Ο χαρισματικός μουσικός Θεόδωρος Κουρεντζής θα εμφανιστεί στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, με τη MusicAeterna, σε δύο αριστουργήματα του μπαρόκ, όπως δεν τα έχουμε ξανακούσει, στις 18 και 19 Φεβρουαρίου 2014.

Είναι υπερφυσικά προικισμένος, πιστεύει ότι θα σώσει την κλασική μουσική, επιχειρεί συνεχώς ανατροπές, που πολώνουν τους κριτικούς, επιτίθεται σε όλα τα στερεότυπα και δηλώνει «μυστικιστής» και «αναρχικός νάρκισσος».

Για τρίτη φορά στο Μέγαρο Μουσικής, τα τελευταία τρία χρόνια, ο Θεόδωρος Κουρεντζής, εμφανίζεται με την MusicAeterna, το εξαιρετικό σύνολο δωματίου και την χορωδία που έχει δημιουργήσει, με δύο συγκλονιστικά έργα της εποχής του μπαρόκ: την όπερα Διδώ και Αινείας του Χένρι Πέρσελ και το Dixit Dominus, ένα από τα ομορφότερα έργα εκκλησιαστικής μουσικής του Χέντελ.

Τον συνοδεύει μια ομάδα από ξεχωριστούς σολίστες- τραγουδιστές, τους οποίους ο Κουρεντζής ανακαλύπτει με το μικροσκόπιο, ταξιδεύοντας σε δεκάδες ωδεία σε όλη τη Ρωσία και τους μυεί, όπως και τους μουσικούς της ορχήστρας του, στον δικό του παθιασμένο έρωτα για τη μουσική, μακριά από ακαδημαϊσμούς και την άψυχη τελειομανία, όπως λέει ο ίδιος. Τον ρόλο της Διδούς έχει η Anna Prohanska, του Αινεία ο Tobias Berndt, της Μπελίντα η Nurial Rial, των Μαγισσών η Maria Forsstrom και η Olga Magina, τον ρόλο του Ναύτη έχει ο Victor Shapovalov και του Πνεύματος η Valeria Safonova. Την Ορχήστρα και την Χορωδία MusicAeterna διευθύνει ο Θεόδωρος Κουρεντζής.

«Όταν ο Κουρεντζής μου είπε ότι βρίσκεται σε αποστολή για να σώσει την κλασική μουσική, σκέφτηκα ότι παραληρεί, αλλά όταν άκουσα την όπερα Διδώ και Αινείας, σε μια έξοχη, φρέσκια εκδοχή, κατάλαβα ότι το εννοεί», έγραψε ο κριτικός της Telegraph, Πίτερ Κάλσο, μετά την παράσταση στην Όπερα του Νοβοσιμπίρσκ, το 2011. «Εντυπωσιάστηκα από το πνεύμα που συνέδεε τα μέλη του συνόλου που έφτιαξε ο Κουρεντζής. Υπάρχουν εξαιρετικές πρόσφατες εκδόσεις της όπερας αυτής του Πέρσελ, αλλά ο Κουρεντζής τις έκανε να ακούγονται επιτηδευμένες και λόγιες».

«Εκείνη τη βραδιά, στο Νοβοσιμπίρσκ», συνεχίζει ο Κάλσο, «ακούσαμε εξαίσια μουσική. Υπήρχαν στιγμές που έμενα άναυδος από την αναίδειά του και άλλες, που ένιωθα βαθιά συγκίνηση από την καθαρή, απόλυτη, αναπάντεχη ομορφιά  του ήχου του. Εάν ο Κουρεντζής δεν παγιδευτεί στο ναρκισσισμό του, μπορεί να αποδειχθεί ένας από αυτούς του σπάνιους καλλιτέχνες, ικανός να αλλάξει την τέχνη του και να δώσει κάτι εξαιρετικό, ίσως ένα θαύμα».

«Ήταν η καλύτερη παράσταση μπαρόκ μουσικής που έχω δει στη Ρωσία», δήλωσε ο Μάρκ Χίλντρου, διευθυντής του πρακτορείου Askonas Holt, που εκπροσωπεί πολλούς από τους κορυφαίους μαέστρους του κόσμου και ο οποίος ασχολείται τα τελευταία είκοσι χρόνια με τη ρωσική σκηνή της κλασικής μουσικής. «Ίσως ο Κουρεντζής να είναι τόσο καλός, όσο νομίζει. Είναι αλλόκοτος, αδιάλλακτος, αλλά υπερταλαντούχος».

