Ηθοποιός με έντονη προσωπικότητα, πλούσια καλλιτεχνική και πολιτική δράση, η Μάνια Παπαδημητρίου συνεχίζει ακούραστα από το 1983 που αποφοίτησε με άριστα από το Θέατρο Τέχνης, την ανάμειξη στα πολιτιστικά δρώμενα. Την άνοιξη του 2014 μπήκε για πρώτη φορά στην Βουλή, ενώ μετά το καλοκαίρι του 2015, επανήλθε δυναμικά στο θεατρικό προσκήνιο.

Αυτήν την εποχή, τη συναντάμε στην ξεχωριστή σκηνή του Faust, να πρωταγωνιστεί σε ένα σπάνιο έργο του Τέννεση Ουίλιαμς, την «Κραυγή», μαζί με τον Αλέκο Συσσοβίτη. Εξ αφορμής αυτού του ανεβάσματος, μας μιλάει με θέρμη για την πολιτική και τον πολιτισμό, θυμάται ιδιαίτερες στιγμές από την μακρόχρονη πορεία της, ενώ αποκαλύπτει τα φιλόδοξα σχέδιά της για το υπόλοιπο της σεζόν.

Cul. N.: Η «Κραυγή», του Τέννεση Ουίλιαμς, έργο που έχει ανέβει ελάχιστες φορές στην ελληνική σκηνή, παρουσιάζεται στο Φάουστ. Μιλήστε μας για την υπόθεση και τα ενδιαφέροντα στοιχεία που μπορεί κανείς να εντοπίσει σε αυτήν.

Μ. Π.: Έχει ανέβει άλλες δύο ή τρείς φορές Είναι το τελευταίο έργο του Τέννεση Ουίλλιαμς και το ενδιαφέρον στοιχείο του για μένα είναι ότι μοιάζει, ο συγγραφέας σ’ αυτό το έργο να προσπαθεί να απομακρυνθεί από το γνώριμό του ρεαλισμό και να γράψει παράλογο. Σε πολλά σημεία το πετυχαίνει.

Έχει κάτι το τελεολογικό αυτό το έργο όπως τα έργα του Μπέκετ. Όλα διαδραματίζονται στον αστερισμό του τρόμου μπρος στο κενό της ύπαρξης και την αναμονή του φυσικού τέλους, που μπορεί να μας αιφνιδιάσει και για αυτό προσπαθούμε πάση θυσία να το αποφύγουμε. Υπάρχει πολύς χώρος για αυτοσχεδιασμό σ’ αυτήν την περιοχή και για χιούμορ και κλαυσίγελω. Όλα περνούν μέσα σε δέκατα του δευτερολέπτου από το δράμα στην γελοιοποίηση, τον αυτοσαρκασμό, το μπλακ χιούμορ. Αυτό μου αρέσει στο έργο και μου ταιριάζει για την εποχή μας.

Cul. N.: Πόσο απαιτητικό μπορεί να αποδειχθεί ένα κείμενο με ασαφή όρια μεταξύ ρόλου και ηθοποιού, αποτελώντας ουσιαστικά μία «κλειδαρότρυπα» για τα παρασκήνια της θεατρικής ζωής;

Μ. Π.: Είναι πολύ απαιτητικό το έργο για τους ηθοποιούς και μεγάλη πρόκληση για τον σκηνοθέτη. Με την Έλλη έχουμε δουλέψει κι άλλες φορές. Μου πηγαίνει ο τρόπος της. Με απελευθερώνει. Με τον Αλέκο δουλεύουμε πρώτη φορά και νομίζω έχουμε πετύχει πολύ καλή χημεία. Έτσι μας λένε τουλάχιστον. Αλλά και εμείς κάθε βράδυ είναι σαν να μπαίνουμε σ ένα πλοίο να πάμε όσο πιο μακριά μπορούμε. Να ακροβατήσουμε πάνω στα συναισθήματα και τις σκέψεις, όσο πιο πολύ γίνεται και να επικοινωνήσουμε με το κοινό σε όσο πιο πολλά επίπεδα είναι δυνατόν! Αυτό το ταξίδι έχει ρίσκο. Μεγάλο ρίσκο. Κι αυτό ακριβώς είναι το ενδιαφέρον. Δημιουργείται ένας ίλιγγος που μας ταιριάζει και νομίζω ταιριάζει και σ αυτό το ιδιαίτερο έργο… Όταν γελούν οι θεατές νιώθουμε πως κάτι καλό έχουμε πετύχει… Αλλά και όταν σωπαίνουν και θυμούνται δικές τους διαδρομές  πάλι είναι σαν να ταξιδεύουμε παρέα…. Σαν να πηγαίνουμε κάπου να συναντήσουμε διαφορετικά πράγματα , αλλά πολύ σημαντικά, αφού είναι ζητήματα ζωής και θανάτου για τον καθένα μας και  αυτό είναι που μας ενώνει.

