Ο Λάμπρος Καρελάς μιλάει στο Culturenow.gr για την μουσική του πορεία και το μουσικό μνημόνιο που παρουσιάζει στην Κοκκινιώτισσα

Συνέντευξη στην Λίλιαν Αλεξάκου

Λίλιαν Αλεξάκου: Πώς έγινες μουσικός, γεννήθηκες σε καλλιτεχνική οικογένεια;

Λάμπρος Καρελάς: Καμιά σχέση. Υπάρχουν τα Καρελέικα, στην Καρδίτσα οι γειτονιές είναι τα σόγια. Ξαφνικά βρίσκεται ένα ακορντεόν από τον παππού τον Λάμπρο ο οποίος το πήρε αντί χρημάτων, του χρώσταγαν κάποια λεφτά και για να ξεχρεώσουν πάρε ένα καινούργιο ακορντεόν. Κι έμεινε αυτό το ακορντεόν που λίγο πολύ άρχισε να το σκαλίζει ο Λάμπρος Καρελάς, που είναι πρώτος μου ξάδερφος στην Καρδίτσα. Έφτιαξαν ένα γυμνασιακό συγκρότημα με Καρδιτσιώτες, όπως Τσακνής Διονύσης και έπαιζαν σε μαθητικά πάρτυ, στο Παυσίλυπο. Οι πρόβες λοιπόν γίνονταν σ\’ ένα «Ντάμι» δηλαδή ψιλαποθήκη που ήταν μεταξύ του ενός σπιτιού του Λάμπρου και του δικού μου. Εγώ σαν μαθητής Δημοτικού, πήγαινα μέσα και καθόμουν. Θυμάμαι ότι κρατούσα το ακορντεόν για να παίζει ο Λάμπρος αρμόνιο, αντί για ντράμς είχαν πάρει κουτιά από ταραμά και είχαν τεντώσει δέρματα με πινέζες για να ακούγεται. Δηλαδή ήταν απίστευτο αυτό το πράγμα. Έτσι ξεκίνησαν τα παιδιά κι εγώ κάπως έτσι τους άκουγα. Όταν φεύγανε άφηναν τα όργανα μέσα στο «Ντάμι», και τότε μόνος μου άρχιζα να ασχολούμαι με τα όργανα. Το πρώτο όργανο που μου έκανε εντύπωση για πρώτη φορά δεν ήταν το ακορντεόν αλλά η κιθάρα.

Λ. Α.: Με το ακορντεόν και το τραγούδι πότε ασχολήθηκες;

Λ. Κ.: Με το ακορντεόν ουσιαστικά ξεκίνησα με την λογική της γυμνασιακής τάξης όπου έπρεπε να πούμε τα κάλαντα για να μαζέψουμε λεφτά για την εκδρομή. Τους λέω παιδιά υπάρχει ένα ακορντεόν, όποιος ξέρει να παίζει να το πάρει να παίξουμε. Γιατί αλλιώς οικονομάς με ακορντεόν κι αλλιώς σκέτα φωνές. Τέλος πάντων δεν ήξερε κανένας, αναγκάστηκα να το πάρω εγώ στα χέρια για να μάθω τα κάλαντα. Κι αυτό ήταν το έναυσμα. Από κείνη τη στιγμή και μετά ήρθαν τα κάλαντα, τα πρώτα τραγούδια που τότε ασχολήθηκα ήταν Χατζιδάκις, Θεοδωράκης γιατί συμπέσαν τα χρόνια της μεταπολίτευσης. Έτσι ήταν δηλαδή η πρώτη μου επαφή με την μουσική. Μετά στο Πανεπιστήμιο στην Πάτρα εντάχθηκα σε ομάδες του Δήμου Πατρέων στο καλλιτεχνικό εργαστήρι όπου έπαιζα μουσική αλλά ντρεπόμουν να τραγουδήσω. Θεωρούσα πάντα ότι είχα πάρα πολύ κακή φωνή. Μεγάλη ντροπή, ντροπή σού λέω, τρελή ντροπή, δεν μπορούσα δηλαδή αισθανόμουν πολύ άσχημα.

