Από τον καιρό που ο Σαίξπηρ έγραψε τον Έμπορο της Βενετίας μέχρι τις μέρες μας, δεν πρέπει να έχει εμφανιστεί άλλη εποχή που να παίρνει τόσο στα σοβαρά ανθρώπους που βγάζουν λεφτά από τα λεφτά. Γιατί συμβαίνει αυτό:

Δεν έχουμε να κάνουμε με κάποιους που ζητούν ένα δίκαιο αντάλλαγμα για τον κόπο τους, αλλά για ένα καλά οργανωμένο έγκλημα του ανεπτυγμένου κόσμου που, αφού δοκιμάστηκε και γιγαντώθηκε σε βάρος των αναπτυσσόμενων χωρών, επιστρέφει στις μητροπόλεις που το γέννησαν και επιβάλλει τις ίδιες τακτικές και εναντίον των ντόπιων πληθυσμών.

Επιθετικός, καιροσκοπικός και άπληστος αυτός ο ληστρικός καπιταλισμός που στηρίζεται στην άυλη οικονομία και την εμπορευματοποίηση των πάντων, απειλεί να ξεθεμελιώσει ακόμα και κοινωνίες που έμοιαζαν καλά εδραιωμένες.

Οι «κόκκινες γραμμές» που προσχηματικά έστω χώριζαν το σωστό από το λάθος, τα ευδιάκριτα έως σχετικά πρόσφατα όρια που διατηρούσαν σε μια ισορροπία το δικαίωμα της ατομικής ευμάρειας ως κίνητρο και προϋπόθεση του γενικού καλού, παραβιάστηκαν.

Με άλλα λόγια, το κοινωνικό συμβόλαιο, αυτή η συγκολλητική αιτία που κρατά ενωμένες τις κοινωνίες, καταστρατηγήθηκε και εξοβελίστηκε ως άχρηστο και αντιπαραγωγικό.

Αναπόφευκτα, αλλοιώθηκαν και οι αντιλήψεις μας για το τι σημαίνει να είναι κανείς πολίτης, μεταλλάχθηκε έως και αυτή η αίσθηση του καλού και του κακού.

Πάρτε την έννοια της βίας για παράδειγμα. Πριν από μερικά χρόνια, παρά τις όποιες διαφορές μας, εύκολα θα καταλήγαμε σε έναν κοινώς αποδεκτό ορισμό.

Τώρα όμως;

Ανέτοιμοι να αντικρίσουμε κατάματα την εξωφρενική ποικιλία των επιπτώσεων του οικονομισμού ως κυρίαρχης ιδεολογίας των ημερών μας, επιμένουμε να αναγνωρίζουμε και να καταγγέλλουμε τη βία στις πιο εξόφθαλμες εκφάνσεις της, παραβλέποντας τις λεπτότερες ή πιο εκλεπτυσμένες αποχρώσεις που αποκτά μέρα με τη μέρα.

Όπως ο συντηρητικός παρατηρητής αποδίδει τη βίαιη συμπεριφορά των νέων αποκλειστικά στα video games, τον κινηματογράφο και τις μουσικές υποκουλτούρες, δίχως να συμπεριλαμβάνει στο κατηγορητήριό του τους κατεξοχήν υπεύθυνους, τους επενδυτές που κινούν με τα κεφάλαιά τους τη βιομηχανία του θεάματος, έτσι κι εμείς, δέσμιοι της περιορισμένης ατομικής μας οπτικής, αρνούμαστε να δεχτούμε πως οι παλιές εξηγήσεις δεν αρκούν πλέον.

Η μαζικότητα ωστόσο με την οποία στις μέρες μας συντρίβονται οι ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων, επιβάλλει να επανεξετάσουμε και ίσως να επαναδιατυπώσουμε το τι συνιστά βία και τι όχι. Θα είναι μια αρχή.

Το στερεότυπο του μνησίκακου τρομοκράτη, του κυνικού βάνδαλου, του λωποδύτη με το όπλο στη ζώνη, του ανεγκέφαλου ρατσιστή, όσο και αν διαταράσσουν την κοινωνική ηρεμία, αποτυπώνουν πια ένα μικρό τμήμα των βιαιοτήτων που υφίστανται όλο και περισσότεροι.

Παρακολουθούμε ένα διαρκώς διογκούμενο και δυνάμει επικίνδυνο φαινόμενο, μια εν εξελίξει δυστοπία γιγαντιαίων διαστάσεων. Το κοινωνικό σώμα μεταλλάσσεται, αποδιοργανώνεται, κυρίως διαιρείται, μέρα με τη μέρα αποκτά όλο και περισσότερα γνωρίσματα διάσπασης, συρόμενο σε μια οπισθόδρομη πορεία. Τα στάδια τούτης της διαδρομής είναι γνωστά. Από το σύνολο, στις τάξεις, κατόπιν στις συντεχνίες και από κει (εφόσον δεν ανακοπεί έγκαιρα αυτή η πορεία) στο έσχατο σημείο κατακερματισμού, τις μικρές ομάδες ομοίων και τέλος το άτομο. Δεν γνωρίζω σε ποιο ακριβώς στάδιο βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή που μιλάμε, αντιλαμβάνομαι ωστόσο πως το πισωγύρισμα συνεχίζεται και συνεχίζεται σε όλο και πιο γρήγορους ρυθμούς. Πρόκειται για αδιέξοδο, σε ένα γριφώδη λαβύρινθο απ’ τον οποίο οποιοσδήποτε, πλην του σχεδιαστή, θα δυσκολευόταν να βρει την έξοδο. Και εμείς, έχει ειπωθεί ήδη, δεν διαθέτουμε κανενός είδους πλοηγό.

Νομίζω πως η λογοτεχνία οφείλει να αναμειγνύεται σ’ αυτή την εξωφρενική πραγματικότητα χωρίς φόβο μήπως «λερώσει τα χέρια της» και να μην αρκείται στην κολακεία ή τον εφησυχασμό των παραδοσιακών αναγνωστών της.

Το νέο μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη με τίτλο «Το πέρασμα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ. Ένα βιβλίο για την αναπόφευκτη και βίαιη συνάντηση διαφορετικών κόσμων, την ανάγκη όλων για ασφάλεια και ελευθερία, αλλά και την κοινή ανθρώπινη μοίρα απέναντι στο βάρος της Ιστορίας.

Info:

Ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης γεννήθηκε το 1970. Σπούδασε κινηματογράφο. Ζει στην Αθήνα. Βιβλία του: Το πέρασμα (2016), Η πόλη και η σιωπή (2013), Η εφεύρεση της σκιάς (2008), Παραβολή (2006), Ο βαθμός δυσκολίας (2005), Βαθύ πηγάδι (2003), Η συνάντηση (2002). Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά, ανθολογίες και συλλογικές εκδόσεις. Το πρώτο του θεατρικό έργο Ουδέτερη ζώνη, απέσπασε Κρατικό Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου θεατρικού συγγραφέα. Το έργο του Μια εξαιρετικά απλή δουλειά, περιλήφθηκε στην Ευρωπαϊκή Ανθολογία Θεάτρου. Κείμενά του, καθώς και άρθρα για θέματα πολιτισμού και σύγχρονης τέχνης, έχουν μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες.

* Αναδημοσίευση από το περιοδικό Culturenow Mag, τεύχος 36