Μια σπάνια περίπτωση μουσικού, σαγηνευτική, φιλόδοξη, αλλά σοβαρή περσόνα, ο Θεόδωρος Κουρεντζής, με τις εκκεντρικές του επιλογές και απόψεις,  έχει ανεβάσει πολλά σκαλιά το μουσικό επίπεδο στη Ρωσία, έχει υποχρεώσει τους κριτικούς να αναθεωρήσουν πολλές από τις εμμονές τους και έχει αιφνιδιάσει κοινό και ειδικούς με τις ριζοσπαστικές ερμηνείες  του σε μεγάλα έργα του μουσικού κανόνα.

Μαέστρος, μουσικός και ηθοποιός, ο Θεόδωρος Κουρεντζής γεννήθηκε στην Αθήνα το 1972, άρχισε πιάνο στα 4 χρόνια του, βιολί στα 7 και από τα 12 αφοσιώθηκε στη σύνθεση, στο Εθνικό Ωδείο, με καθηγητή τον Γιώργο Χατζηνίκο. Απέρριψε μια υποτροφία 25.000 δολαρίων για την Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης και από τις γειτονιές του πατρικού του στον Βύρωνα και τις αίθουσες του αθηναϊκού ωδείου, βρέθηκε στο Κρατικό Ωδείο της Αγίας Πετρούπολης, στο τμήμα διεύθυνσης ορχήστρας, δίπλα στον μυθικό Ρώσο δάσκαλο Ίλια Μουσίν, που από τα χέρια του είχαν περάσει ο Βαλέρι Γκεργκίεφ και ο Γιούρι Τερμικάνοφ. «Είχα πολλούς ταλαντούχους μαθητές», λέγεται ότι έχει πει ο Μουσίν, «αλλά μόνο μια ιδιοφυία, τον Κουρεντζή».

Ο Κουρεντζής βρήκε στη Ρωσία αυτό που ταίριαζε στην ψυχοσύνθεσή του και έμεινε. «Εκεί μου εμπιστεύθηκαν να διευθύνω της Φιλαρμονική της Αγίας Πετρούπολης. Ο Μούσιν με προόριζε για μαέστρο στο Μαριίνσκι». Δούλεψε για λίγο στο θέατρο Μαριίνσκι, συγκρούστηκε, όπως θα περίμενε κανείς, με τον Βαλέρι Γκεργκίεφ και κατευθύνθηκε προς την ανατολή, τη Σιβηρία. Από το 2004 μέχρι το 2011 κράτησε τη θέση του Διευθυντή Ορχήστρας στην Όπερα του Νοβοσιμπίρσκ, το μεγαλύτερο θέατρο όπερας της βόρειας Ρωσίας και το δεύτερο μεγαλύτερο του κόσμου, μετά την όπερα του Σίντνεϊ.  Από τα ωδεία του Νοβοσιμπίρσκ έχουν βγει παγκόσμια γνωστοί μουσικοί, όπως οι βιολονίστες Μαξίμ Βεγκέροφ και Βαντίμ Ρέπιν. «Εκεί μπορούσα να χτίσω κάτι καινούργιο».

Εκεί, ο Κουρεντζής, δημιούργησε το δικό του μουσικό σύνολο δωματίου και τη χορωδία MusicaAeterna, αναζητώντας του μουσικούς σε περισσότερες από 40 μουσικές σχολές σε όλη τη Σιβηρία. «Έψαχνα για τεχνική αρτιότητα, αλλά και για αυθεντικότητα, για διάθεση για υπερβάσεις». Όταν τους βρήκε άρχισε να οργανώνει  αναγνώσεις ποιημάτων του Ρίλκε στα γερμανικά, να τους παρασύρει να μεταφράζουν ποιήματα του Πάουλ Τσέλαν, να τους δείχνει ταινίες του Ντέρεκ Τζάρμαν και του Καρλ Ντράγιερ, «για να ανοίξουν τα μυαλά τους, συχνά περνούσαν τη νύχτα στο θέατρο» και έκαναν πολύωρες πρόβες χωρίς να κοιτάζουν το ρολόι.

«Δημιούργησα την MusicaAeterna γιατί εξειδικεύομαι στην ερμηνεία μουσικής με όργανα εποχής και γιατί δεν μου αρκεί μια καλή ορχήστρα, θέλω μια καλή ορχήστρα που να ασχολείται με την εξέλιξη της μουσικής. Η μουσική δεν είναι πόρνη, είναι σαν τον έρωτα, θέλει αφοσίωση. Έκανα λοιπόν μια πειραματική ορχήστρα παίρνοντας τους καλύτερους μουσικούς από όλη τη Ρωσία και φτιάξαμε ένα μουσικό γκέτο, έναν καταυλισμό, ένα μοναστήρι». (Καθημερινή, Ιούνιος 2007).