Cul. N.: Ο Ουίλιαμς είναι ιδιαίτερα αγαπητός στην Ελλάδα. Προσωπικά ποιες δημιουργίες του σας κεντρίζουν περισσότερο; Υπάρχουν κάποια κρυφά «διαμάντια» σαν την «Κραυγή», στα οποία θα θέλατε να παίξετε στο μέλλον;

Μ. Π.: Μου αρέσει ο «Γυάλινος κόσμος» και το «Λεωφορείον ο πόθος», βέβαια. Αλλά αγαπώ ιδιαίτερα το «Προς Κατεδάφισιν» –ένα μονόπρακτό του που ήταν από τα πρώτα κομμάτια μου στη σχολή- όπου κατάλαβα τι θα πει «παίζω έναν ρόλο» ή «είμαι ο ρόλος». Εκεί πρωτο-αισθάνθηκα το σώμα μου να κινείται και να μιλάει σαν να ανήκει σε κάποιαν άλλη κοπέλα….. Κι αυτό είναι δώρο στην υποκριτική. Είναι απελευθερωτικό να το αισθάνεσαι πάνω στη σκηνή. Είναι το θέατρο.

Στην Κραυγή συναντιέμαι πολύ συχνά μ’ αυτήν την περσόνα του «Προς κατεδάφισιν». Βέβαια έχει μεγαλώσει αρκετά. Έχει γεράσει πια, αλλά ο ψυχισμός της είναι εκεί.

Cul. N.: Ας μιλήσουμε λίγο για το καλλιτεχνικό σας παρελθόν, αρχίζοντας από τον κινηματογράφο… Θα ήθελα να μας πείτε δύο λόγια για την συνεργασία με το Θόδωρο Αγγελόπουλο στο «Βλέμμα του Οδυσσέα» και τι κερδίσατε από αυτόν και επιπλέον, λόγω της συμμετοχής σας στα «Χρόνια της μεγάλης ζέστης» της Λιάππα να μας μιλήσετε για το τι θυμάστε από εκείνη την εποχή της παράδοξης λογοκρισίας.

Μ. Π.: Η επαφή με τον Αγγελόπουλο για μένα ήταν εμπειρία ζωής. Πρώτα και κύρια γιατί βρέθηκα στο μεγάλο ταξίδι στα Βαλκάνια και μάλιστα σε μια εποχή που οι άνθρωποι εκεί ζούσαν ό,τι θα ζούσαμε εμείς μιάμιση δεκαετία μετά. Δηλαδή την φτωχοποίηση και την εξαθλίωση των ζωών τους και τον πόλεμο.

Η προσωπικότητά του Αγγελόπουλου με κέρδισε σε κάθε επίπεδο. Ένιωσα ότι καταλαβαίνω πολύ καλά τι ακριβώς θέλει να πετύχει και για μένα αυτό είναι πολύ σημαντικό για να  παραδοθώ σε κάποιον σκηνοθέτη και να θελήσω να γίνω αυτό ακριβώς που θέλει. Δεν θα ξεχάσω το γύρισμα στο σπίτι της Κηφισιάς με τον χορό. Το 9αλεπτο πλάνο που δουλεύαμε τρεις μέρες και το κάναμε σε τρείς λήψεις. Συμμετείχαν σ’αυτό όλοι οι παλιοί συνεργάτες του και τα 3 παιδιά του που ήταν τότε πολύ μικρά. Ήξερε ακριβώς τι ήθελε να κάνει και ήξερε να εμπνέει το σύνολο να θέλει να το πετύχει. Είμαι πολύ τυχερή που πρόλαβα να τον γνωρίσω και να δουλέψω μαζί του. Ο Αγγελόπουλος μου έδωσε κουράγιο.

