, γρήγοροι ρυθμοί και ένα υποδειγματικό μοντάζ από την Barbara McLean, που κάνει τις εικόνες να δένουν η μια με την άλλη, δίχως να αφήνουν στα μάτια του θεατή το παραμικρό ψεγάδι.

Niagara Του Robert Weston

Γυρισμένο το 1953, το «Νιαγάρα» είναι από τα λίγα film noir που στηρίζονται σχεδόν αποκλειστικά στην παρουσία ενός «αστέρα», κι εδώ έχουμε την Μέριλιν Μονρόε. Η πλειοψηφία των πρωτοκλασάτων νουάρ της κλασσικής περιόδου είναι ιστορίες χαρακτήρων μέσα σε ένα αστικό – αστυνομικό κλίμα. Το είδος αυτό των ταινιών ξεχώρισε για τη σύνθετη πλοκή και για τους «υπόγειους» χαρακτήρες, ενώ οι περιπλοκές των ιστοριών μοιάζουν ενίοτε σαν τη φτέρνα του Αχιλλέα, δηλ. προσπαθούν να φέρουν το κοινό σε σύγχυση (π.χ. ο «Μεγάλος ύπνος» του Τζον Χιούστον είναι περιβόητος για το «ανεξήγητο» του σεναρίου του).

Το «Νιαγάρα» είναι μια εξαίρεση: παραγωγή της 20th Century Fox, έχει οικοδομηθεί πάνω στο πρόσωπο της Μέριλιν Μονρόε. Η ταινία «ανοίγει» με το ζεύγος Κάτλερ (Max Showalter & Jean Peters) που βρίσκεται στους καταρράκτες του Νιαγάρα για το μήνα του μέλιτος. Ο Ρέι Κάτλερ, γλυκός σύζυγος αλλά με συμπεριφορά νεόπλουτου, συναντά μαζί με τη γυναίκα του ένα άλλο ζευγάρι στο ξενοδοχείο, τον Τζόρτζ και την Ρόουζ Λούμις (Joseph Cotton & Marilyn Monroe), που κατά λάθος έχουν πάρει το δωμάτιό τους. Το ζευγάρι αυτό είναι κάπως αταίριαστο: η νέα και σέξι Ρόουζ και ο αρκετά μεγαλύτερός της Τζόρτζ. Η παρεξήγηση με τα δωμάτια τελικά λύνεται και επιπλέον φέρνει πιο κοντά τα δύο ζευγάρια.

Σε κάποια περιήγηση του ζεύγους Κάτλερ στην πόλη, η Πόλι βλέπει την Ρόουζ να φιλιέται με έναν άλλο άνδρα: κάτι δεν πάει καλά λοιπόν στο γάμο των Λούμις. Αργότερα η Πόλι μαθαίνει ότι υπάρχει σχέδιο δολοφονίας του Τζόρτζ, ο οποίος, ωστόσο, έχει άλλα σχέδια…  Μερικές φορές υπάρχει στα νούαρ μια φεμινιστική χροιά, έτσι και στο «Νιαγάρα».  Η ταινία τονίζει αρκετά την ανδρική «παράνοια», που αποτελεί ένα χαρακτηριστικό  γνώρισμα της «άγριας» Αμερικής. Στον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι άνδρες έλιπαν στις μάχες, οι επιχειρήσεις χρησιμοποίησαν αρκετά τα γυναικεία εργατικά χέρια, με αποτέλεσμα ο ρόλος των γυναικών σταδιακά να αναβαθμιστεί στις Η.Π.Α., επιτρέποντάς τους να αρχίζουν να καταλαμβάνουν και θέσεις υψηλότερες από αυτές της απλής εργάτριας. Επίσης, μετά τον πόλεμο έχουμε το φαινόμενο των ψυχολογικών προβλημάτων αρκετών βετεράνων, κάτι που παρουσιάζεται και στον κινηματογράφο. Στο «Νιαγάρα» ο Τζόρτζ είναι ένας από αυτούς. Στα φιλμ νουάρ λοιπόν βλέπουμε την «μοιραία» γυναίκα να χειρίζεται τους άνδρες κατά το δοκούν, τονίζοντας τις «καμπύλες» της και φτιάχνοντας έναν νέο τύπο «σειρήνας», που αγγίζει τα όρια της δαιμονοποίησης. Τι καλύτερο λοιπόν από μια γυναίκα σαν την Μέριλιν;  

