Ήταν λίγα λεπτά μετά τις 10.40, την Παρασκευή το βράδυ (28/04), όταν o Dave Liebman (σαξόφωνο, φλάουτο), ο Adam Nussbaum (ντραμς) και ο Steve Swallow (ηλεκτρικό μπάσο), γνωστοί και ως We Three (We 3), ανέβηκαν στην σκηνή του Half Note Jazz Club καταχειροκροτούμενοι από τον κόσμο που γέμισε τον χώρο για να παρακολουθήσει μια από τις τέσσερις εμφανίσεις τους στη χώρα μας (28/04-1/05). Αμέσως, ο πολυβραβευμένος Αμερικανός σαξοφωνίστας και φλαουτίστας Dave Liebman πήρε το μικρόφωνο για να καλωσορίσει και να ευχαριστήσει το κοινό, ενώ αναφερόμενος στο setlist της συναυλίας είπε πως θα περιλάμβανε κυρίως δικές τους συνθέσεις.

Το πρώτο τραγούδι της βραδιάς, το «Up too late», ξεκίνησε με ένα όμορφο solo από τον Swallow, με την μελωδία του 5-χορδου μπάσου του να ενώνεται σταδιακά με τους ήχους από τα ντραμς του Nussbaum και το σοπράνο σαξόφωνο του Liebman. Στη συνέχεια, ακούσαμε δυο πολύ ατμοσφαιρικά τραγούδια, το μουσικά και ρυθμικά πολύπλοκο «My Maia» και το αργό και μελαγχολικό «Amazing» που μας εισήγαγαν για τα καλά στον φανταστικό χώρο της jazz.

Oι bebop ήχοι έκαναν κάποιους από το κοινό να χορέψουν, ενώ το πρώτο μέρος της συναυλίας έκλεισε δυναμικά υπό τους ήχους του εκπληκτικού «In F» το οποίο καταχειροκροτήθηκε. Ύστερα από ένα 30λεπτο διάλειμμα, η βραδιά κύλησε σε πιο γρήγορους ρυθμούς με hard bop και post-bop κομμάτια. Όπως και στο τέλος του πρώτου μέρους της συναυλίας, το ελεύθερο πνεύμα της jazz (free jazz) ήταν διάχυτο και στο ξεκίνημα του δεύτερου, καθώς τόσο το κομμάτι «In F» όσο και το «BTU» θύμιζαν έντονα τον John Coltrane κάνοντας εμφανή την μεγάλη επιρροή του τελευταίου στον τρόπο παιξίματος και τις αυτοσχεδιαστικές τάσεις του Liebman. Κάποια από τα τραγούδια που ακούστηκαν στη συνέχεια ήταν το διάσημο «Bend Over Backwards» και το μαγευτικό «Get out of town» του Cole Porter, το οποίο προσέθεσε στη μουσική βραδιά μία νότα από το Hollywood παλαιών δεκαετιών. Κατά τη διάρκεια των σόλο των μουσικών δεν ήταν λίγες οι φορές που το κοινό τους χειροκρότησε με ενθουσιασμό εκφράζοντας τον σεβασμό του προς τους τρεις αυτούς θρύλους της σύγχρονης jazz, ενώ, έπειτα από παρότρυνση κάποιων από το κοινό για ένα ακόμα τραγούδι, ακολούθησε ένα 10λεπτο περίπου encore.

Τόσο ο Nussbaum, ο οποίος ενάλλασσε με ιδιαίτερη άνεση γρήγορους και πολύπλοκους ρυθμούς και προκάλεσε εντύπωση όταν χρησιμοποίησε τα χέρια του αντί για τις μπαγκέτες κατά τη διάρκεια ενός τραγουδιού, όσο και ο 76χρονος μπασίστας και συνθέτης με το καθόλου υπερβολικό βιρτουόζικο παίξιμο του, απέδειξαν ότι δεν συγκαταλέγονται τυχαία στους κορυφαίους μουσικούς της σύγχρονης jazz. Βέβαια, παρά το υψηλό επίπεδο των ικανοτήτων και την ανώτερη κλάση που απέπνεαν όλοι οι μουσικοί, προσωπικά, θεωρώ πως ο Liebman, ο οποίος ενάλλασσε συχνά το τενόρο με το σοπράνο σαξόφωνό του και το φλάουτο, ήταν εκείνος που ξεχώρισε και κέρδισε τις εντυπώσεις. Ο 70χρονος σαξοφωνίστας ανέδειξε με την ερμηνεία του την αξία και τον παραδοσιακά «πρωταγωνιστικό» ρόλο των πνευστών κατά την ιστορική εξέλιξη της jazz μουσικής.

Η μακρόχρονη κοινή (και μη) πορεία των τριών μουσικών και η καλή επικοινωνία τους πάνω στη σκηνή φάνηκε από την εκπληκτική ικανότητά τους να απαντούν αμέσως ο ένας στον άλλον κατά τον αυτοσχεδιασμό, παρέχοντας έτσι μια όμορφη συνεκτικότητα και συλλογικότητα στον παραγόμενο ήχο.

Συνοψίζοντας, η συνολικής διάρκειας 2 ωρών συναυλία στο Half Note ήταν, για τους μουσικόφιλους, μια πολύ καλή ευκαιρία για να γιορτάσουν την Παγκόσμια ημέρα της jazz (30 Απριλίου) ακούγοντας τρεις κορυφαίους μουσικούς του είδους με διακεκριμένη πορεία δεκαετιών.