Η Φρίντα Λιάππα και η ιστορία που με ρωτάτε είναι μια ιστορία από τις πιο τρομακτικές που μπορούν να συμβούν σε κάποιον καλλιτέχνη και μάλιστα γυναίκα. Είναι βαθύτατη ντροπή του συστήματος και των συγκεκριμένων ανθρώπων που επετέθησαν εντελώς παράλογα και άδικα εναντίον της για μια ηλίθια και εντελώς γελοία προκατάληψη και το μόνο που πέτυχαν ήταν να την κάνουν δυστυχή, να αρρωστήσει και να πεθάνει. Ευτυχώς την υποστήριξε ο Βασίλης Ραφαηλίδης και βέβαια όλοι οι ηθοποιοί της ταινίας που είχαμε ζήσει την ιστορία και ξέραμε και καταλάβαμε την κακή πρόθεση των επικριτών της. Η ιστορία αυτή με γεμίζει μόνο οργή και μου δημιουργεί την ανάγκη να οχυρωθώ απέναντι σ αυτούς τους ανθρώπους που αποτελούν ακόμα τους ακρογωνιαίους λίθους του συστήματος παραγωγής στην Ελλάδα. Θέλω πραγματικά να τους ρωτήσω, θυμούνται καμιά φορά πόσο πόνο έχουν προκαλέσει έτσι, για ένα γινάτι; Θα το κάνω κάποτε. Σίγουρα θα μου δοθεί η ευκαιρία. Πάντα έρχεται μια τέτοια στιγμή. Στα παιδιά εντυπώνονται αυτά και ήμουν παιδί τότε. Η Φρίντα ήταν από τις λίγες  γυναίκες σκηνοθέτιδες που άντεξαν τον ανταγωνισμό των ανδρών. Στο τέλος την συνέτριψαν. Όμως το έργο της μένει κι αυτό θα μιλήσει και μιλάει από μόνο του.

Cul. N.: Βρίσκεστε στο σανίδι από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν αποφοιτήσατε από τη σχολή του Θεάτρου Τέχνης. Υπάρχουν δουλειές σας που ξεχωρίζετε ή αγαπάτε ιδιαίτερα, μέσα σε αυτές τις τρεις δημιουργικές δεκαετίες;

Μ. Π.: Βέβαια, ξεχωρίζω την πρώτη μου παράσταση με ρόλο στο Θέατρο Τέχνης:  «Το Πανηγύρι» του Δ Κεχαίδη σε σκηνοθεσία Γ. Λαζάνη… Την «Ελίζα» της Ξένιας Καλογεροπούλου στη Μικρή Πόρτα. Το «Ζουβέ Ελβίρα» με τον Παπαβασιλείου που για πρώτη φορά έπαιξα πρωταγωνιστικό ρόλο σε μεγάλο θέατρο. Τον «Καλό άνθρωπο του Σε τσουάν» του Μπρέχτ στο ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας σε σκηνοθεσία Σταύρου Ντουφεξή που έπαιξα τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Την «Μόλλυ Σουήννυ» του Μπράιαν Φρίελ στο Απλό θέατρο σε σκηνοθεσία του Α. Αντύπα, τον «Ορλάντο» της Β. Γουλφ σε σκηνοθεσία της Ρούλας Πατεράκη. Το «Γάλα» του Κατσικονούρη στο Εθνικό σε σκηνοθεσία του Ν. Μαστοράκη… Αποτελούν στιγμές που ανακάλυψα κάτι καινούριο πάνω στη σκηνή που με στήριξε και με στηρίζει στις αναζητήσεις μου.

Cul. N.: Από τη θητεία σας στην πολιτική σκηνή τι θα λέγατε πως αποκομίσατε; Απομυθοποιήσατε κάποια πράγματα στην πορεία; Και επιπλέον, υπάρχει ρίσκο αν ένας καλλιτέχνης κατέβει τώρα στον πολιτικό στίβο, να «στιγματιστεί» και η μετέπειτα πορεία του;

