Ο Γιάννης Πάσχος στην ποιητική του συλλογή Μεγάλες διώρυγες αποτίει φόρο τιμής στις διώρυγες από τις οποίες σηματοδοτείται το ταξίδι της ζωής: στο γυναικείο στήθος. Η θεματική είναι ενιαία και πάντα στρεφόμενη γύρω από αυτό, κυμαινόμενη από μια λιγότερο σε μια περισσότερο συμβολική ανύψωσή του, ανάλογα με το ποίημα.

Το γυναικείο στήθος –κατά τον ποιητή- ορίζει οντολογικά τον άνθρωπο, οποίος ορίζεται πρώτα ενστικτωδώς από το στήθος το μητρικό και έπειτα από το ερωτικό στήθος της συντρόφου. Έτσι όπως εκτυλίσσεται η συλλογή, δίνεται η εντύπωση ότι παρότι οι δύο αυτοί φορείς στήθους είναι φαινομενικά διαφορετικοί, ουσιαστικά είναι βαθύτατα συνδεδεμένοι ως προς τις αποκρίσεις που παρατηρούνται και στον θηλάζοντα και στο θηλαζόμενο. Ο ποιητής γνωρίζει καλά -λόγω των βιολογικών σπουδών του- ότι δύο φαινόμενα που αντιλαμβανόμαστε ως διαφορετικά στην ουσία μπορεί να πηγάζουν από πολύ κοινές βιολογικές λειτουργίες, με αποτέλεσμα τα προκαλούμενα (συν)αισθήματα να είναι πολύ όμοια. Παρατηρούμε λοιπόν πως και η μητέρα νιώθει «αίσθηση αλλόκοτη» όταν θηλάζει («και τα πόδια της άνοιξε να βολευτεί καλύτερα,/στην καρέκλα μπροστά από το παράθυρο.»), αλλά και ο εραστής συλλαμβάνει το στήθος όχι μόνο ως ερωτικό αλλά και ως σωτήριο («σε ναρκοπέδια/παράλογων σκέψεων/κι ακραίων επιθυμιών/τη σωτηρία μου σταλάζεις.»). Αυτό το σκεπτικό θυμίζει και Παπαδιαμάντη που ευθύβολα είχε περικλείσει το «αλλόκοτο» αυτό συναίσθημα μέσα στον λογοπαιγνιακό τίτλο «Έρως Ήρως».

 Με άλλα λόγια, ο Πάσχος λαμβάνει ένα θέμα καθαρά βιολογικό και το ανασυνθέτει στον ποιητικό χώρο. Η προσοχή του προς μια βαθεία και όχι επιφανειακή αποτίμηση του στήθους φαίνεται και από το γεγονός ότι ποθεί το στήθος κλιμακούμενα, όσο μεγαλώνει σε ηλικία κι αυτός και η γυναίκα, ακόμη κι αν «τίποτε δεν θυμίζει τα παλιά». Έτσι ο Πάσχος ξεκάθαρα προτιμά τη συμβολική προσφορά του στήθους, την ουσία του, που δεν χάνεται ούτε σε περικείμενα (μητέρα, σύντροφος) ούτε με τη φθοροποιό πάροδο του χρόνου. Αν και τις περισσότερες φορές ο ποιητής καταφέρνει να μεταδώσει ποιητικά το σκεπτικό του, συναντάμε και εγχειρήματα όπου η σύνδεση στήθους και μιας συγκεκριμένης σκέψης καταλήγει αρκετά χαλαρή, χωρίς να ξυπνά στον αναγνώστη μια κρυμμένη αλήθεια (π.χ. Ηττημένοι Στρατοί, Ναυάγιο, Ο Πόντικας, Ζεύγη).

Ο ποιητής εν γένει τοποθετεί τίτλους εύστοχους που αποκαλύπτονται λειτουργικά στη ροή του ποιήματος, όπως για παράδειγμα στο ποίημα Μεταμόρφωση, όπου το υποκείμενο μεταμορφώνεται κάθε πρωινό «σε χνούδι…απαλό, ξανθό κι ανεπαίσθητο». Εξίσου επιτυχής κρίνεται και η χρήση στερεοτυπικών φράσεων που σημασιολογικά συμφωνούν με το περικείμενο, όπως για παράδειγμα το παιχνίδι με τη λέξη «έρημο» σε περικείμενο ερήμου: «Ισορροπώ στον ανθό του στήθους σου./Αχ σώμα μου έρημο!/Θα βυθιστείς/με όλο το φορτίο των ελπίδων σου.» Εδώ επίσης παρατηρείται η συχνή μεταφορά της γυναίκας ως ανθού, με τη λεπτομέρεια ότι είναι το στήθος πλέον που κινεί τη μεταφορά ως σήμα κατατεθέν της γυναίκας για τον ποιητή. Και πάλι βλέπουμε εδώ τη σωσίβια πλευρά της γυναίκας-στήθους που θυμίζει στο ποίημα αυτό τη σκέψη του Σολωμού, όταν αποκαλεί τη γυναίκα «τρυφερό κλωνάρι» («Βόηθα, Θεά, τὸ τρυφερὸ κλωνάρι μόνο νά ῾χω·/
σὲ γκρεμὸ κρέμουμαι βαθύ, κι αὐτὸ βαστῶ μονάχο»).

