Η Μυρτώ Αλικάκη και ο Λεωνίδας Κακούρης ζουν την «τελευταία τους νύχτα» στο έργο του Θανάση Τριαρίδη …

«La última noche ή Οι Καρχαρίες» που παρουσιάζεται από 11 Φεβρουαρίου 2013 στο θέατρο ΠΚ σε παραγωγή της Fidelite Productions της Ρούλας Νικολάου και σκηνοθεσία του Δημήτρη Γιαμλόγλου.

Το έργο του Θεσσαλονικιού συγγραφέα που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, είναι μια ιστορία αγάπης στα έγκατα του ανθρώπινου νου, ένα έργο που βρίσκεται στο μεταίχμιο φαντασίας και πραγματικότητας. Δύο άνθρωποι. Ένας ανολοκλήρωτος έρωτας. Μια νύχτα, η τελευταία νύχτα. Στιγμή για θερισμό.

Το La última noche ή οι καρχαρίες ξεκινά σαν μια άσκηση εφαρμοσμένου παραλογισμού  και ολοκληρώνεται ως η κορυφαία τραγωδία.

Με πλήθος λογοτεχνικών αναφορών, από τον Τζέιμς Τζόυς ως τον Κάφκα, από τον Ευριπίδη μέχρι τον Τζον Ντον αλλά με μια γλώσσα τολμηρή, προκλητική και ταυτόχρονα οικεία, το έργο αυτοαναιρείται κάθε στιγμή ενώ προτάσσει αδυσώπητα ερωτήματα για τη φύση του έρωτα, την εξάρτηση, τη συνύπαρξη, τις ενοχές και τις φαντασιώσεις – αλλά πριν και πάνω απ’όλα για την ίδια την ανθρώπινη ουσία.

Εκεί που όλοι μας αναζητούμε διαρκώς το ένα και μόνο νόημα, έρχεται η φωνή του συγγραφέα και βάζει τα πράγματα στη θέση τους: το μόνο που υπάρχει είναι ο ωκεανός. Μια θάλασσα δίχως πλοία, δίχως λογική και σκοπό…

Σκηνοθεσία: Δημήτρης Γιαμλόγλου
Σκηνικά – Κοστούμια: Αιμιλία ΚακουριώτηΜουσική – Ηχητικός σχεδιασμός: Δημήτρης Γιακουμάκης
Φωτισμοί: Κατερίνα Μαραγκουδάκη
Βοηθός σκηνοθέτη: Γιώργος Καστανάς Ειδικά εφέ: Προκόπης Βλασερός
Φωτογραφίες: Γιάννης Αθυμαρίτης
Artwork: Βασίλης Βούζας
Παραγωγός: Ρούλα Νικολάου
Παραγωγή: Fidelite Productions

Παίζουν οι ηθοποιοί: Μυρτώ Αλικάκη, Λεωνίδας Κακούρης

 
Σύνοψη

Σε μια κρουαζιέρα καταδύσεων βυθού ένα ζευγάρι εγκαταλείπεται κατά λάθος (;) στην μέση του ωκεανού. Μέσα στο σκοτάδι, ο Α και η Β προσπαθούν να κρατηθούν ζωντανοί μέχρι να γυρίσει το τουριστικό σκάφος για να τους περισυλλέξει. Μιλούν ασταμάτητα για να διώξουν τον φόβο. Αναδύονται μνήμες της ζωής τους, σεξουαλικά απωθημένα, έξαλλες αλληλοκατηγορίες, μυστηριώδη πρόσωπα, αινιγματικές ενοχές. Έξαφνα οι καρχαρίες έρχονται κάτω από τα πόδια τους και αρχίζουν να τους τρώνε. Κάτι συμβαίνει – μα βρίσκεται στην επικράτεια του αγνώστου.
Τα φώτα ανάβουν: ο Α και η Β βρίσκονται στο αστικό διαμέρισμά τους, αποκαμωμένοι από το διανοητικό project ενός αινιγματικού στοιχήματος. Μια σεξουαλική πληγή και η αγωνία της επούλωσής της προβάλουν ως αιτία. Ο κόσμος τους μοιάζει να επανακάμπτει στην ελλιπή τάξη του, ωστόσο, παρά τη φύση του, το στοίχημα συνεχίζεται.
Άραγε ο Α και η Β είναι πράγματι στο διαμέρισμά τους ή μήπως όντως βρίσκονται χαμένοι στον ωκεανό; Και ποιον περιμένουν εκεί;