Πριν από το «Νιαγάρα», στην Μονρόε δίδονταν μόνο κάποιοι μικροί ρόλοι χωρίς βάθος (The Asphalt Jungle & All About Eve-1950 και Monkey Business-1952). Στην ταινία αυτή παίρνει τον πρώτο της βασικό ρόλο (είναι φανερό ότι το στούντιο έχτισε το «Νιαγάρα» πάνω της). Από την αφίσα κιόλας της ταινίας μπορούμε να καταλάβουμε το σλόγκαν που το στούντιο θέλει να περάσει: τα θέλγητρα της Μέριλιν είναι τόσο ορμητικά σαν τα νερά του Νιαγάρα! Ωστόσο, όταν η ταινία παρουσιάστηκε στις αίθουσες, το κοινό φάνηκε ότι ενδιαφέρθηκε περισσότερο για την προσωπική ζωή της Μονρόε παρά για τον πληθωρικό χαρακτήρα της Ρόουζ. Φυσικά όλη αυτή η κατάσταση βοήθησε την ηθοποιό να καθιερωθεί πια ως πρωταγωνίστρια και να αναβαθμιστεί στα κλιμάκια του Χόλιγουντ.

Για τους φίλους των φίλμ νουάρ, το «Νιαγάρα» θεωρείται μια καλή ταινία, ιδιαίτερα για όσους αναζητούν κάτι διαφορετικό. Είναι μια ταινία με στιλ που παίζει με τις σκιές. Μένει στη σκέψη διότι «παίζει» με έννοιες δύσκολες, όπως τα μεταθανάτια θέματα.

Ο Henry Hathaway, σκηνοθέτης του φιλμ, εμπλουτίζει τα πλάνα του με σκηνές φυσικής δύναμης, θυμίζοντας ταινίες όπως τα Kiss of Death (1947) και Call Northside 777 (1948). Αναμφίβολα, ο βασικότερος λόγος για να δει κάποιος το «Νιαγάρα» είναι αυτό που το τρέιλερ υπόσχεται: το άγριου κάλλους φυσικό τοπίο. Οι θαυμάσιες τοποθεσίες αναδεικνύουν βασικές πτυχές της ταινίας, με το καναδικό τοπίο να είναι μια φανταχτερή απάντηση στο Atlantic City. Φυσικά, ο κράχτης της ταινίας είναι η παρουσία της Μέριλιν.
                                          

Xένρι Χάθαγουεϊ  (1898 – 1985)     
  

Περισσότερο γνωστός ως σκηνοθέτης ταινιών γουέστερν με πρωταγωνιστές τους Ράντολφ Σκότ και Τζόν Γουέιν, ο Χένρι Χάθαγουεϊ γεννήθηκε στο Σακραμέντο της Καλιφόρνιας, στις 13 Μαρτίου 1898. Ήταν γιός του ηθοποιού Ρόντι Χάθαγουεϊ και της Τζίν Χάθαγουεϊ, καταγόμενη από αριστοκρατική οικογένεια του Βελγίου.         

Το 1925 ο Χάθαγουεϊ άρχισε να εργάζεται στην παραγωγή βουβών ταινιών ως βοηθός σκηνοθετών όπως ο Γίοζεφ Φον Στέρνμπεργκ και ο Βίκτορ Φλέμινγκ, μαθαίνοντας πολλά από αυτούς. Στην δεκαετία του’20 ήρθε σε επαφή και απέκτησε φιλικές σχέσεις –λόγω της δουλειάς του- με πλειάδα αστέρων του σινεμά, οι οποίοι τον βοήθησαν να ανελιχθεί στο χώρο της σκηνοθεσίας. Το 1932 γύρισε την πρώτη του ταινία ως σκηνοθέτης, το γουέστερν «Heritage of the Desert». Η ταινία ήταν εμπορική επιτυχία και ανέδειξε τον πρωταγωνιστή Ράντολφ Σκότ. Η αγάπη του Χάθαγουεϊ για τις ιστορίες του Φαρ Ουέστ ήταν ένας από τους λόγους που ειδικεύτηκε στις ταινίες αυτού του περιεχομένου. Το 1935 ήταν υποψήφιος για Όσκαρ Σκηνοθεσίας για την ταινία «The Lives of a Bengal Lancer». Επίσης, μια άλλη εμπορική του επιτυχία ήταν το φιλμ «Go West, Young Man» με πρωταγωνιστές τους Ράντολφ Σκότ και Μέι Γουέστ, το οποίο γύρισε το 1936.    Τη δεκαετία του ’40 ο Χάθαγουεϊ στράφηκε προς το φιλμ νουάρ (The House on 92nd Street-1945, 13 Rue Madeleine-1945), Call Northside 777-1948).