Λ. Α.: Πότε άρχισε η επαγγελματική σου σχέση με την μουσική;

Λ. Κ.: Το 1979 με βρίσκει να παίζω ρεμπέτικα στην Σκόπελο όλο το καλοκαίρι, μαζί με τον Γιώργο Ξηντάρη και τον Καλαφάτη. Εκεί λοιπόν γνωρίστηκα με την οπισθοδρομική κομπανία, που ήταν τρία παιδιά τότε που έβγαζαν πιάτο στην Σκόπελο, ενώ εμείς παίζαμε, τους μάζεψε η αστυνομία και τους απαγόρευσε αυτό το πράγμα. Τυχαίνει να έρθει στο νησί ο Σαββόπουλος και τυχαίνει εκείνη την εβδομάδα να κάνει η Ελευθερία Αρβανιτάκη διακοπές στο νησί. Γνωριζόμαστε, γινόμαστε όλοι μιά παρέα, πέφτει η πρόταση του Σαββόπουλου να κατεβώ Αθήνα να συνεργαστώ μαζί του στο Ρήγα. Είπα όχι γιατί είχα εργαστήρια στην Πάτρα και με πήρε το επόμενο καλοκαίρι το 1980, στην περιοδεία του στους Αχαρνείς σ’ όλη την Ελλάδα. Εκεί γνώρισα τον Παπάζογλου, τους Κατσιμιχαίους, τον Ζιώγαλα ήμασταν παιδιά που συμμετείχαν σ’ αυτή την παράσταση, κι έτσι λίγο πολύ ξεκίνησα. Έμεινα μία χρονιά στην Αθήνα, έγινε μια παραγωγή ενός δίσκου του Σαββόπουλου και της Οπισθοδρομικής που είναι ο πρώτος δίσκος που τραγουδάω. Αλλά μετά δεν μου πήγαινε αυτή η ζωή στην Αθήνα, δηλαδή δεν ήμουνα για τέτοια εγώ και ξαναγύρισα στην Πάτρα. Εκεί έγινε ο πρώτος δίσκος των παιδιών από την Πάτρα και τότε πήρα την απόφαση μου να ασχοληθώ με αυτό. Ο πρώτος δίσκος της Οπισθοδρομικής έγινε χρυσός με 50000 πωλήσεις, τώρα ο χρυσός είναι 3000. Με τα παιδιά από την Πάτρα χτυπήσαμε πλατινένιους, κάναμε τεράστιες επιτυχίες, συναυλίες σε Ελλάδα, εξωτερικό, παντού.

Λ. Α.: Τι αντιπροσωπεύουν για σένα οι πόλεις Καρδίτσα, Πάτρα, Αθήνα;

Λ. Κ.: Η Καρδίτσα είναι η γενέτειρα μου, η πόλη που λατρεύω, είναι η νοσταλγία, η επιστροφή, ο νόστος, όλα. Η σοβαρή μου εφηβεία μετά τα 18 μου είναι η Πάτρα, εκεί άρχισα να ψάχνω τι σημαίνει πραγματικά μουσική, εκεί έγινα αυτό που έγινα καλλιτεχνικά. Στην Πάτρα το κοινό είναι το πιο δύσκολο που έχω συναντήσει σ’ όλη την Ελλάδα. Η Αθήνα είναι πιο συγκαταβατική πιο ανοιχτή, πιο δεκτική.