Τα ποιήματα παρουσιάζουν μια ρυθμική διάθεση βηματική, χωρίς πολλές εξάρσεις, με τον τελευταίο στίχο να κορυφώνει το νόημα με έναν τόνο πιο εξομολογητικό από αυτόν των προηγούμενων στίχων. Χρησιμοποιούνται τακτικά πάγιοι τρόποι που προσδίδουν ποιητικότητα (π.χ. αντιστροφή συντακτικών όρων), ενώ η χρήση του χρονικού μονοσύλλαβου «σαν» αποφορτίζει συχνά τον στίχο», συγκριτικά με το συνώνυμο «όταν» («Μα σαν είδε τα στήθια της», «Μα σαν της πήραν το μωρό»). Αν και κατά κύριο λόγο πεζολογικός, ο ποιητής επωφελείται και του ρυθμού που δίνει η ομοιοκαταληξία, χωρίς όμως να την συνθέτει σε στίχους ίσων αριθμών συλλαβών, με αποτέλεσμα ο ρυθμός να ζευγαρώνει σαν τυχαία («Εκεί, στα μεσάνυχτα κοντά,/πριν όλοι φύγουν και χαθούν στη σκοτεινιά,/τον είδαν με τα χέρια του κομμένα/αιμόφυρτο να κατεβαίνει με δυσκολία τα σκαλιά./Τα στήθια της δεν θα άγγιζε ποτέ ξανά.»). Αλλού όμως η ομοιοκαταληξία γίνεται πιο απλοϊκή, αποδίδοντας ένα χλιαρό ακουστικό αποτέλεσμα (π.χ. στο ποίημα Η Πρώτη Γνώση: συναντήσεις/προσπεράσεις/πενθήσεις/αφήσεις). Σε άλλα σημεία το στυλ γίνεται ξεκάθαρα καβαφικό (π.χ. Ο Γέρων Κίμων, Φρύνη), που μάλιστα σηματοδοτείται και «ακούγεται» από την αρχή σαν να είναι σαφής στόχος του ποιητή να ακουστεί («Ήταν μια φευγαλέα ματιά/στο γυμνό στήθος/ωραιοτάτης έφηβης…»). Επαναλήψεις χρησιμοποιούνται είτε για ένταση του ρυθμού και νοήματος («το σώμα μου πετσόκοψα να μη με αναγνωρίζεις,/φοβόμουν μη θελήσεις,/ φοβόμουν μη θελήσεις,/τόσο αγαπημένο που σ’ είχα,/ να μοιραστείς τη δυστυχία μου.») είτε κατόπιν στίχων για να κλείσουν κυκλικά μια νοηματική ενότητα, με το επαναλαμβανόμενο κομμάτι να φωτίζεται εν τέλει διαφορετικά.

Αν και από ρυθμικής άποψης ο στίχος ρέει άνευ δυσκολίας, είναι αξιοσημείωτο ότι  δεν εκπέμπεται κάποια προσωπική ποιητική σφραγίδα, που θα σήμαινε ακουστικά τον συγκεκριμένο ποιητή. Ο ρυθμός συναντάται εύκολα, μάλλον λόγω του ανεπιτήδευτου και του σταθερού τόνου με τον οποίο ο ποιητής είναι προικισμένος, όχι όμως λόγω μιας προσωπικής πάλης με τον ήχο. Ίσως το άλμα από το απλώς καλό ακουστικό αποτέλεσμα (κάτι, βέβαια, πολύ δύσκολο από μόνο του!) στο προσωπικό και διαπεραστικό να είναι από τα πιο δύσκολα, είναι όμως αυτό που δίνει στον ποιητή φωνή ιδία. Και ίσως αυτό να επιτυγχάνεται τελικά και με ρυθμικό αποτέλεσμα (φαινομενικά) κατώτερο των ποιημάτων του Πάσχου.

ΥΓ. Η κριτική αφιερώνεται στις Μεγάλες Διώρυγες που θεμελίωσαν τη δική μου ύπαρξη και με ενέπνευσαν για τη διδακτορική μου έρευνα.

Η ποιητική συλλογή Μεγάλες διώρυγες του Γιάννη Πάσχου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μελάνι.