Η ταινία «Niagara» που γύρισε το 1953 ήταν το ντεμπούτο της Μέριλιν Μονρόε σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Το 1958, στο φιλμ «From Hell to Texas», ο Χάθαγουεϊ έδωσε στον Ντένις Χόπερ τον πρώτο του ρόλο. Η περσόνα του Χόπερ στην ταινία ήταν το πάτημα για να χτίσει λίγο αργότερα ο Τζέιμς Ντίν τον δικό του φιλμικό τύπο.    Στην δεκαετία του ’60, ο σκηνοθέτης επέστρεψε για τα καλά στο αγαπημένο του γουέστερν, έχοντας πρωταγωνιστές τον Τζόν Γουέιν (True Grit) και τον Στιβ ΜακΚουίν (Nevada Smith). Τα επόμενα χρόνια απέκτησε διευθυντικές θέσεις στα στούντιο και επέβλεπε τα γυρίσματα ταινιών. Πέθανε στις 11 Φεβρουαρίου 1985 στο Χόλιγουντ από καρδιακό επεισόδιο. Έχει το δικό του αστέρι στην 1638 Vine Street.

                                            
ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ

• Heritage of the Desert (1932)
• Wild Horse Mesa (1932)
• To the Last Man (1933)
• Now and Forever (1934)
• The Lives of a Bengal Lancer (1935)
• Peter Ibbetson (1935)
• The Trail of the Lonesome Pine (1936)
• Souls at Sea (1937)
• The Real Glory (1939)
• Johnny Apollo (1940)
• The Shepherd of the Hills (1941)
• Sundown (1941)
• China Girl (1942)
• Wing and a Prayer (1944)
• The House on 92nd Street (1945)
• The Dark Corner (1946)
• Kiss of Death (1947)
• Call Northside 777 (1948)
• Down to the Sea in Ships (1949)
• The Black Rose (1950)
• The Desert Fox: The Story of Rommel (1951)
• Fourteen Hours (1951)
• Rawhide (1951)
• Niagara (1953)
• Garden of Evil (1954)
• Prince Valiant (1954)
• The Bottom of the Bottle (1956)
• 23 Paces to Baker Street (1956)
• Legend of the Lost (1957)
• Woman Obsessed (1959)
• North to Alaska (1960)
• How the West Was Won (1962) (Co-directed with John Ford and George Marshall)
• Circus World (1964)
• The Sons of Katie Elder (1965)
• Nevada Smith (1966)
• The Last Safari (1967)
• 5 Card Stud (1968)
• True Grit (1969)
• Airport (1970)
• Raid on Rommel (1971)
• Shoot Out (1971)
• Hangup (1974)
                                         

 
Μέριλιν Μονρόε  (1926 – 1962)

H Μέριλιν Μονρόε (γεννήθηκε την 1 Ιουνίου του 1926) ήταν Αμερικανίδα ηθοποιός, σύμβολο του σεξ στη δεκαετία του 1950. Το πραγματικό της όνομα ήταν Νόρμα Τζην Μόρτενσεν. Ήταν το όνομα με το οποίο την δήλωσε η μητέρα της στο ληξιαρχείο από το όνομα ενός περιστασιακού συντρόφου της, ο οποίος είχε σκοτωθεί σε δυστύχημα. Νόθο παιδί της Γκλάντις Περλ Μπέικερ και άγνωστου πατέρα, πέρασε άσχημη παιδική ηλικία: η μητέρα της νοσηλεύτηκε αρκετές φορές σε ψυχιατρικά ιδρύματα, ενώ η ίδια φιλοξενήθηκε ως ψυχοπαίδι σε διάφορες οικογένειες.  Εννέα ετών μπήκε σε ορφανοτροφείο, στα έντεκά της έμενε σε μια φίλη της μητέρας της και σε ηλικία δεκαέξι ετών θα εγκαταλείψει το σχολείο για να παντρευτεί έναν νεαρό εργάτη. Σε ηλικία είκοσι ετών ήταν ήδη παντρεμένη και διαζευγμένη.

Ξεκίνησε ως μοντέλο και μετά ασχολήθηκε ως κομπάρσος σε ταινίες. Οι πρώτες επιτυχίες, ως ηθοποιός, ήρθαν το 1950 με τις ταινίες «Η ζούγκλα της ασφάλτου» του Τζον Χιούστον και “Όλα για την Εύα” με τη Μπέτι Ντέιβις. Παράλληλα τότε προκλήθηκε σκάνδαλο όταν γνωστοποιήθηκε ότι παλιότερα είχε ποζάρει γυμνή στο περιοδικό Playboy. Το 1955 πρωταγωνίστησε στην ταινία «Επτά χρόνια φαγούρα». Ο δεύτερος σύζυγός της ήταν ο παίκτης του μπέιζμπολ Τζο Ντι Μάτζιο με τον οποίο και χώρισε μετά από εννιάμηνη συμβίωση. Ήθελε να παίξει σε σοβαρούς ρόλους γι\’ αυτό και φοίτησε στο Άκτορς Στούντιο της Νέας Υόρκης.

