Αναμφισβήτητα κυρίαρχη ανάμεσα στους μεγάλους πιανίστες του 20ου αιώνα και μια από τις συγκλονιστικότερες ερμηνεύτριες των τελευταίων

50 χρόνων, η Μάρθα Άργκεριχ, έχει τον κόσμο στα πόδια της και το πιάνο στις προσταγές της: το μετατρέπει σε έναν απόκοσμο καταρράκτη χρωμάτων, έχει μαζί του μια αφοπλιστικά σαρκική και τρυφερή σχέση και στον ήχο της συνδυάζονται  μυστηριώδης διαύγεια,  ρυθμική ένταση και αυθορμητισμός που καθηλώνει.

Η Μάρθα Άργκεριχ έρχεται στην Αθήνα με τη μουσική «οικογένεια» που από χρόνια έχει δημιουργήσει, με μέλη της μεγάλους αστέρες σολίστ, καταξιωμένους ερμηνευτές, αλλά και νέους μουσικούς που έχουν ξεχωρίσει. Ο Μίσα Μάισκυ (βιολοντσέλο), ο Στίβεν Κοβάσεβιτς (πιάνο), ο Γιούρι Μπασμέτ (βιόλα και διεύθυνση ορχήστρας), ο Ρενό Καπυσόν και η Λία Πέτροβα (βιολί), η Ντόρα Μπακοπούλου, η Ακάνε Σακάι, η Λίλι Μάισκυ, ο Αλεξάντερ Μογκιλέφσκι, η Τζούλια Ζαΐκινα (πιάνο), ο Αλέξανδρος Καπέλης (πιάνο), ο Τάκης Καπογιάννης (κοντραμπάσο), ο Σεργκέι Νακαριάκοφ (τρομπέτα), ο Δημήτρης Δεσύλλλας και ο Ανδρέας Φαρμάκης(κρουστά), συμμετέχουν και συνεργάζονται με την Άργκεριχ σε τρεις συναυλίες με μουσικές από τον  18ο, τον 19ο και τον  20ο αιώνα. Την Καμεράτα, Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής διευθύνει ο Γιούρι Μπασμέτ την πρώτη ημέρα και ο Ζεράρ Κόρστεν τις δύο επόμενες.

Το πρόγραμμα του τριημέρου περιλαμβάνει: 

έργα Σαιν Σανς (Σεπτέτο για πιάνο, τρομπέτα, δύο βιολιά, βιόλα, βιολοντσέλο και κοντραμπάσο, έργο 65), Σούμαν(Κουιντέτο για πιάνο και έγχορδα, έργο 44), Μότσαρτ (Sinfonia Concertante για βιολί, βιόλα και ορχήστρα σε μι ύφεση μείζονα K364) και Σοστακόβιτς (Κοντσέρτο αρ.1 για πιάνο και τρομπέτα, έργο 35) το Σάββατο 10/3, Μότσαρτ(Andante & Variations για πιάνο με τέσσερα χέρια, Κ501 και Κοντσέρτο για πιάνο σε σι ύφεση μείζονα, ΚV 456)), Ραβέλ (‘Η μάνα μου η χήνα’ για τέσσερα χέρια), Σοστακόβιτς(Κοντσερτίνο για δύο πιάνα, έργο 94), Σούμαν(Phantasiestuecke, έργο 73), Καμπαλέφσκι(Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ.4, έργο 99(της Πράγας) και Χάυντν(Κοντσέρτο για τσέλο αρ.1 σε ντο μείζονα Hob.VIIb.1) την Κυριακή 11/3 καιΣτραβίνσκυ (Η Ιεροτελεστία της Άνοιξης για τέσσερα πιάνα και δύο κρουστά) και Μπαχ(Κοντσέρτο για δύο πιάνα και ορχήστρα BWV 1060, Κοντσέρτο για τρία πιάνα και ορχήστρα, BWV 1064 και Κοντσέρτο για τέσσερα πιάνα και ορχήστρα BWV1065 τη Δευτέρα 12/3.

Μέγας χορηγός της Καμεράτα, Ορχήστρας των Φίλων της Μουσικής για την περίοδο 2011-2013 είναι το Κοινωφελές Ίδρυμα Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης.

Η Άργκεριχ κατοικεί στις υψηλές κορυφές του κόσμου των βιρτουόζων. Οι θαυμαστές της εξαντλούν όλο το απόθεμα των υπερθετικών για να μιλήσουν γι αυτήν, οι ανταγωνιστές της μετατρέπονται σε φανατικούς θαυμαστές και περιμένουν καρτερικά έξω από τα καμαρίνια της. Στα κοντσέρτα της βλέπει κανείς σκηνές από άλλους τόπους και χρόνους: αξιοσέβαστους κυρίους να τρέχουν στους διαδρόμους με μπουκέτα στα χέρια, διάσημους μουσικούς να χειροκροτούν ξέφρενα από τα θεωρεία τους, χολερικούς κριτικούς να παραδίδονται με αμήχανα χαμόγελα.

Η Άργκεριχ έχει ποιότητες που σπάνια συνδυάζονται σε ένα πρόσωπο: πιανίστα με αδιανόητη τεχνική σβελτάδα, χαρισματική γυναίκα με αινιγματική ζωή, ανεπιτήδευτη ερμηνεύτρια που η μητρική της γλώσσα είναι η μουσική και αυτό είναι που την κάνει να ξεχωρίζει. Υπάρχουν πολλοί σπουδαίοι πιανίστες που κάνουν θαύματα, αλλά λίγοι έχουν κατακτήσει αυτή την ανεμπόδιστη  φυσικότητα στην έκφραση που τους επιτρέπει να κατοικούν τη μουσική αντί να την ερμηνεύουν.

Γεννημένη στο Μπουένος Άιρες, έκανε την πρώτη της εμφάνιση στα 5 της χρόνια και μέχρι τα 16 της είχε κερδίσει τα πρώτα βραβεία στους σημαντικούς ευρωπαϊκούς διαγωνισμούς. Στην αρχή ακολούθησε τη συνήθη διεθνή καριέρα, αλλά όσο ωρίμαζε μετατρεπόταν σε ένα σύμπαν, σε ένα πρότυπο και «νομοθέτη», απρόβλεπτη, γενναιόδωρη, αδάμαστη, με ηφαιστειώδες ταμπεραμέντο και με αιφνιδιαστικές συμπεριφορές για τα συμβατικά μέτρα του κόσμου των μεγάλων ερμηνευτών. «Ένας υπέροχος πίνακας χωρίς πλαίσιο», όπως λέει γι αυτήν ο Ντάνιελ Μπάρενμπόιμ.

Η ώριμη ταυτότητα της Μάρθα Άργκεριχ προέκυψε από έναν παράδοξο συνδυασμό: αδιαφορία για τη φήμη, τα χρήματα και την καριέρα και μια βασανιστική μοναξιά που νιώθει όταν είναι μόνη της στην σκηνή. Πάνω σε αυτό το έδαφος δημιούργησε θεσμούς για να συνεργάζεται με καταξιωμένους συναδέλφους της, να στηρίζει και να αναδεικνύει νέους μουσικούς και να συγκροτεί μουσικές «οικογένειες».

Με την υπογραφή της γίνεται από το 2002 το Martha Argerich Project, που διαρκεί 3 εβδομάδες, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ του Λουγκάνο, εκεί όπου συγκεντρώνεται κάθε χρόνο η «οικογένεια» με τα μόνιμα και τα νέα μέλη της και στο Μπουένος Άιρες, από το 1999, ο Διεθνής Διαγωνισμός Μάρθα Άργκεριχ με πρόεδρο της κριτικής επιτροπής την ίδια. Από την ίδια χρονιά στη νότια Ιαπωνία γίνεται το Μουσικό Φεστιβάλ Μάρθα Άργκεριχ και στη Λουκέρνη της Ελβετίας, σε συνεργασία με τον Κλάουντιο Αμπάντο, οι ημέρες πιάνου και εργαστηρίων για την ανάδειξη νέων πιανιστών.

