Ο Ναμπούκο, η δημοφιλής όπερα του Τζουζέπε Βέρντι, παρουσιάζεται από την Εθνική Λυρική Σκηνή στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού για τέσσερις παραστάσεις …

στιο 26, 27, 28 και 29 Ιουλίου 2011.

Το έργο

Ο Ναβουχονόδωρ [Nabucodonosor / Nebuchadnezzar in English] –ή Ναμπούκο [Nabucco], όπως καθιερώθηκε μετά από παράσταση στην Κέρκυρα το 1844- αποτελείται από τέσσερα μέρη. Το ποιητικό κείμενο είναι του Τεμίστοκλε Σολέρα [Temistocle Solera] και βασίζεται στο θεατρικό Ναβουχοδονόσωρ των Ωγκύστ Ανισέ-Μπουρζουά [Auguste Anicet-Bourgeois] και Φρανσίς Κορνύ [Francis Cornue] (1836) όπως επίσης στο σενάριο ενός ομώνυμου μπαλέτου σε χορογραφία του Αντόνιο Κορτέζι [Antonio Cortesi] (1838). Η υπόθεση αφορά στην αιχμαλωσία των Εβραίων από τον βασιλιά της Βαβυλώνος Ναβουχοδονόσορα. Όταν στην αλαζονεία του εκείνος ζητά απ’ όλους να τον υμνούν ως θεό, τον πλήττει κεραυνός. Στρεφόμενος προς τον Ιεχωβά βρίσκει πάλι τα λογικά του, απελευθερώνει τους Εβραίους και συναινεί στην σχέση της πραγματικής κόρης του, της Φενένας, με τον Ισμαήλ, ανιψιό του βασιλιά της Ιερουσαλήμ. Στον Ιεχωβά στρέφεται στο τέλος και η Αμπιγκαΐλλε, που σφετερίστηκε την εξουσία του.

Πρεμιέρες

Ο Ναμπούκο πρωτοπαρουσιάστηκε στην Σκάλα του Μιλάνου στις 9 Μαρτίου 1842. Το ελληνικό κοινό άκουσε την όπερα για πρώτη φορά στην Κέρκυρα, στο περίφημο θέατρο Σαντζάκομο (του Αγ. Ιακώβου) στις 28 Σεπτεμβρίου 1844. Σε εκείνες τις παραστάσεις η όπερα μετονομάστηκε από Ναβουχοδονόσορ σε Ναμπούκο. Στην Αθήνα αναφέρεται παράσταση από ιταλικό θίασο στις 22 Φεβρουαρίου 1851. Στο ρεπερτόριο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής η όπερα μπήκε στις 25 Ιουνίου 1959.

Η ιστορία της σύνθεσης της όπερας

Η ευρύτερα διαδεδομένη εκδοχή σχετικά με την σύνθεση του Ναμπούκο αναφέρει ότι στα τέλη του 1839 ο Βέρντι υπέφερε από κατάθλιψη βαριάς μορφής. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα είχε χάσει την κόρη του Βιργινία (1838) [Virginia], τον γιο του Ιτσίλιο (1839) [Icilio] και την νεαρή γυναίκα του Μαργαρίτα (1840) [Margherita]. Η πρώτη του όπερα Ομπέρτο κόμης του Αγ. Βονιφατίου (1839) [Oberto conte di San Bonifacio] σημείωσε μέτρια επιτυχία ενώ η δεύτερη, Μία ημέρα Βασιλείας (1840) [Un giorno di regno], μία κωμωδία, αποδοκιμάστηκε από το κοινό της Σκάλας του Μιλάνου με τον εντονότερο τρόπο. Ο συνθέτης είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει την σύνθεση.