Ένα άγριο αιματωμένο θρίλερ, το χρονικό μιας διανοητικής χωροκατάκτησης, ένα ψυχοσωματικό mind game, ένα όνειρο σεξουαλικού τρόμου – ή και ένα παιχνίδι με τα όρια του θεάτρου.
Εντέλει, και όπως πάντοτε, μια ιστορία αγάπης βαθιά στα έγκατα του ανθρώπινου νου.

 
Ο συγγραφέας για το έργο
Τρεις σκέψεις για την παράσταση των καρχαρίων

– Για μένα, η ιστορία των Καρχαριών έχει μια αφετηρία: ένας άντρας ποτίζει υπερβολικά ένα λουλούδι. Το λουλούδι, αντί να σαπίσει (όπως συνήθως γίνεται), παραανθίζει. Πλέον η τάξη του κόσμου έχει διασαλευτεί – η ανθρωπότητα απαιτεί την τιμωρία του αυθάδους κηπουρού. Το άνθος του λουλουδιού ανοίγει: η ανθρωπότητα λέει πως η ύβρις τιμωρήθηκε – μα η ανάσα των ανθρώπων κόβεται από την εξωφρενική ομορφιά ετούτου του παραανθισμένου λουλουδιού. Ναι, οι καρχαρίες είναι η αγάπη – και όχι η φενακισμένη κάθαρση των χουγιασμένων παπάδων.

– Κάποια στιγμή, στη δεύτερη πράξη των Καρχαριών, κι ενώ οι δύο επικράτειες του έργου αλληλοδιεισδύουν, ο πρωταγωνιστής μιλάει για το παλιό παιχνίδι όπου οι έφηβοι μαζεύονται γύρω από ένα τραπέζι και, ως μαθητευόμενοι μάγοι, «καλούνε πνεύματα». Ο Α διηγείται πως κάποτε κάλεσε το πνεύμα του Χίτλερ προκαλώντας τον τρόμο στην ομήγυρη. Η διήγησή του προβληματίζει: γιατί χρειάζεται μια τέτοια ανάμνηση στο κέντρο του ωκεανού; Και μονομιάς μας καταλαμβάνει μια τρομερή υποψία: πως ο Α, αντί για τον Χίτλερ, κάλεσε τον εαυτό του.

Εφόσον υπήρξε μια τέτοια τρομερή υποψία, τα πρόσωπα του έργου, τα γεγονότα του έργου (: τα γεμάτα δόντια στόματα του έργου) μοιάζουν να προκύπτουν αβίαστα, περίπου μοιραία: ο εαυτός του Α θα καλέσει την Β, η Β θα καλέσει την ανθρωπότητα, η ανθρωπότητα τον Θεό (ή τον δόκτορα Ζόοτ). Και ο Θεός (ή ο δόκτωρ Ζόοτ) θα καλέσει τους καρχαρίες. Όλοι ξέρουμε πόσο πεινασμένοι είναι οι καρχαρίες όταν εμφανίζονται μέσα στα όνειρα: και, αλίμονο, μπορούν να φάνε μονάχα αυτόν που τους ονειρεύεται – μονάχα το μυαλό μέσα στο οποίο υπάρχουν…