Μ. Π.: Υπάρχει ρίσκο. Ή μάλλον δεν είναι ρίσκο, είναι βεβαιότητα. Στιγματίζεσαι για όσον καιρό συμμετέχεις ενεργά. Αλλά ανέλαβα αυτήν την ευθύνη γιατί αισθάνθηκα πως όλα τα πράγματα με οδηγούσαν εκεί. Οι συνθήκες της καλλιτεχνικής ζωής. Οι εργασιακές σχέσεις εντός. Οι πόλεμοι  στις γύρω χώρες… Οι συγκρούσεις είναι τεράστιες και δεν μπορώ να κάνω ότι δεν με αφορούν… Δεν απογοητεύθηκα όμως, γιατί το χώρο των παρασκηνίων τον ξέρω και από το θέατρο. Απλώς μου επιβεβαιώθηκε αυτό που ήξερα, ότι εκεί γίνεται η πολιτική: στα παρασκήνια. Από την πρώτη μέρα που μπήκα στη βουλή το κατάλαβα. Το ως ποιο σημείο φτάνει κανείς να παίξει αυτό το παιχνίδι και τι ακριβώς θέλει να επιτύχει μπαίνοντας εκεί μέσα είναι υπόθεση που η ίδια η ζωή και τα πεπραγμένα του το αποδεικνύουν σιγά-σιγά… Η βουλή είναι ένα τεράστιο εργαστήριο που δουλεύει όπως το μυαλό στον ανθρώπινο οργανισμό. Οι πράξεις όμως συντελούνται ή δεν συντελούνται από τα υπουργεία! Εκεί ήταν για μένα η πιο αποκαλυπτική εμπειρία: στο Υπουργείο Παιδείας που ήμουν για λίγους μήνες… Εκεί κατάλαβα πολύ καλά πως μπορεί να έχει κάποιος  την κυβέρνηση αλλά την εξουσία δεν θα την πάρει ποτέ αν δεν συναινέσει σε πολύ συγκεκριμένα πράγματα… Και η κυβέρνηση αυτή το έκανε…

Είμαι καλύτερα τώρα που απομακρύνθηκα, μα χαίρομαι που απέκτησα αυτήν την εμπειρία.

Cul. N.: Έχοντας πλέον δει και τις δύο όψεις, την καλλιτεχνική και την πολιτική, θεωρείτε πως οι όποιες αλλαγές ή βελτιώσεις στον τομέα του πολιτισμού είναι εφικτές; Υπάρχει ενδιαφέρον πραγματικό στην Ελλάδα να μπει ο πολιτισμός σε πρώτο πλάνο και πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό;

Μ. Π.: Όχι δεν υπάρχει κανένα πραγματικό ενδιαφέρον να μπει ο πολιτισμός σε πρώτο πλάνο, γιατί δεν υπάρχει ουσιαστική γνώση και αγάπη για το αντικείμενο. Είμαστε -ο κόσμος του πολιτισμού- πραγματικά παράσιτα και τους χρησιμεύουμε μόνο ως διασκεδαστές που τους γίνονται μάλιστα πολύ ενοχλητικοί όταν ζητούν και να πληρώνονται γι αυτό που κάνουν. Είμαι βαθύτατα απογοητευμένη ως προς το ενδιαφέρον της πολιτείας για τα βασικά και θεμελιώδη ζητήματα του πολιτισμού και της καλλιτεχνικής παιδείας που είχαμε από κοινού επεξεργαστεί με στόχο να υλοποιήσουμε όταν γίνουμε κυβέρνηση… Όχι απλώς πήγαν πίσω όλα, μα απαξιώνονται συνεχώς με πρόσχημα άλλες προτεραιότητες. Αλλά αυτό είναι πρόσχημα γιατί οι μνημονιακοί νόμοι τα συρρικνώνουν όλα και έχουν ήδη υπογραφτεί… Υπάρχει όμως πρόβλημα και από μας τους ίδιους, τον κόσμο του πολιτισμού που αδιαφορεί, αργεί να ενημερωθεί, απαξιώνει την ενασχόληση με τα ζητήματα των κλάδων και αυτό δημιουργεί δυσαρμονία στα μέλη τη στιγμή που θα έπρεπε όλοι να παλεύουμε προς την ίδια κατεύθυνση όπως είναι η διαβάθμιση της καλλιτεχνικής παιδείας (θέατρο, μουσική, χορός) που ζει στο έλεος του τίποτα. Ανεξαρτητοποίηση των εισαγωγικών εξετάσεων στις καλλιτεχνικές σπουδές στα πανεπιστήμια από τις πανελλήνιες για να μπορούμε να έχουμε καλλιτέχνες με ανώτατα πτυχία και όχι θεωρητικούς που καλλιτεχνίζουν. Ελάφρυνση της φορολογίας στους καλλιτέχνες που ενώ πένονται, αντιμετωπίζονται σαν επιχειρηματίες και μάλιστα φοροφυγάδες από το κράτος, ενώ ο χώρος των ιδιωτών τους χρησιμοποιεί με όρους σκλαβοπάζαρου. Εργασιακά δικαιώματα, ασφάλιση, επίδομα ανεργίας (που δεν παίρνεις τίποτα πια), επιχορηγήσεις στις ομάδες (έχουν κόψει τα πάντα από παντού), κίνητρα για δημιουργία, χώροι ελεύθεροι για στέγαση νέων (όλα είναι πανάκριβα).

