Οι κάτοικοι της μικρής μας χώρας έχουν, χιλιετίες τώρα, μία κλίση προς τη διχόνοια, μία ιδιαίτερη αγάπη, αν όχι πάθος, να βρίσκουν ή να εφευρίσκουν εξωτερικούς αλλά, ακόμα πιο συχνά, εσωτερικούς εχθρούς. Αυτό μάλλον οφείλεται στη συναισθηματική και ψυχολογική ανωριμότητα που χαρακτηρίζει την πλειοψηφία του πληθυσμού της, μία ανωριμότητα η οποία έχει και τα καλά της (τα “παιδιά” δεν χρειάζονται και πολλά για να ξεθυμάνουν, συνήθως μία βόλτα στον ελληνικό ήλιο αρκεί για να θυμηθούμε ότι η ζωή είναι ωραία και ότι όλα θα πάνε καλά τελικά!).

Η έμφυτη τάση για διχόνοια δεν θα μπορούσε δυστυχώς να λείψει από τη μουσική . Η μουσική που για αιώνες ένωνε παρά χώριζε τους ανθρώπους εμποτισμένη στα έθιμα και στις παραδόσεις, πλέον στη σημερινή Ελλάδα της ασάφειας και της παντελούς έλλειψης προσανατολισμού, αποτελεί άλλο ένα πεδίο σύγχυσης ή αποκλεισμού. Όντας ένας άνθρωπος με τρομερή αγάπη στη μουσική (που θεωρώ εγώ καλή, φυσικά και απόλυτα, χμ) ήμουν και εγώ ένας ανώριμος ελιτιστής, ένας άνθρωπος που δεν υπήρχε περίπτωση να θεωρήσει ότι μπορεί να συζητήσει για μουσική με κάποιον που άκουγε λαϊκά (και δεν εννοώ τα λαϊκά με ημερομηνία λήξης ένα μήνα, εννοώ λαϊκά που θεωρούνται κλασικά) ή π.χ. ηλεκτρονική χορευτική μουσική. Και, αντίστοιχα, είχα γνωρίσει ανθρώπους που άκουγαν μόνο αυτά που παίζονταν στις μεγαλοπρεπείς πίστες και οι οποίοι με το που άκουγαν μουσική που δεν περιελάμβανε μπουζούκι άλλαζαν σταθμό ή έκλειναν το όποιο μουσικό σύστημα τους χάριζε μέχρι τότε στιγμές αγαλλίασης.

Τι παίζει; Γιατί σε πολλούς ανθρώπους το να πηγαίνεις στο Μέγαρο Μουσικής ή σε jazz συναυλία σε κάνει κουλτουριάρη, μία λέξη που για κάποιον ανεξήγητο λόγο τη χρησιμοποιούν σαν βρισιά ενώ θα έπρεπε να θεωρείται ακριβώς το αντίθετο; Και γιατί ένας μουσικός που ακούει εναλλακτικές μουσικές ξινίζει όταν κάποιος που ακούει λαϊκά του πει ξαφνικά ότι άκουσε Calexico και του άρεσαν; Λαϊκισμός και ελιτισμός, δύο εξίσου καταστροφικά φαινόμενα και στη μουσική; Μήπως αυτά τα δύο μουσικά αμαρτήματα οδήγησαν στο γεγονός ότι αυτή τη στιγμή η όποια mainstream μουσική (δηλαδή μουσική που μπορεί να ακουστεί από τη μεγαλύτερη μερίδα του κόσμου) προέρχεται κυρίως από συνθέτες του περασμένου αιώνα (ή απευθύνεται, αντίστοιχα, σε μουσικόφιλους που γεννήθηκαν μέχρι το 1980;). Μήπως το γεγονός ότι οι μουσικές φυλές δεν θέλουν η μία να βλέπει την άλλη στους ίδιους χώρους, έχει οδηγήσει στην έλλειψη μουσικών που θα έφερναν κοντά τους δύο κόσμους και θα βοηθούσαν στη δημιουργία μίας πραγματικά καλής εμπορικής μουσικής; Εξάλλου όπως λέει και ο φίλος Δημήτρης, έχοντας ζήσει πολύ μέσα σε κύκλους μουσικών γαλουχημένων στις πιο πειραματικές τάσεις της σύγχρονης ροκ μουσικής, “Τι νόημα έχει να μιλάμε για underground σκηνή στην Ελλάδα αν δεν υπάρχει καν mainstream σκηνή;”

Info: Ο Lumiere, κατά κόσμον Aθανάσιος Χριστοδούλου έχει τη δική του άλλοτε μάξιμαλ και άλλοτε μίνιμαλ άποψη για την ποπ μουσική. Στο ντεμπούτο του “Fiction”, σαν Lumiere Brother το 2009, κυνηγούσε το φάντασμα του Elliot Smith, αποδoμώντας στο πιάνο το indie κιθαριστικό παρελθόν του ενώ, 5 χρόνια μετά, έπιασε τα maximal ποπ όρια του με το “Twenty One” αποκαλύπτοντας τις α λα Pavement εφηβικές εμμονές του. Ο μινιμαλισμός της κλασικής μουσικής μπήκε στην ζωή του ένα χρόνο αργότερα και υποσυνείδητα του αποκαλύφθηκε η καινούρια και πλέον ταιριαστή μουσική του ταυτότητα. Ο Lumiere επανασυστήθηκε φέτος στο κοινό του, κυκλοφορώντας το ομώνυμο album του που παντρεύει το μέλλον των ηλεκτρονικών bleeps με την αυστηρότητα των κλασικών κινηματογραφικών μοτίβων.  

* Αναδημοσίευση από το περιοδικό Culturenow Mag, τεύχος 36