– Οι Καρχαρίες χωρούν πολλούς, ενδεχομένως και αντιφατικούς, ορισμούς: αιματοβαμμένη ερωτική τραγωδία κατά τα πρότυπα των αντίστοιχων της Αναγέννησης, ζοφερή ιστορία χαμού του 19ου αιώνα, ψυχαναλυτικό χρονικό μιας διανοητικής χωροκατάκτησης, ψυχοσωματικό mind game, όνειρο σεξουαλικού τρόμου, μεταθεολογικό αίνιγμα ίδιο με χαλασμένο κύβο του Rubik. Ωστόσο, πρώτα απ’ όλα, είναι μια διαδοχή διανοητικών υποθέσεων – και συνακόλουθων αποφάσεων επί των υποθέσεων. Ο Α και η Β μπορεί να βρίσκονται πράγματι στο σαλόνι του σπιτιού τους και να υποδύονται πως αφανίζονται στο κέντρο του ωκεανού – μπορεί ωστόσο να συμβαίνει και το ακριβώς ανάποδο. Ο σπαραγμός τους μπορεί να έρθει από τους καρχαρίες – ή από ένα μαχαίρι της κουζίνας. Μπορεί πράγματι να εκτελούν εντολές του γιατρού τους – ή να επινοούν ένα «γιατρό» και να βαφτίζουν την πραγματικότητα «συνθήκη θεραπείας». Μπορεί να καταλήγουν σπαραγμένα κουφάρια – ή απλώς να φαντάζονται τον εαυτό τους ως «κομματιασμένο κουφάρι». Ή ακόμη και ολόκληρο το έργο μπορεί να είναι ένα όνειρο: το όνειρο του Α που ονειρεύεται τον Θεό – ή και το όνειρο της Β που ονειρεύεται τον Α να ονειρεύεται πως ο δόκτωρ Ζόοτ επινοεί ένα σχέδιο…
Οι σκηνοθέτες, οι ηθοποιοί, οι θεατές έχουν να αποφασίσουν.

Θανάσης Τριαρίδης, Ιανουάριος του 2013

Ο σκηνοθέτης για την παράσταση

Το La última noche ή οι καρχαρίες είναι ένα άγριο έργο. Όχι λόγω της έντονης βίας που παριστάνεται επί σκηνής όσο (και κυρίως) λόγω αυτής που υποβόσκει. Σε κάποιο, κρίσιμο, σημείο λέει ο άντρας ήρωας, ο Α: «Δεν υπάρχει αγριότερη φύση από το σαλόνι ενός σπιτιού». Κι αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια. Στην ίδια τη φύση του ανθρώπου υποβόσκει μια έντονη λαχτάρα για αυτοκαταστροφή, για την ανατροπή κάθε ορίου, για μια βουτιά στην καρδιά του σκοταδιού. Αυτό είναι ένα βασικό στοιχείο της Τραγωδίας όπως ο Τριαρίδης την αντιλαμβάνεται – κι αυτό ποτίζει το έργο. Απόψε όλα θα τελειώσουν, όπως τους πρέπει. Το κάλεσμα της πιο άγριας φύσης, της ανθρώπινης, έρχεται – και το τέλος θα είναι όσο τρομερό μας αξίζει. Θα υπάρξει αίμα, πόνος, απίστευτη ηδονή και κραυγή βοήθειας, η λογοτεχνία δεν θα μας σώσει, η τέχνη δεν θα μας κρατήσει στην επιφάνεια, η προφητεία θα εκπληρωθεί, γιατί ήταν εκεί και πριν από εμάς, παρούσα.

Οι καρχαρίες βρίσκονται σε μια απευθείας διαλεκτική σχέση με τον Αντίχριστο του Λαρς Φον Τρίερ, υιοθετώντας όμως μια θεατρική φόρμα που παραπέμπει στο γνωστότερο έργο του Μπέκετ. Δύο άνθρωποι, περιμένουν. Κι όσο γνώριμη κι αν είναι αυτή η φόρμα, σε ένα καινούριο έργο ξενίζει. Σαν θεατές έχουμε συνηθίσει την ευκολία, τη φαιδρότητα, την άνεση. Εδώ οι καρχαρίες δρουν υπόγεια. Βάζουν τον θεατή σε μια θέση όπου βρίσκεται να αντιμετωπίζει τους δικούς του φόβους, εν τέλει τον αναγκάζει να αντιμετωπίσει τον εαυτό του. Για μένα, αυτή η λειτουργία του θεάτρου, το να σηκώσει έναν καθρέφτη απέναντι στη ζωή, είναι λόγος ύπαρξης.

Οι δύο ηθοποιοί είναι το κρισιμότερο στοίχημα της παράστασης. Ο Λεωνίδας Κακούρης μπορεί και κινείται με τρόπους σχεδόν σατανικούς. Αναπαριστά τη διάνοια του Α, (ενός ήρωα που πολλοί θα μισούσαν και ακόμη περισσότεροι θα λάτρευαν) με μια αξιοζήλευτη μεθοδικότητα, μπαίνοντας μέρα με τη μέρα πιο κοντά στην ουσία του ρόλου του. Η Μυρτώ Αλικάκη απ’την άλλη, μοιάζει εύθραυστη και ταυτόχρονα επικίνδυνη, αισθαντική και δυναμική, φαίνεται απροστάτευτη ενώ φέρει ταυτόχρονα τη στόφα μιας σύγχρονης βαμπ. Υποδύεται την Β, μια γυναίκα που δεν ζητάει τίποτε – αλλά ταυτόχρονα τα θέλει όλα. Μια γυναίκα που αλλάζει κάθε στιγμή. Ο συνδυασμός των δύο είναι εκρηκτικός.

Το χρέος μας είναι να φέρουμε τους θεατές κοντά στους δύο ήρωες, να τους κάνουμε συνενόχους του διπλού δράματος που παίζεται μπροστά στα μάτια τους. Το La última noche ή οι καρχαρίες μπορεί να αποδοθεί ακόμη και ως αλληγορία πάνω στη φύση του θεάτρου. Της ανάγκης του σκηνοθέτη που ο καθένας κουβαλά μέσα του – και της ελπίδας ότι, κάποια στιγμή, οι θεατές θα ξεπεράσουν τα όρια. Θα γίνουν αυτοί οι καρχαρίες.  
Δημήτρης Γιαμλόγλου – Ιανουάριος 2013

Για τoν συγγραφέα
Θανάσης Τριαρίδης

Ο Θανάσης Τριαρίδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1970. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ και έχει εργαστεί ως κειμενογράφος, επιφυλλιδογράφος, αρθρογράφος, δικηγόρος, επιμελητής εκδόσεων, σεναριογράφος ντοκιμαντέρ κ.ά. Έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με διάφορες εκφάνσεις του δυτικού πολιτισμού: την κλασική και μετακλασική επική αφήγηση, την τραγωδία, τις ιδεολογία της Αναγέννησης, τη δυτική ζωγραφική μέχρι τον 20ό αιώνα, την ενοποιητική αφήγηση της Δύσης, την πορνογραφία καθώς και με άλλα θέματα λογοτεχνίας και αισθητικής. Υπήρξε συνεκδότης του περιοδικού Τα Ποταμόπλοια (1990-1992) και σύμβουλος έκδοσης του περιοδικού Mauve (2003-2006), ενώ από το 2007 οργανώνει στη Θεσσαλονίκη κύκλους σεμιναρίων με θέματα δυτικού πολιτισμού.

