Με αστείρευτες κωμικές αναφορές στη ζωή και το θάνατο, την εκκλησία και την αστυνομία, ο Τζο Όρτον, το ακραίο παιδί του αγγλικού θεάτρου, κατάφερε με το «Loot» να θίξει με γαργαλιστικό τρόπο την κοινωνική τάξη, σε μία εποχή διόλου εύπεπτη και αθώα.

Ο συγγραφέας του πασίγνωστου στην Ελλάδα «Τι είδε ο μπάτλερ», έζησε μία ζωή πικάντικη και μακριά από συμβάσεις, υπήρξε ανοιχτά ομοφυλόφιλος και τάχθηκε εναντίον του βρετανικού καθωσπρεπισμού. Σύνδεσε το όνομά του με τον όρο «μαύρη κωμωδία» και αποτέλεσε ένα από τα μεγαλύτερα συγγραφικά ονόματα της θεατρικής φάρσας τον 20ο αιώνα. Λίγο πριν δολοφονηθεί άγρια από τον επίσης συγγραφέα –μα παραγνωρισμένο- φίλο του, κατάφερε να χαρακτηριστεί από τον αγγλικό τύπο ως «Όσκαρ Γουάιλντ του μεταπολεμικού κοινωνικού κράτους».

Στο «Loot» περιγράφονται με παιγνιώδη και σαρκαστικό τρόπο, οι περιπέτειες μίας τυπικής οικογένειας, που συνηθίζει να κρύβει… «σκελετούς στην ντουλάπα», γνώρισμα όχι απαραίτητα μόνο αγγλικό, με τη μεταφορική του έννοια.

Στην κηδεία της μητέρας του Χαλ και ενώ ο μόλις χηρεύσας πατήρ κλαίει απαρηγόρητος για το χαμό της συζύγου, ο παμπόνηρος τυχοδιώκτης νέος, με τον φίλο του Ντένις, υπάλληλο του γραφείου κηδειών, κρύβουν τα λάφυρα μιας ληστείας στο φέρετρο και τοποθετούν το ταριχευμένο πτώμα στην ντουλάπα, προσπαθώντας μάταια να μην αποκαλυφθούν. Η μυστήρια θρησκευόμενη νοσοκόμα που παρηγορεί την οικογένεια και έχει βάλει στο μάτι τα περισσότερα αρσενικά που αναπνέουν στο χώρο, θα είναι η πρώτη που θα αντιληφθεί τι συνέβη και φυσικά θα απαιτήσει μερίδιο από το πλιάτσικο. Γρήγορα όμως, όλα θα ανατραπούν, καθώς κάνει την εμφάνισή του ένας παράξενος τύπος που θα συστηθεί ως υπάλληλος της «Εταιρίας υδάτων» και θα κάνει τη ζωή τους δύσκολη, λίγο πριν φανερώσει τόσο την δική του ταυτότητα, όσο και των υπολοίπων.

Σπιρτόζικο, πανέξυπνο, απολαυστικά μαύρο και απεριόριστα καυστικό, το «Loot», εναντιώνεται σε κάθε κοινωνική υποκρισία. Θίγει κάθε είδους κομφορμισμό: απατεωνιές που κρύβονται με μανδύες θρησκευτικότητας, σεξουαλικότητα που μπαίνει κάτω από το χαλί με δημιουργία οικογένειας, κατάλυση του θεσμού αυτού παντοιοτρόπως, χιούμορ σκωπτικό απέναντι στη ζωή και το θάνατο και φυσικά ανελέητη σάτιρα απέναντι στην «ανίκητη» βρετανική αστυνομία.

Στα «Λάφυρα» του «Νέου Κόσμου», φύσηξε ένας αέρας περισσότερο ελληνικός, με αρκετές αναφορές σε όσα απασχολούν και τη δική μας καθημερινότητα, τα οποία έδεσαν εύστοχα με το πρωτότυπο αγγλικό κείμενο, χωρίς άσκοπα πλατιάσματα και υπερβολές. Γιατί είναι πολύ εύκολο να ξεφύγει κανείς προς την υπερβολή, όταν δίνεται πάτημα για αναφορές σε μία πραγματικότητα τόσο πλούσια όσο σήμερα η ελληνική.

Ο Μάκης Παπαδημητρίου – θα θέλαμε να τον δούμε και να παίζει – σκηνοθέτησε την παράσταση με κέφι, συνέπεια και σωστά μοιρασμένους ρυθμούς. Έγινε φανερό το δέσιμο της ομάδας πάνω στη σκηνή και άφησε τους ηθοποιούς να ελιχθούν με το κωμικό τους ταπεραμέντο, χωρίς να ξεχειλώσουν το ενδιαφέρον υλικό. Με αστεία γκανγκς, φόρμες, σκηνοθετικά εκφραστικά ευρήματα και κοφτερές ατάκες, οι ήρωες είχαν οικεία στοιχεία αστυνομικών μυθιστορημάτων, ταινιών, αλλά και κόμικς. Ειδικά ο Τράσκοτ, θύμιζε κάτι από Σέρλοκ Χολμς μέχρι Αστυνόμο Σαΐνη. Οι ατμοσφαιρικοί και πιστοί στη ροή του έργου φωτισμοί ανήκουν στο Σάκη Μπιρμπίλη, ενώ τα τυπικά σκηνικά και τα ευφάνταστα κοστούμια στις Χριστίνα Κάλμπαρη και Βίλλυ Αττάρτ.


Ο Γιάννος Περλέγκας, καλοσχεδιασμένη φιγούρα κατασκοπικού νουάρ ή εξώφυλλο περιπετειών κόμικς, στάθηκε απολαυστικά ως πονηρός και γκαφατζής αστυνομικός. Ερμήνευσε με φυσικότητα, παλμό και χωρίς αυτοσχεδιαστικές εκπτώσεις έναν τύπο διαρκώς μεταβαλλόμενο. Ο Δημήτρης Πασσάς, αν και φάνηκε κάπως αναποφάσιστος σε ορισμένες στιγμές, γενικά είχε καλά κωμικά ξεσπάσματα και μαζί με τον Όμηρο Πουλάκη, ο οποίος έπλασε απλά και όμορφα τον αφελή ήρωά του, έφτιαξαν ένα χαριτωμένο δίδυμο απατεώνων. Η Κατερίνα Λυπηρίδου με μπρίο και ακριβείς εκφραστικές πινελιές, έδωσε στην επικίνδυνη νοσοκόμα τις υποκριτικές διαστάσεις που άρμοζαν. Ο Γιώργος Μακρής, απέδωσε με μια συμπαθητική υπερβολή την συμβατικότητα και το μικροαστισμό του πατέρα. Τέλος, στο μικρό βουβό ρόλο του «Πολύς-μαν» ο Σπύρος Γραμμένος, ο οποίος επιμελείται και τη μουσική.

Τα «Λάφυρα» γράφτηκαν το 1964, όμως εν έτει 2014 και σε διαφορετικό γεωγραφικό πλάτος από τη χώρα προέλευσης, εξακολουθούν να στρέφουν βέλη στα καθ’ ημάς που βρίσκουν ακόμη επίκαιρους στόχους για σημάδι… και πλιάτσικο. 

Η μαύρη κωμωδία του Τζο Όρτον, Loot – Τα λάφυρα, παρουσιάζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο θέατρο του Νέου Κόσμου, σε σκηνοθεσία Μάκη Παπαδημητρίου. ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