Το 1956 έπαιξε στην ταινία «Στάση του Λεωφορείου» για την οποία προτάθηκε για Χρυσή Σφαίρα. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκε τον θεατρικό συγγραφέα Άρθουρ Μίλλερ. Είχε συνεργαστεί με τον Σερ Λόρενς Ολίβιε. Το 1959 συμπρωταγωνίστησε μαζί με τον Τζακ Λέμον και τον Τόνι Κέρτις στην ταινία «Μερικοί το προτιμούν καυτό», όπου και θριάμβευσε.                                                                       
                 

Το 1961 χώρισε από τον τρίτο σύζυγό της, τον Άρθουρ Μίλλερ, και εισήχθη σε ψυχιατρική κλινική. Το 1962 απολύθηκε από την εταιρία Fox, εξαιτίας της ασυνέπειας που παρουσίαζε. Μετά από ένα μήνα βρέθηκε νεκρή από υπερβολική δόση υπνωτικών χαπιών. Όμως οι συνθήκες του θανάτου της παραμένουν ανεξήγητες. Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την έχει κατατάξει έκτη στη λίστα με τις 25 μεγαλύτερες σταρ όλων των εποχών.

Τζόζεφ Κότεν  (1905 – 1994)        
Εξαιρετικός Αμερικανός ηθοποιός, έπαιξε σε εμβληματικές ταινίες. Υπήρξε στενός συνεργάτης και φίλος του μεγάλου Όρσον Ουέλλς. Γεννήθηκε στις 15 Μαΐου 1905 στο Πίτσμπουργκ της Βιρτζίνια. Έκανε θεατρικές σπουδές στην Ουάσιγκτον και η πρώτη του βασική εργασία ήταν κριτικός θεάτρου και αργότερα θεατρικός παραγωγός, αρχικά στην Βιρτζίνια και ακολούθως στη Νέα Υόρκη. Όμως είχε πάντα μέσα του το μικρόβιο της υποκριτικής. Έτσι το 1930 έκανε το ντεμπούτο του ως ηθοποιός στο Μπροντγουέι.

Εκεί γνωρίστηκε και έγινε στενός φίλος με τον Όρσον Ουέλλς. Το 1937 έγινε μέλος της θεατρικής ομάδας του Γουέλλς, πρωταγωνίστησε δε σε σημαντικές παραστάσεις. Το 1939 είχε το βασικό ανδρικό ρόλο στο πλευρό της Κάθριν Χέμπορν στη μεγάλη επιτυχία του Μπροντγουέι «The Philadelphia Story». Προοριζόταν για τον ίδιο ρόλο και στην κινηματογραφική μεταφορά του έργου, αλλά τελικά επελέγη ο Κάρι Γκράντ. Το 1941 έπαιξε στην αριστουργηματική ταινία του Όρον Ουέλλς «Πολίτης Κέιν», ενώ το 1949 πρωταγωνίστησε στο αριστούργημα του Κάρολ Ριντ «Ο Τρίτος Άνθρωπος». Ενδιάμεσα (1943) είχε ερμηνεύσει τον serial killer με το αγγελικό πρόσωπο στην αγαπημένη ταινία του Χίτσκοκ «Shadow of a doubt».  Έλεγε χαρκτηριστικά: «Ο Ουέλλς θεωρεί τον Πολίτη Κέιν ως την καλύτερή του ταινία, ο Χίτσκοκ το Shadow of a doubt ως την πιο αγαπημένη του και ο Ρίντ επέλεξε τον Τρίτο Άνθρωπο ως την κορυφαία του ταινία. Ήμουν εκεί σε όλες!». Έπαιξε σε πολλές ακόμη ταινίες, ενώ παράλληλα (από τη δεκαετία του ’50) έκανε και τηλεοπτικές παραγωγές. Τα χρόνια που ακολούθησαν εμφανιζόταν σποραδικά σε ταινίες και τηλεοπτικές εκπομπές, ώσπου το 1980, σε ηλικία 75 ετών, αποφάσισε να αποσυρθεί οριστικά από την υποκριτική. Το 1987 εξέδωσε την αυτοβιογραφία του. Πέθανε από πνευμονία στις 6 Φεβρουαρίου του 1994, σε ηλικία 88 ετών. Αναμφίβολα υπήρξε μια από τις πιο γοητευτικές παρουσίες της μεγάλης οθόνης.