Λ. Α.: Η Καρδίτσα δίνει ευκαιρίες στον Πολιτισμό και την Τέχνη;

Λ. Κ.: Να ξέρεις ένα πράγμα η Καρδίτσα στο χώρο μου είναι πολύ ψηλά. Όσοι μιλάνε για την Καρδίτσα μιλάνε με δέος για το πολιτιστικό επίπεδο, είναι απίστευτο. Στην τελευταία κουβέντα που έκανα με τον Μάλαμα μου είπε, «δεν ξέρω τι νερό πίνετε εκεί πέρα, τι ακούτε, ποιος σας περνάει μηνύματα κρυφά. Αφουγκράζεστε ό,τι καλό συμβαίνει σ΄όλη την Ελλάδα και το πιάνετε πρώτοι. Είναι απίστευτο, στις άλλες πόλεις δεν συναντάω αυτό το κλίμα». Η Καρδίτσα έχει μια αισθητική αλάνθαστη που δεν ξέρω από πού πηγάζει, σπάνιο για μια πόλη.

Λ. Α.: Ποιά είναι η γνώμη σου για την Pop idol εποχή μας;

Λ. Κ.: Σκέψου που δουλεύουν αυτοί οι άνθρωποι. Σε χώρους 3000-4000 ατόμων, με φώτα μπαλέτα, ιστορίες. Αν τους πας σε μια σκηνή χωρίς καπνούς και εφέ, χωρίς τίποτα και πεις πάρε μια κιθάρα και πες τα μας. Θα δεις πόσο απογυμνώνονται, το ταλέντο δηλαδή δεν υπάρχει. Όλο το πίσω στηρίζει το μπροστά, είναι ετερόφωτοι. Αυτόφωτοι είναι αυτοί που μένουν στην συνείδηση του κόσμου. Δεν είναι τυχαίο. Η δική μου γενιά έψαχνε, τώρα τους το σερβίρουν και το μασάνε όπως το σερβίρουν ακριβώς. Ξέρεις τι κάναμε εμείς; Πηγαίναμε λοιπόν στο δισκάδικο, ψάχναμε τους δίσκους, παίρναμε το βινύλιο, βγάζαμε τον δίσκο, τον καθαρίζαμε, βάζαμε την βελόνα πάνω δηλαδή όλο αυτό είχε μία ιεροτελεστία. Τώρα έρχεται ο οποιοσδήποτε αλλοδαπός, στο σερβίρει με ένα ευρώ και σου λέει πάρ\’ το. Η μουσική έχει γίνει της καφετερίας και του δρόμου. Είναι απαξιωμένο το προϊόν πια, δεν το προστατέψαμε καθόλου ούτε εμείς οι ίδιοι. Για ποια δισκογραφία για ποιο έργο τέχνης μιλάμε; Για τίποτα. Είναι απαξιωμένο το προϊόν. Ο οποιοσδήποτε μπορεί να φτιάξει ένα site και να ανεβάσει δίσκους. Από την ώρα που γίνεται το upload χωρίς να μπαίνει καμία αστυνομία δίωξης ηλεκτρονικού εγκλήματος δεν υπάρχει και Ελληνικό τραγούδι. Τελείωσε. Γιατί να καθίσει ο άλλος να γράψει όταν ξέρει ότι δεν θά \’χει καμία αμοιβή, γιατί να κάτσεις να ασχοληθείς;

Λ. Α.: Πως περνάτε στο μουσικό μνημόνιο “δεν τα φάγαμε μαζί” της Κοκκινιώτισσας;

Λ. Κ.: Με τον Πέτρο Βαγιόπουλο είμαστε κολλητοί φίλοι, συντοπίτες, έχουμε τις ίδιες καλλιτεχνικές ανησυχίες οπότε τα βρήκαμε μια χαρά. Η Χριστίνα Μαραγκού έχει τραγουδήσει Πέτρο Βαγιόπουλο και η Μαρία Σπυροπούλου είναι ουσιαστικά παιδί του Πέτρου αφού αυτός την ανακάλυψε και την έβαλε στη δουλειά. Όλο αυτό είναι πολύ φιλικό.