Αντί αυτού καταναλωνόμαστε να διαφωνούμε για το ένα και το άλλο στις λεπτομέρειες ενώ είμαστε πλήρως ανενημέρωτοι στο βάθος. Αρχίζουμε να φωνάζουμε όταν κάποια συμφορά χτυπήσει την δική μας προσωπική αυλή. Και όλο αυτό μέχρι να ξαναβρούμε μια δουλίτσα (με ή χωρίς μισθό) να χωθούμε πάλι και τότε σωπαίνουμε γιατί φοβόμαστε μην τη χάσουμε κι αυτήν. Έτσι δεν γίνεται τίποτα. Για να πετύχεις κάτι πρέπει να αγωνίζεσαι μαζί με τον διπλανό σου.

Cul. N.: Πώς βλέπετε γενικά το μέλλον ως άνθρωπος και ως καλλιτέχνις; Μία εκτίμηση για όσα έρχονται;

Μ. Π.: Αυτό που βλέπω για το μέλλον δεν είναι καθόλου ρόδινο. Όμως ο καθένας ζει στην εποχή και στη στιγμή που του έλαχε να ζήσει. Και κάνει ό,τι του έλαχε να μάθει. Κι εγώ έμαθα και θέλω να κάνω και άλλους να μάθουν θέατρο. Γιατί; Μα γιατί τουλάχιστον μπορώ να χαίρομαι μέσα απ αυτό Και αν κάνω και μερικούς ακόμα να χαρούν αυτό είναι ομορφιά και θέλω να συνεχίσω να το κάνω όσο έχω την υγεία μου και  έχω κουράγιο.

Cul. N.: Μετά την «Κραυγή» τι ακολουθεί; Υπάρχει κάποια προσωπική επιδίωξη για τη συνέχεια;

Μ. Π.: Παράλληλα με την Κραυγή παίζουμε μέχρι το τέλος του χρόνου για δύο ακόμα Δευτέρες τον Μονόλογο της Σιμόν ντε Μπωβουάρ, που μετέφρασε και σκηνοθετεί η Αθηνά Κεφαλά στο Poems’ n Crimes Art bar café και εν συνεχεία θα παρουσιάσουμε έναν μονόλογο που έγραψε ο Παναγιώτης Μέντης, την «Κυρία Αδαμαντία» στο Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία του Κωστή Καπελώνη. Παράλληλα θα κάνω διάφορα μουσικοποιητικά με έντεχνο και ρεμπέτικο τραγούδι αλλά και με ποίηση και μουσική σε διάφορα στέκια της πόλης ad hoc.

Στην δεύτερη περίοδο θα παίξω στο «Προς Δαμασκόν»  του Στρίντμπεργκ στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών σε σκηνοθεσία της Ρούλας Πατεράκη που με επιλέγει από τότε που την γνώρισα σε πολλά έργα της και την ευχαριστώ πολύ γιατί την θεωρώ μεγάλη καλλιτέχνιδα, που επίσης έχει παλέψει πολύ για να την δεχθούν ως γυναίκα σκηνοθέτιδα και μάλιστα σε εποχές πολύ δύσκολες από όταν ξεκίνησε…

Νιώθω  σιγά-σιγά μεγαλώνοντας, πως ό,τι επιλογές έκανα, όσο δύσκολες και αν ήταν και όσο και αν μου έχουν κοστίσει και μένα από την μεριά μου, έγιναν για έναν σκοπό. Για να μπορώ να συναντιέμαι καλλιτεχνικά και πνευματικά  μόνο μ αυτούς που μου ταιριάζουν και μαζί να ονειρευόμαστε έναν καλύτερο κόσμο και να τον επιδιώκουμε… Κι αν το όνειρο χάνεται χτίζουμε ένα καινούριο χωρίς να φοβόμαστε και χωρίς να βαρυγκωμούμε, αφού μάθαμε από νωρίς πως τίποτα δεν γίνεται χωρίς κόπο και πως η εμπιστοσύνη και η εκτίμηση κερδίζεται άνθρωπο τον άνθρωπο, σημείο το σημείο βήμα το βήμα, αγώνα τον αγώνα και ιδέα την ιδέα… Και αν κερδηθεί έτσι αντέχει σε πολλούς πολέμους και μπορεί να νικήσει πολλούς εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς…

Η Κραυγή, το σπάνιο αριστούργημα του Τένεσι Ουίλλιαμς, παρουσιάζεται στο Faust, σε σκηνοθεσία Έλλης Παπακωνσταντίνου