Την ίδια εποχή ο Μπαρτολομέο Μερέλλι, [Bartolomeo Merelli] ιμπρεσάριος της Σκάλας του Μιλάνου, είχε στα χέρια του ποιητικό κείμενο με θέμα τη βιβλική οργή του Ναβουχοδονόσορα, βασιλιά της Βαβυλώνας. Κατέβαλλε πολλές άκαρπες προσπάθειες να εντοπίσει τον συνθέτη που θα αναλάμβανε να συνθέσει μία όπερα που θα βασιζόταν στο συγκεκριμένο κείμενο. Αισίως, το κείμενο έφτασε και στα χέρια του Βέρντι. Σε απόσπασμα επιστολής του Βέρντι προς τον εκδότη του Τζούλιο Ρικόρντι [Giulio Ricordi] το 1879, ο συνθέτης περιγράφει τα ακόλουθα: «Ήταν φθινόπωρο του 1841. Επιστρέφοντας, ένοιωθα μία απροσδιόριστη δυσφορία, μία βαθιά θλίψη, ένα πόνο στην καρδιά μου! Έφτασα σπίτι, πέταξα το χειρόγραφο με μία βίαιη κίνηση στο τραπέζι και στάθηκα μπροστά του. Όπως έπεσε στο τραπέζι άνοιξε τυχαία σε κάποια σελίδα και τα μάτια μου καρφώθηκαν στην φράση «Σκέψη, πέτα πάνω σε χρυσαφένια φτερά». Εξακολούθησα να διαβάζω με συγκίνηση, πολύ περισσότερο που το κείμενο αποτελούσε παράφραση της Βίβλου, που με συντρόφευε συχνά. Διάβασα ένα πρώτο απόσπασμα και αμέσως ένα δεύτερο. Ωστόσο, σταθερός στην απόφασή μου να μην συνθέσω άλλη όπερα, το έκλεισα και έπεσα για ύπνο! Όμως ο Ναμπούκο γύριζε μεσ’ το κεφάλι μου! Δε μπορούσα να κοιμηθώ. Σηκώθηκα και το διάβασα όχι μία αλλά δύο ή τρεις φορές, έτσι ώστε το πρωί ήξερα σχεδόν απέξω το ποιητικό κείμενο του Σολέρα».

Αυτή η εκδοχή της ιστορίας της σύνθεση του Ναμπούκο παραμένει μέχρι σήμερα η πιο διαδεδομένη.
Πλησιέστερη όμως στην πραγματικότητα μοιάζει η εκδοχή που αναφέρεται στο βιβλίο Volere è Potere (Όποιος θέλει, μπορεί) του Μικέλε Λεσσόνα [Michele Lessona]. Σύμφωνα με αυτήν «Ο νεαρός συνθέτης επέστρεψε με το ποιητικό κείμενο στο σπίτι, το πέταξε σε μια γωνιά χωρίς να του ρίξει ούτε ματιά και για τους επόμενους πέντε μήνες διάβαζε φτηνά μυθιστορήματα. Μία ωραία πρωία, περί τα τέλη Μαΐου, το ευλογημένο κείμενο έπεσε και πάλι στα χέρια του: διάβασε διαγώνια την τελευταία σκηνή, εκείνη του θανάτου της Αμπιγκαΐλλε (που αργότερα αφαιρέθηκε), κάθισε σχεδόν μηχανικά στο πιάνο –το πιάνο αυτό που τόσο καιρό είχε μείνει βουβό- και συνέθεσε την μουσική για την σκηνή αυτή. Ο πάγος είχε σπάσει. Όπως κάποιος που βγαίνει από μία υγρή, σκοτεινή φυλακή και εισπνέει πάλι τον καθαρό αέρα του αγρού, έτσι και ο Βέρντι βρέθηκε πάλι στο στοιχείο του. Μέσα σε τρεις μήνες η σύνθεση του Ναμπούκο είχε ολοκληρωθεί και ήταν από κάθε άποψη έτσι όπως την γνωρίζουμε σήμερα».