Όπως και άλλοι μυθικοί ερμηνευτές –ο Πάμπλο Καζάλς, ο Βλάντιμιρ Χόροβιτς- η Άργκεριχ δεν ξεπέρασε ποτέ τον τρόμο της σκηνής. «Υπάρχουν φορές που παθαίνω φοβερούς πανικούς, από το μυαλό μου περνάνε τα πιο απίθανα πράγματα, μια γεμάτη αίθουσα, είναι τρομακτικό. Τα γόνατά μου τρέμουν, έχω ρίγη, αισθάνομαι ότι θα καταρρεύσω», εξομολογήθηκε στο εξαιρετικό πορτρέτο που της έκανε ο Γάλλος σκηνοθέτης Ζορζ Κασό, το 2002 και κυκλοφορεί σε DVD από την εταιρία Medici Arts.

Γι αυτό και τα σόλο ρεσιτάλ της είναι σπάνια,  γι’ αυτό πολλές φορές κρύβεται πίσω και τα πλούσια και πυκνά μαλλιά της στη σκηνή και γι αυτό «συνομιλεί» με τους συνθέτες όταν παίζει και απομονώνεται στον μεταξύ τους διάλογο: «Προτιμώ να μην  αστειεύομαι με τον Σούμαν, αλλά νομίζω ότι του αρέσω. Με τον Σοπέν δεν είναι πάντα εύκολο, μάλλον με ζηλεύει λίγο. Ο Προκόφιεφ με αγαπάει πολύ, δεν μου στήνει ποτέ παγίδες».

Με ένα σοκ άρχισε η σχέση της με το πιάνο: ήταν 6 χρονών και η μητέρα της την πήγε στο Τεάτρο Κολόν του Μπουένος Άιρες, στο κοντσέρτο για πιάνο αρ. 4 του Μπετόβεν με τον Κλάουντιο Αράου, «είχα αποκοιμηθεί και ξαφνικά άκουσα τις τρίλιες στο δεύτερο μέρος, ανατρίχιασα, με διαπέρασε ηλεκτρικό σοκ, αρνούμαι να παίξω αυτό το κοντσέρτο, φοβάμαι τι θα συμβεί, είναι τόσο σημαντικό για μένα».

Στα 9 της, πριν  παίξει σε ένα κοντσέρτο του Μότσαρτ, γονάτισε και σκέφτηκε: «αν κάνω λάθος σε μια νότα, θα πεθάνω». Η τελειομανία την ακολουθεί από τότε. «Πάντα αμφιβάλλω, πάντα είμαι αβέβαιη, ψάχνω. Αν είναι κανείς πολύ ικανοποιημένος ή εγκαταλείπεται στη ρουτίνα, είναι καταστροφή».

Ο Μίσα Μάισκυ, που συνεργάζεται μαζί της από το 2002 στο Λουγκάνο λέει ότι «η συνεργασία με τη Μάρθα Άργκεριχ είναι σαν τη ζωή: δεν είναι εύκολη, μπορεί να είναι πολύ απρόβλεπτη και πολύ εκνευριστική. Αλλά είναι ό,τι πιο υπέροχο μπορεί να σου συμβεί. Είναι αδιανόητα προικισμένη, σε βαθμό σχεδόν απελπιστικό».

Και ο Αμερικανός κριτικός, Άλεξ Ρος σημειώνει ότι  στις ερμηνείες της Άργκεριχ έχει κανείς την αίσθηση, «πως η πιανίστα εγκαταλείπει την ιδέα της μεγάλης ερμηνείας και είναι σαν να παίζει για τον εαυτό της και σιγά-σιγά προκύπτει μια σπάνια εκτέλεση. Σώζει πολλούς συνθέτες από τις συνήθεις υπερβολές των βιρτουόζων και αποκαθιστά την ουσία τους, τους κάνει να ακούγονται καινούργιοι, σύγχρονοι, με τολμηρές τονικότητες. Ο τρόπος που το πιάνο ανταποκρίνεται στο άγγιγμα της Άργκεριχ είναι ένα φυσικό φαινόμενο που αντιστέκεται στις ερμηνείες, είναι σαν τα επιφάνεια, μια αποκάλυψη».

Η Μάρθα Άργκεριχ παντρεύτηκε τον μαέστρο Σαρλ Ντυτουά και τον πιανίστα Στίβεν Κοβάσεβιτς και έχει τρεις κόρες.