Λ. Α: Το δεν τα φάγαμε μαζί πως προέκυψε;

Λ. Κ.: Το δεν τα φάγαμε μαζί είναι ένα ευφυολόγημα των καιρών όσον αφορά την κρίση και όλα αυτά τα ευτράπελα που ακούγονται ότι είμαστε συνένοχοι στο μεγάλο φαγοπότι.

Λ. Α.: Δεν είμαστε συνένοχοι όμως;!

Λ. Κ.: Εννοείται πως δεν είμαστε συνένοχοι και πιστεύω ότι δεν είναι και οι 300. Δύο είναι τα μεγάλα κόμματα που διαχειρίστηκαν το χρήμα στην Ελλάδα από την μεταπολίτευση και μετά. Το να κατηγορούν εμμέσως πλην σαφώς τα άλλα κόμματα το θεωρώ το λιγότερο φαρσοκωμωδία. Δεν μπορεί να κατηγορούν τον ελληνικό λαό ότι τα φάγαμε μαζί. Πρέπει να έχεις τεράστιο θράσος για να το λές.  Είναι απίστευτο! Ο κόσμος που δούλευε και έτρεχε για το μεροκάματο, τρέχει ακόμη με την ίδια θέρμη. Το ζήτημα είναι ότι απολύονται με τόσο μεγάλη ευκολία από τους εργοδότες και όλο αυτό το σύστημα πολεμάει το εργατικό δίκαιο με τέτοια ορμή. Το ζητούμενο της κρίσης είναι ο επαναπροσδιορισμός των κεκτημένων των εργατών. Μα είναι δυνατόν να κόβεις από μεγάλους ανθρώπους λεφτά, είναι δυνατόν να βλέπουν από ‘δω και πέρα το θέμα της σύνταξης στα 70; Για εμένα όλο αυτό συνάδει μέχρι κάποια στιγμή να έχουμε και ξεσηκωμό.

Λ. Α.: Στις δύσκολες εποχές δημιουργείται καλή μουσική;

Λ. Κ.: Ναι αλλά σήμερα κατέδειξε μου τους καινούργιους Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Μικρούτσικο. Βλέπεις από τα νέα παιδιά να ξεχωρίζουν τέτοιες ηγετικές μορφές στο ελληνικό τραγούδι; Εγώ δεν βλέπω. Και οι τραγουδοποιοί δεν ασχολούνται με το πολιτικό τραγούδι με την βαθειά έννοια του όρου. Οι μεγάλοι ποιητές δεν έκαναν επανάσταση χρησιμοποιώντας την λέξη επανάσταση στους στίχους τους. Απηχούσαν στις ψυχές του κόσμου με την αμεσότητα των στίχων τους και γιατί περιέγραφαν τα προβλήματα και τις εικόνες της καθημερινότητας τους.

Λ. Α.: Απαισιόδοξος ακούγεσαι.

Λ. Κ.: Πες μου μια αισιόδοξη κατάσταση, ένα αισιόδοξο μήνυμα που έχεις αντιληφθεί αυτό τον καιρό, που εγώ ίσως να μην το έχω πάρει χαμπάρι. Δεν βλέπω τίποτα να γίνεται. Συνεχώς ακούω μέτρα, μέτρα, μέτρα και ήρθε η τρόικα να μας βάλει μυαλό, να γίνουμε ξαφνικά νομοταγείς πολίτες  να γίνουμε πιο Ευρωπαίοι. Αν αυτό σημαίνει ότι είσαι πιο Ευρωπαίος πια, εγώ πρέπει να αισθάνομαι πιο Ευρωπαίος δηλαδή. Διότι η Τρόικα με έβαλε στη λογική της Ευρώπης, άσχετα αν οι μισθοί στην Ευρώπη είναι διπλάσιοι και τριπλάσιοι από τους ελληνικούς Εγώ πια αισθάνομαι Ευρωπαίος.