Η επιτυχία

Η επιτυχία του Ναμπούκο όταν παρουσιάστηκε στην Ιταλία ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Το κοινό χειροκροτούσε με ενθουσιασμό μετά από κάθε σκηνή και ζήτησε επίμονα να ξανακουστεί το περίφημο τελικό χορωδιακό «Μεγαλοδύναμε Ιεχωβά», παρά την αυστριακή νομοθεσία που απαγόρευε τέτοιου είδους επαναλήψεις, αφού συχνά από αυτές ξεκινούσαν ταραχές. Παρά τον μύθο που ακολουθεί τη συγκεκριμένη όπερα, στην πραγματικότητα ο Ναμπούκο δεν συνάντησε προβλήματα με την λογοκρισία: όχι μόνον δεν απαγορεύτηκε, αλλά θριάμβευε ανενόχλητα στις περισσότερες ιταλικές πόλεις και έφθασε σχεδόν αμέσως στις ευρωπαϊκές μητροπόλεις, την Βιέννη, το Λονδίνο και το Παρίσι. Ανάμεσα στο 1842 και το 1861 μονάχα στη Σκάλα του Μιλάνου η όπερα συμπλήρωσε 121 παραστάσεις.
Σημειώνεται επίσης ότι ο Ναμπούκο αφιερώθηκε από τον Βέρντι σε μέλος της αυστριακής αυτοκρατορικής οικογένειας, συγκεκριμένα στην αρχιδούκισσα Αδελαΐδα [archduchess Adelaide] όπως στην Μαρία Λουίζα δούκισσα της Πάρμας και κόρη του αυστριακού αυτοκράτορα αφιερώθηκαν οι επίσης «επανασταστικοί» Λομβαρδοί στην πρώτη σταυροφορία (1843) [I Lombardi all prima crociata] που ακολούθησα. Δεν πρέπει κανείς να λησμονεί ότι το 1842 τα επαναστατικά κινήματα του 1848 βρίσκονται ακόμα αρκετά μακριά (επισήμως το Risorgimento, ο αγώνας των Ιταλών για την απελευθέρωση και την ενοποίηση της πατρίδας τους, ξεκινά το 1847) ενώ το γενικότερο κλίμα στην Ιταλία δεν επέτρεπε στους Αυστριακούς να ανησυχούν περισσότερο από το φυσιολογικό. Συνειδητά για τους σκοπούς του Risorgimento ο Βέρντι συνέθεσε μόνον την όπερα Η Μάχη του Λενιάνο [La battaglia di Legnano] το έτος 1848. Όπερες όπως Οι Λομβαρδοί στην πρώτη σταυροφορία [I Lombardi all prima crociata] (1843), ο Ερνάνης [Ernani] (1844) και ο Αττίλας [Attila] (1846), επικεντρώνονται στις τύχες των πρωταγωνιστών τους και μόνον στο περιθώριο της πλοκής ή περιστασιακά αναφέρονται σε θέματα που θα μπορούσαν να υπηρετήσουν «εθνικούς σκοπούς». 

Το χορωδιακό των υπόδουλων Εβραίων του Ναμπούκο έγινε διάσημο αρκετά αργότερα, οπότε πήρε θέση εθνικού ύμνου. Εκπορευόμενο αυθόρμητα από την ψυχή και τα χείλη των Ιταλών, συνόδευσε στην τελευταία τους κατοικία τόσο τον Βέρντι όσο και τον Αρτούρο Τοσκανίνι [Arturo Toscanini]. Εύλογα, ο Ναμπούκο ήταν η όπερα την οποία επέλεξαν το 1946 οι Μιλανέζοι, προκειμένου να εγκαινιάσουν το περίφημο θέατρό τους μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου.

Συντελεστές:

Ποιητικό Κείμενο Τεμίστοκλε Σολέρα


Μουσική διεύθυνση Ηλίας Βουδούρης
Σκηνοθεσία Βασίλης Νικολαΐδης
Σκηνικά – κοστούμια Γιάννης Μετζικώφ
Φωτισμοί Ελευθερία Ντεκώ 
Κινησιολογία Θεμιστοκλής Παυλής
Διεύθυνση χορωδίας Νίκος Βασιλείου

Ναμπούκο Δημήτρης Πλατανιάς (26, 28/7), Αλεξάντρου Αγκάκε (27, 29/7)
Αμπιγκαΐλλε Αμαρίλλι Νίτσα (26, 28 /7), Άντα Λουΐζ Μπόγκτζα (27, 29/7)
Ζαχαρίας Παάτα Μπουρτζουλάτζε (26, 28 , 29/7), Λουίζ – Οττάβιο Φαρία (27/7)
Φενένα Χαρίκλεια Μαυροπούλου (26 ,27, 28, 29/7)
Ισμαήλ Αντώνης Κορωναίος (26, 27, 28, 29/7)
Αρχιερέας του Βάαλ Δημήτρης Κασιούμης (26, 28/7), Κωνσταντίνος Σφυρής (27, 29/7)
Αμπντάλλο Δημήτρης Σιγαλός (26, 27, 28, 29/7)
Άννα Γεωργία Ηλιοπούλου (26, 28, 29/7), Aντωνία Καλογήρου (27/7)

Συμμετέχει η Ορχήστρα και η Χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής