Το Ίδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη παρουσιάζει την έκθεση «Κωνσταντίνος Παρθένης: Τέχνη και Πνεύμα», η οποία θα εγκαινιαστεί την Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου και ώρα 20.00 στο Ίδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη από τον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων, κ. Κωνσταντίνο Αρβανιτόπουλο.

Ο Κωνσταντίνος Παρθένης, κορυφαίος ζωγράφος των δύο τελευταίων αιώνων του νεώτερου ελληνικού κράτους, πέτυχε να συγκεράσει τη μορφολογική αντίληψη της μοντέρνας αισθητικής με την νεοελληνική αντίληψη της ζωγραφικής. Η έκθεση παρουσιάζει πολύτιμα έργα της εξελικτικής πορείας του κορυφαίου δημιουργού από τις συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης-Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτζου, Εθνικής Τράπεζας, Τράπεζας της Ελλάδος, Δημοτικής Πινακοθήκης του Δήμου Αθηναίων, Υπουργείου Εξωτερικών, Βουλής των Ελλήνων, Iερού Ναού Αγίου Αλεξάνδρου Παλαιού Φαλήρου και πολλών άλλων ιδιωτικών συλλογών. Η διάρθρωσή της συνθέτεται από πορτρέτα, θρησκευτικά, ηθογραφικά, αλληγορικά θέματα, νεκρές φύσεις και τοπία.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η καθηγήτρια της ιστορίας της τέχνης και Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης, κυρία Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα: «Έλληνας της διασποράς, κοσμοπολίτης εκ καταγωγής και παιδείας, ο Κωνσταντίνος Παρθένης εμφανίστηκε και έλαμψε ως διάττων στο στερέωμα της επαρχιακής ακόμη ελληνικής καλλιτεχνικής σκηνής στην ανατολή του 20ου αιώνα. Γεννημένος στην πολυπολιτισμική  Αλεξάνδρεια από μητέρα Ιταλίδα και πατέρα Έλληνα, πολύγλωσσος, με κοσμοπολιτική  και βαθειά ελληνική παιδεία, με μουσικές γνώσεις, ο Παρθένης θα ολοκληρώσει την προσωπικότητά του με καλλιτεχνικές σπουδές που συνάδουν απόλυτα με αυτή την καταγωγή: Ρώμη, Βιέννη, Παρίσι, τρία καλλιτεχνικά κέντρα, με διαφορετικούς προσανατολισμούς και άλλη θερμοκρασία στην πνευματική τους ζωή, θα προσθέσουν τις πολύχρωμες ψηφίδες τους, συχνά αντιφατικές, στις κοσμοπολιτικές καταβολές της παιδείας του. Τα στοιχεία αυτά είναι καθοριστικά ερμηνευτικά εφόδια για τον ιστορικό που θα επιχειρήσει να φωτίσει την αινιγματική, μοναχική και πολύτροπη προσωπικότητα του Παρθένη.»

Ο Κωνσταντίνος Παρθένης γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1878 ή το 1879. Οι καλλιτεχνικές του σπουδές ξεκίνησαν κοντά στον ιταλό ζωγράφο Annibale Scognamiglio, στην Αλεξάνδρεια, για να συνεχιστούν κοντά στον γερμανό συμβολιστή Karl Wilhelm Diefenbach, ο οποίος είχε εγκατασταθεί στο Κάιρο το 1895, έχοντας δημιουργήσει γύρω του ένα ιδιαίτερο κοινόβιο, αποτελούμενο από τα παιδιά του και μαθητές-ακολούθους του. Όταν ο Diefenbach εγκατέλειψε την Αίγυπτο, το 1897, επιστρέφοντας στη Βιέννη, ο Παρθένης τον ακολούθησε, ωστόσο το 1898 φαίνεται πως εγκατέλειψε το κοινόβιο, έχοντας έρθει σε ρήξη με τον Diefenbach. Ο Παρθένης εξέθεσε στην α΄ έκθεση της Ομάδος Τέχνη, στα γραφεία της βενιζελικής εφημερίδας Ελεύθερος Τύπος και συνδέθηκε στενά με τη βενιζελική παράταξη και με επιφανείς προσωπικότητες του προοδευτικού χώρου, όπως ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου. Διετέλεσε μέλος επιτροπών και το 1918 τιμήθηκε με τον Αργυρό Σταυρό του Σωτήρος, ενώ ο Αστικός Σύνδεσμος Παλαιού Φαλήρου του ανέθεσε μια σειρά από εικόνες προοριζόμενες για τη διακόσμηση του ναού του Αγίου Αλεξάνδρου.

Αποκορύφωμα της εκθεσιακής δραστηριότητάς του υπήρξε η διοργάνωση μεγάλης αναδρομικής έκθεσης (με 123 ελαιογραφίες και 113 σχέδια) στο Ζάππειο Μέγαρο, τον Ιανουάριο του 1920. Τότε ακριβώς, ο Παρθένης τιμήθηκε και με το Αριστείο των Γραμμάτων και των Τεχνών, για τον πίνακα Ευαγγελισμός, επισφραγίζοντας την εμφατική ανάδειξή του σε ηγετική φυσιογνωμία στη σύγχρονη ελληνική τέχνη, παρά τις σφοδρές αντιδράσεις συντηρητικών κύκλων. Τον Δεκέμβριο του 1929 και χάρη σε μια νομοθετική ρύθμιση του Παπαντωνίου, διορίστηκε καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών. Η διδασκαλία του Παρθένη στη Σχολή, καινοτόμα, ανατρεπτική και ταυτοχρόνως εξαιρετικά συστηματική, σχεδόν αμέσως αποτέλεσε πόλο έλξης για τους πιο ανήσυχους σπουδαστές, που συγκεντρώθηκαν στο εργαστήριό του, όπως οι Γ. Τσαρούχης, Ν. Εγγονόπουλος, Αγ. Παπά, Ηλ. Φέρτης, Εμ. Ζέπος, Δ. Κεντάκας, Β. Σεμερτζίδης, Δ. Διαμαντόπουλος, Γ. Μανουσάκης, Ρ. Λεονταρίτου, Γ. Μανουσάκης, Π. Τέτσης κ.ά. Το 1937 τιμήθηκε με χρυσό μετάλλιο για τον πίνακα Η μάχη του Ηρακλή με τις Αμαζόνες στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού και το 1938 διοργανώθηκε αναδρομική έκθεση των έργων του στο πλαίσιο της ελληνικής συμμετοχής στη Μπιενάλε της Βενετίας. Η υποδοχή του έργου του Παρθένη στη Βενετία υπήρξε ευμενέστατη. Δεν έλαβε το μεγάλο βραβείο, ωστόσο το ιταλικό υπουργείο Εξωτερικών αγόρασε ένα έργο του και ο ίδιος τιμήθηκε με το παράσημο του Στέμματος της Ιταλίας. Το 1947, κουρασμένος από τον πόλεμο των συναδέλφων του καθηγητών, παραιτήθηκε από την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, γεγονός που αποκαλύπτει την επιδεινούμενη κατάσταση της ψυχολογίας του. Ο Παρθένης πέθανε τον Ιούλιο του 1967, ενώ στα αμέσως επόμενα χρόνια σημαντικό μέρος του έργου του πέρασε στην Εθνική Πινακοθήκη. Σήμερα, ο Παρθένης αναγνωρίζεται ως ένας μεγάλος δάσκαλος και ως ο σημαντικότερος Έλληνας ζωγράφος του 20ού αιώνα.

Η έκθεση συνοδεύεται από τον πολυσέλιδο κατάλογο «Κωνσταντίνος Παρθένης: Τέχνη και Πνεύμα» με κείμενα των Μαρίνας Λαμπράκη Πλάκα, Νίκου Ζία και Σπύρου Μοσχονά.

Επιμέλεια έκθεσης: Νίκος Ζίας