Από το Νοβοσιμπίρσκ ο Κουρεντζής βρέθηκε στο Περμ, στα Ουράλια, και ανέλαβε το 2011 τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή της Κρατικής Όπερας και του Μπαλέτου της πόλης και τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Φεστιβάλ Ντιαγκίλεφ. Παράλληλα με τη δραστηριότητά του στο Περμ, συνεργάζεται με μεγάλες ορχήστρες –Φιλαρμονική της Βιέννης, του Μονάχου, Ορχήστρα Δωματίου Μάλερ- εμφανίζεται σε σημαντικά μουσικά κέντρα –Όπερα Ζυρίχης, Όπερα Παρισιού, Κόβεντ Γκάρντεν- και έχει πολύχρονη συνεργασία με το Τεάτρο Ρεάλ της Μαδρίτης.

Ρομαντικά μεγαλομανής, ψηλός, λεπτός, ασκητικός, με θεατρικές κινήσεις στο πόντιουμ, συχνός επισκέπτης στα μοναστήρια του Αγίου Όρους, ο Κουρεντζής πιστεύει ότι «κάθε σου ερμηνεία πρέπει να είναι σαν εγκυμοσύνη. Να ονειρεύεσαι και να περιμένεις μέχρι τη στιγμή που θα συμβεί το θαύμα. Η μουσική δεν είναι επάγγελμα, είναι αποστολή».

«Η μουσική πρέπει να είναι πνευματική, θεόπνευστη, αλλά έχει γίνει σουπερ μάρκετ, όπως όλα. Η ακαδημαϊκή μουσική είναι σαν να κάνεις έρωτα με προφυλακτικό» λέει ο Κουρεντζής και ζητάει πίστωση χρόνου. «Δώστε μου 5 με 10 χρόνια και θα δείτε, θα σώσω την κλασσική μουσική».

Στο πλαίσιο της αποστολής του αυτής, ο προκλητικός και πολυβραβευμένος μαέστρος επιχείρησε μια μεγάλης κλίμακας παραγωγή με τρεις από τις πιο διάσημες όπερες του  Μότσαρτ, που κυκλοφορούν αυτόν τον μήνα: Οι Γάμοι του Φίγκαρο,  Ντο Τζοβάνι, Έτσι Κάνουν Όλες, με την ορχήστρα και τη χορωδία MusicaAeterna και με σύμμαχο τη Sonny Classics.

Καμιά σχέση με την όπερα όπως την ξέρουμε. Με τις ηχογραφήσεις αυτές θέλει να ανατρέψει την ψύχωση « με τη φωνητική ένταση σε βάρος της μουσικής», που έχει παραμορφώσει τις παραγωγές. «Έκανα αυτούς τους δίσκους, γιατί ήθελα να δείξω τι μπορούμε να επιτύχουμε αν αποφύγουμε τη βιομηχανική προσέγγιση της κλασσικής μουσικής. Η φωνητική τεχνική του 20ου αιώνα, με τις δεσπόζουσες φωνές, επιδίωκε την υψηλή ένταση για να ανταποκρίνεται σε όλο και μεγαλύτερες αίθουσες. Αλλά έτσι ξεχάσαμε ότι η φωνή είναι παλέτα τονικών χρωματισμών, ο τρόπος με τον  οποίο ο τραγουδιστής διοχετεύει τη μουσική στο κοινό. Αυτή η μαγεία χάθηκε. Η όπερα δεν είναι ψυχολογικό είδος. Είναι πιο κοντά στο ορατόριο, στην τελετουργική τέχνη, παρά στην παραστατική».

Ο Κουρεντζής θεωρεί τον Μότσαρτ «τον μεγαλύτερο μουσικό που περπάτησε ποτέ πάνω στη γη. Και όμως είναι ουσιαστικά αδύνατο να ακούσεις τη μουσική, όπως την έγραψε». Ομολογεί ότι το κοινό χρειάζεται χρόνο για να προσαρμοστεί στις διαφορετικές φωνητικές τεχνικές των σολιστ, με περιορισμένο βιμπράτο. «Ήθελα να κάνω ηχογραφήσεις όπερας με όσο λιγότερο οπερατικό τραγούδι έχετε ακούσει ποτέ. Με τραγούδι βαθύ, που βγαίνει από την καρδιά. Το non-stop βιμπράτο του 20ου αιώνα καταστρέφει την καθαρότητα του τονισμού και κάνει τον ήχο πιο βαρύ και πιο αδύναμο».