Είναι φορές που τα λόγια αδυνατούν να περιγράψουν τα συναισθήματα που προκαλεί η ανάγνωση ενός βιβλίου. Αυτά τα συναισθήματα

Του Γιάννη Αντωνιάδη

έχω σκοπό να καταγράψω στο κείμενο που θα ακολουθήσει. Τον Μανόλη Αναγνωστάκη τον γνωρίζω ελάχιστα ως ποιητή, παρά μόνο μέσα από τους στίχους του τραγουδιού «Δρόμοι Παλιοί» και δεν ντρέπομαι να το πω γιατί όσο ζει κανείς μαθαίνει. Αναρωτιόμουν μετά το πέρας της ανάγνωσης αυτού του δοκιμίου-αυτοβιογραφίας, πως καλοί βέβαια κάποιοι ξένοι ποιητές, τους οποίους υμνούμε και θαυμάζουμε, αλλά έρχονται στιγμές που η ελληνική γλώσσα βρίσκει φωλιά στο λόγο τέτοιων αυθεντικών ανθρώπων όπως ο Αναγνωστάκης και ο νους σταματάει για να προσπαθήσει να αποκρυπτογραφήσει τις αλήθειες που θέλουν να μας μεταδώσουν. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης μέσα από αυτό το βιβλίο κάνει κατάθεση ψυχής, μιλάει, κρίνει τον εαυτό του, τον ορίζει στον χρόνο και μας αφήνει μια γεύση μελαγχολική αλλά και νοσταλγική για αυτά που γι’ αυτόν πέρασαν ανεπιστρεπτί, καταπιάνεται με μία ιστορική αναδρομή των πεπραγμένων.

Θαρρώ πως στο βιβλίο αυτό αποκαλύπτεται η ποιότητα ενός σπάνιου ποιητή που έζησε την ζωή του μοναστικά και μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Σαν ένας άλλος Καβάφης «πήγε αλλά δεν δεσμεύτηκε» από τα δίχτυα της κομπορρημοσύνης και της έπαρσης που ενδεχομένως να τον παγίδευαν, «προσπάθησε τούτο όσο μπορούσε» και χάραξε δική του πορεία, στάθηκε σφιχτά δεμένος στον νάρθηκα της αξιοπρέπειάς του. Βαθιά συνειδητοποιημένος στον πολιτικό του λόγο, έζησε τα φριχτά χρόνια της Χούντας και με τον λόγο του, τον έντονα πολιτικό και αντιδικτατορικό, εξέφραζε τις πεποιθήσεις του ενάντια στο καθεστώς που τότε μάστιζε την Ελλάδα. Ανέλαβε από νωρίς πολιτική δράση γιατί αυτήν ένιωθε ως γνήσια δημόσια παρέμβαση και επέμβαση σε μία κατάσταση που τον δυσαρεστούσε.

Είχε πάρει μέρος από νεαρή ηλικία σε διάφορες οργανώσεις πολιτικές και ήταν πολύ δραστήριος σε καθεμία από αυτές δίνοντας το στίγμα του πως δεν θα μείνει αμέτοχος σε οτιδήποτε διαρραγούσε την κοινωνική συνοχή, ήταν αγωνιστής και μάχιμος. Θαύμαζε τον Σολωμό και τον Κάλβο τους οποίους και αναφέρει επισταμένως, ειδικά στον Κάλβο κάνει ιδιαίτερη μνεία ως έναν ποιητή που τον σαγήνεψε, τον επηρέασε με τον λυρισμό του και την μελωδικότητα των ποιημάτων του, έναν ποιητή ανώτερο και ξεχωριστό για την μεγαλοφυΐα του και την ασύλληπτη γραφή του. Και στον Ελύτη που ανήκε στην γενιά του, αφιερώνει ένα κομμάτι του λόγου του για να μας γνωρίσει πως εκείνος ως αναγνώστης του, προτιμούσε τα πρώιμα ποιήματά στα οποία διακρίνει ζωντάνια, σπιρτάδα και περισσότερη ζωτικότητα από ότι στα ύστερα. 

Πίστευε στην νεότητα του ποιητή γιατί όσο πιο νέος τόσο πιο δημιουργικός και εμπνευσμένος. Αδυνατούσε να κατανοήσει πως ένας ποιητής με εμπειρία και ρυτίδες μπορούσε να ονομάζεται ποιητής. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που σταμάτησε ήδη από το 1971 να γράφει ποιήματα και στράφηκε σε άλλα είδη όπως το δοκίμιο, τα άρθρα και οι μελέτες. Δεν ένιωθε άλλο την ανάγκη να γράψει, αισθανόταν πως ο ποιητικός οίστρος του τον εγκατέλειψε, τα χρόνια τον φόρτωσαν και το μελάνι της ποίησης στέγνωσε για να το πω πιο ποιητικά. Ο ίδιος είχε πει: «Η ποίηση είναι μία πρώιμη περίοδος της ανθρωπότητας. Δεν μπορεί ένας πενήντα χρονών ν’ αρχίσει να γράφει ποιήματα». Δεν δημοσίευσε ποτέ κακά ποιήματα γιατί δεν υπήρχαν για εκείνον τέτοια, αν διέβλεπε πως κάποιο ποίημα δεν τον ικανοποιούσε το άφηνε στην άκρη σαν να μην υπήρχε, το έβγαζε από το συρτάρι της μνήμης του.

Ο ίδιος ορίζει τον εαυτό του όχι μόνο ως πολιτικό αλλά πολιτικό και ερωτικό ποιητή μαζί, μιας και η πολιτική έχει στο κέλυφός της έντονο το ερωτικό στοιχείο αλλά και ο ερωτισμός στην ποίηση δεν νοείται χωρίς την πολιτική ειδικά σε μία εποχή όπως η δική του που τα πολιτικά πάθη ήταν στο προσκήνιο. Ερωτισμός και πολιτική ακολουθούσαν και ακολουθούν βίους παράλληλους για να δανειστώ τον τίτλο του έργου του Πλουτάρχου. Ο ίδιος υποστηρίζει: «Κατά καιρούς με έχουν χαρακτηρίσει καθαρά πολιτικό ποιητή. Προσωπικά δεν νομίζω πως είμαι πολιτικός ποιητής. Είμαι ερωτικός και πολιτικός μαζί». Ο Αναγνωστάκης στα ποιήματά του εξέφραζε την αγωνία, το άγχος της εποχής, έγραφε στρατευμένη και συνειδητοποιημένη ποίηση όπως άλλωστε συνέβαινε σε όλες τις εκφάνσεις της τέχνης εκείνη την εποχή, μία εποχή με έντονο το στοιχείο της αντίστασης και της καλώς εννοούμενης αντίδρασης.

Σε αυτήν την συνέντευξη-εξομολόγηση από την οποία σκόπιμα αφαιρέθηκαν οι ερωτήσεις για να μεταμορφωθεί σε μονόλογο, ο Αναγνωστάκης ξεδιπλώνει μαρτυρίες από την ζωή του, μας εντάσσει στον δικό του κόσμο και μιλάει επί παντός επιστητού με πλήρη όμως την επίγνωση των λεγομένων του. Είναι κληρονομιά για εμάς τους νεότερους να έχουμε καταγεγραμμένα τα λόγια ενός ποιητή που σημάδεψε την ελληνική ποίηση. Καταθέτει τις απόψεις του σχετικά με το παρόν και το μέλλον της ελληνικής γλώσσας η οποία, όπως εκείνος δηλώνει δεν έχει υποστεί κάποια παραβίαση και καλώς έχουν ενταχθεί ξένες λέξεις σε αυτήν. Και σχολιάζει σχετικά: «Όλες τις ξένες λέξεις οι οποίες έχουν μπει στο ελληνικό λεξιλόγιο δεν πρέπει να τις εξοβελίσουμε, νομίζω ότι καλώς μπήκαν». Μάλιστα κάνει και την αυτοκριτική του γιατί κάποιες φορές η ορμή του λόγου μας οδηγεί σε σφάλματα και λάθη που δεν αποφεύγουμε. Μιλάει για την διαφορά Ελλήνων και ξένων ποιητών την οποία ορίζει ως ειδοποιό που γέρνει υπέρ των ξένων, μιας και νιώθει πως οι δικοί μας ποιητές δεν έχουν το ίδιο υπόβαθρο και δεν μπορούν επ’ ουδενί να ανταγωνιστούν στον λόγο τους ξένους και κυρίως τους Γάλλους, τους Άγγλους και τους Γερμανούς. Ο ίδιος μάλιστα πλέκει το εγκώμιο του Γκιγιόμ Απολλιναίρ, ενός από τους ποιητές που σημάδεψαν την γαλλική νόηση αν και έφυγε σε μικρή ηλικία, μόλις 39 ετών. Είναι όντως γεγονός πως τόσο στην ποίηση όσο και στην πεζογραφία η μετάφραση απογυμνώνει και αδυνατίζει το κείμενο που, δοσμένο στην γλώσσα που πρωτογράφτηκε, παρουσιάζει μία μοναδική δυναμική που είναι εξαιρετικά δύσκολο να επαναληφθεί. Ο Μπαλζάκ στα γαλλικά, ο Γκαίτε στα γερμανικά, ο Καβάφης στα ελληνικά. «Το «Επέστρεφε» του Καβάφη δεν μπορεί να μεταφραστεί» σημειώνει.

Αυτό το βιβλίο μπορεί να είναι πολύ σύντομο, ολιγοσέλιδο και βραχύσωμο όμως παρέχει πληθώρα πληροφοριών για αυτόν τον αριστοτέχνη του λόγου και προσωπικά νιώθω πως οι νέοι ποιητές και οι νέοι γενικότερα έχουν πολλά να διδαχθούν από την ανάγνωσή του. Το ήθος που τον χαρακτηρίζει και ο ήπιος τόνος της ομιλίας του μαρτυρούν πως ο Μανόλης Αναγνωστάκης είναι ένας ταπεινός της ποίησης, ακριβώς όπως ο Καραγάτσης έχει αυτοανακηρυχθεί «ευπρεπής μετριότητα». Έχει τις γνώσεις αλλά και δεν τις έχει, αναπολεί τα περασμένα αλλά αμφισβητεί και την υπόστασή του όχι για να υποδυθεί τον μετριόφρονα αλλά γιατί είναι ειλικρινής, αυθεντικός και γνήσιος ανάδοχος του εαυτού του, σίγουρος αλλά και αβέβαιος μαζί για το είναι του. Γιατί το βάθος της προσωπικότητας και το μέγεθος του εκάστοτε δημιουργού δεν μετριέται με δηλώσεις και παρουσία αλλά με έργο, έργο που ο Αναγνωστάκης έχει να επιδείξει πλούσιο.

                                                              


«Η ποίηση είναι να πεις πράγματα που κανείς δεν τα ‘χει πει ποτέ, για να σηκωθούν από τον τάφο τους οι ποιητές και να πουν εμείς τέτοια πράγματα δεν τα είπαμε ποτέ μας» Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι

«Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις / Να μην τις παίρνει ο άνεμος» απόσπασμα από τον Στόχο, 1970