Το 2008 έφτιαξε τις εκτός εμπορίου εκδόσεις γκάβλα και το 2009 τις εκδόσεις δήγμα.
Στα χρόνια 1996-2001 υπήρξε ακτιβιστής του Δικτύου DROM για τα κοινωνικά δικαιώματα των Τσιγγάνων, ενώ από το 1996 συμμετείχε ενεργά στη δημιουργία του Δικτύου Εθελοντών Δοτών Αιμοπεταλίων Θεσσαλονίκης. Κείμενά του δημοσιεύτηκαν σε πολλές εφημερίδες, περιοδικά και δικτυακούς τόπους. Το καλοκαίρι του 2005 διέκοψε τη 18μηνη συνεργασία του με την εφημερίδα Μακεδονία της Κυριακής όταν η τελευταία αρνήθηκε να δημοσιεύσει το κείμενό του που αφορούσε την κομμένη μακεδονική γλώσσα και την αναγκαιότητα διδασκαλίας της στα σχολεία. Στα χρόνια 2005-2008 δημιούργησε και συντόνισε τη σειρά Αντιρρήσεις στις εκδόσεις «τυπωθήτω», όπου εκδόθηκαν συνολικά έξι βιβλία. Από το καλοκαίρι του 2009 είναι αρνητής εφεδρικής στράτευσης και αντιρρησίας συνείδησης. Τον Δεκέμβριο του 2010 υπέγραψε μαζί με άλλους γονιούς αίτηση προς τον Συνήγορο του Πολίτη για απομάκρυνση των θρησκευτικών συμβόλων από τις σχολικές αίθουσες, κατάργηση της σχολικής ομαδικής προσευχής και σχολικού εκκλησιασμού. Έχει γράψει πολλά κείμενα ενάντια στα έθνη, τις θρησκείες, τους ολοκληρωτισμούς, τους κοσμοδιορθωτισμούς και τον ανθρωποδιορθωτισμό, το ρατσισμό και κάθε μορφή ατομικής και συλλογικής βίας.
Από το 2000 έχει εκδώσει σε διάφορες μορφές 30 βιβλία με αφηγήσεις και δοκίμια – με πρώτο από αυτά το μυθιστόρημα Ο άνεμος σφυρίζει στην Κουπέλα. Το 2004 έφτιαξε την ιστοσελίδα triaridis.gr και έκτοτε συγκεντρώνει εκεί, στο σύνολό τους, όλα του τα εκδομένα βιβλία του και όλα τα δημοσιευμένα κείμενά του (μέχρι στιγμής περισσότερα από 150). Το μυθιστόρημά του τα μελένια λεμόνια * η διαθήκη των γκαβλωμένων ανθρώπων κυκλοφόρησε πρώτα στο Διαδίκτυο το 2005 και στη συνέχεια εκδόθηκε σε βιβλίο το 2007 – πρακτική που ακολούθησε και για όλα τα υπόλοιπα βιβλία του. Επίκειται η ηλεκτρονική έκδοση της ακολουθίας 12 βιβλίων με τίτλο Τα ανθισμένα συρματοπλέγματα της καρδιάς μας – πρόκειται για 12 δοκίμια για την εικονοποιία της Δύσης από τον Τζιότο ώς τον Βαν Γκογκ. Όλα τα γραπτά του είναι ελεύθερα από κάθε «πνευματικό δικαίωμα» και μπορούν να αναπαραχτούν εν όλω ή εν μέρει δίχως την οποιαδήποτε άδεια. Αφηγήματα και κείμενά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά.

Για τoν σκηνοθέτη
Δημήτρης Γιαμλόγλου

Ο Δημήτρης Γιαμλόγλου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1973. Παρακολούθησε μαθήματα υποκριτικής στο Εργαστήριο Θεατρικής  Έκφρασης της Πειραματικής Σκηνής της Τέχνης στη Θεσσαλονίκη. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 2002 όπου και παρακολούθησε το τμήμα TV and Film Studies του New York College.

Πριν στραφεί στη σκηνοθεσία εργάστηκε ως βοηθός διευθυντή παραγωγής και βοηθός σκηνοθέτη σε κινηματογραφικές ταινίες, ελληνικές και διεθνείς, σε τηλεοπτικές σειρές και στο θέατρο. Σκηνοθέτησε ντοκιμαντέρ, διαφημιστικά, τηλεοπτικές εκπομπές λόγου και μουσικά βίντεο κλιπ. Έχει αναλάβει τη διεύθυνση παραγωγής σε ταινίες μικρού μήκους. Σκηνοθέτησε επεισόδια στις σειρές Μαύρα Μεσάνυχτα και 3ος νόμος, ενώ έγραψε σενάρια για την τηλεοπτική σειρά Δέκατη Εντολή.

Το 2005 γύρισε, σε δικό του σενάριο, την ταινία μικρού μήκους Πάμε Πάλι, με συμμετοχή σε ελληνικά και ξένα φεστιβάλ.

Το 2009, η δεύτερη του ταινία Ιμάντας κέρδισε το πρώτο βραβείο στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Κύπρου και σειρά βραβείων (ανάμεσα στα οποία βραβείο σκηνοθεσίας και σεναρίου) σε φεστιβάλ της Ελλάδας και του εξωτερικού.

Στο θέατρο σκηνοθέτησε τους Δαίμονες του Λαρς Νορέν, σε παραγωγή του θιάσου Κώδικας και το αναλόγιο Ο μονόλογος του Σκύλου της Ναταλίας Ηλία για το θέατρο Beton7.

Τον Δεκέμβριο του 2011, ίδρυσε τον ΙΜΑΝΤΑ, μια μη κερδοσκοπική εταιρία με σκοπό την προώθηση της τέχνης.

Φωτογραφίες
Γιάννης Αθυμαρίτης

Artwork
Βασίλης Βούζας