Έχω αναφερθεί στο παρελθόν, τόσο από αυτή τη στήλη όσο και σε ιδιωτικές συζητήσεις, για το πολύ υψηλό επίπεδο των μουσικών στην Ελλάδα. Και δεν είμαι ο μόνος που αναφέρομαι σε αυτό. Βρίθουν αναφορών τα κείμενα μουσικών συντακτών. Είναι κοινός τόπος πλέον.

Συνήθως όμως αναφέρονται, στο επίπεδο ή/και την άποψη της παραγωγής και σε διάφορες άλλες παραμέτρους και όχι στους μουσικούς εκτελεστές. Στους «παίκτες». Στην τεχνική αλλά και στην δημιουργικότητα τους. Θα ήθελα να επικεντρωθώ σε αυτό.

Παλιός μου συνεργάτης και εξαίρετος μουσικός γύρισε πρόσφατα από Λονδίνο. Είχε προσκληθεί εκεί προκειμένου να αναλάβει την παραγωγή ενός μίνι-άλμπουμ. Άλλα τα δεδομένα στο Λονδίνο. Εννοείται ότι πληρώθηκε για τη δουλειά που ανέλαβε (οι παραγωγοί στην Ελλάδα σπάνια αμείβονται), εννοείται ότι υπήρχε διαθέσιμο budget (προϋπολογισμός) με ικανοποιητικές αμοιβές για όλους όσους εργάστηκαν στο μίνι-άλμπουμ αυτό. Τα έξοδα του ήταν πληρωμένα. Το πρόγραμμα ήταν έγκαιρα ανακοινωμένο και τηρήθηκε. Το στούντιο ήταν εξαιρετικό, το περιβάλλον επαγγελματικό, το όλο κλίμα όμορφο. Για να μην μακρηγορώ όλα ήταν στο υψηλό επίπεδο που περίμενε ότι θα τα βρει. Όλα εκτός από έναν σημαντικό κρίκο της δημιουργικής διαδικασίας…

Οι «παίκτες»…

Φεύγοντας από την Αθήνα θεωρούσε αυτονόητο ότι θα συναντήσει όλα αυτά που πράγματι συνάντησε. Οι προβλέψεις του βγήκαν όλες σωστές εκτός… από τους παίκτες.

Οι Άγγλοι μουσικοί που συμμετείχαν στο project είτε είχαν κάποια προβλήματα τεχνικής, είτε σοβαρό έλλειμμα φαντασίας – τέτοιο που να δημιουργεί προσχώματα στην δημιουργική διαδικασία – ή και τα δυο αυτά. Η σύγκριση με τους μουσικούς που γνώριζε κι είχε κατά καιρούς συνεργαστεί στην Ελλάδα ήταν αναπόφευκτη (και ξέρω καλά ότι έχει συνεργαστεί με πάρα πολλούς).

Έφυγε από εδώ αισθανόμενος ένα κάποιο δέος που θα δούλευε σε Λονδρέζικο project και σίγουρα με μιαν ανησυχία για το αν θα τα κατάφερνε να ανταπεξέλθει στο υψηλό επίπεδο που θα συναντούσε εκεί. Χωρίς να το καταλάβει μπήκε στο αεροπλάνο κουβαλώντας στις αποσκευές του ένα αδικαιολόγητο όπως αποδείχτηκε κόμπλεξ κατωτερότητας που μοιραζόμαστε οι περισσότεροι έλληνες μουσικοί και δεν παρέλειψε να πάρει μαζί του και όλα τα κλισέ: το «στο Λονδίνο όλοι είναι μουσικάρες», το «τι να σου κάνουμε κι εμείς εδώ» και άλλα παρόμοια.

Η εικόνα που συνάντησε όσον αφορά στους παίκτες ήταν ότι το επίπεδο τους ήταν … απλώς ικανοποιητικό. Average.  Ήταν «οκ» τέλος πάντων. Και υπήρχαν και κατά τόπους προβλήματα που φρέναραν την δημιουργική διαδικασία. Καμία σχέση με τον μύθο που κουβαλάμε στο κεφάλι μας (και τον κουβαλάμε πάρα πολλοί από εμάς).

Δεν θα έδινα απαραίτητα πολύ σημασία στην αφήγηση του με την έννοια ότι όλο αυτό θα μπορούσε να είναι ένα μεμονωμένο παραστατικό (στο κάτω-κάτω δούλεψε με μια συγκεκριμένη ομάδα μουσικών) αν δεν είχε προηγηθεί έτερη αφήγηση, από στενότερο συνεργάτη μου αυτή τη φορά, ο οποίος μόλις είχε επιστρέψει από ταξίδι εβδομάδων στην Χιλή.

Ξέρεις τώρα…

Χιλή = Νότιος Αμερική = Πολυρυθμία = «Μουσικάρες» = κλπ κλπ (να’τα πάλι τα «παβλοφικά» κλισέ)

Στην Βραζιλία μπορεί. Βασικά στην Βραζιλία, ναι. Στη Χιλή, όχι.

Ο συνεργάτης μου βρέθηκε συμπτωματικά σε μια ομάδα επαγγελματιών μουσικών κάποια στιγμή, έπαιξε μαζί τους επί τη ευκαιρία (όχι για δουλειά) και δεν τον άφηναν να φύγει. Όχι από την παρέα. Από τη Χιλή δεν τον άφηναν να φύγει. Του έγινε συγκεκριμένη πρόταση για καλή δουλειά η οποία μάλιστα ήταν και επίμονη. Μέρες τον πίεζαν. Και να προσθέσω σε αυτό το σημείο ότι ο μουσικός αυτός δεν είναι αυτό που λέμε «όνομα» στον χώρο του. Δεν είναι κάποιος που έχει ξεχωρίσει επειδή θεωρείται κορυφή (κακώς κατά τη γνώμη μου αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα). Σαφέστατα από τους «καλούς» και επιπλέον από αυτούς που μέσα στις αντίξοες συνθήκες που ζούμε εξακολουθούν να επιμένουν ότι το να παίζεις μουσική είναι επάγγελμα, αλλά τούτου του πλαισίου δοθέντος είναι ένας από όλους μας.

Κατά την επιστροφή του μου είπε ότι αν έμενε στη Χιλή θα είχε δουλειά για πάντα. Όχι επειδή περισσεύουν οι δουλειές στη Χιλή. Αλλά επειδή το τεχνικό επίπεδο των μουσικών είναι πολύ χαμηλότερο από το δικό μας.

Έκτοτε, και επειδή προφανώς οι «κεραίες» μου άνοιξαν προς μια τέτοια κατεύθυνση, έχουν πέσει στην αντίληψη μου και άλλα παρόμοια (αν και όχι πάντα τόσο ξεκάθαρα) περιστατικά. Ή θυμήθηκα άλλα παλαιότερα, που δεν είχα αξιολογήσει ανάλογα, όπως την περίπτωση άλλου συναδέλφου που βρέθηκε να ηχογραφεί στην Νέα Υόρκη ένα δικό του project με νεαρούς Νεοϋορκέζους επαγγελματίες  μουσικούς πρώτης γραμμής. Στην αρχή τον σνόμπαραν σε ένα βαθμό (το κλισέ «τι να μας πει και ο Έλληνας τώρα») και το όλο πράγμα έτεινε να εξελιχθεί σε αρπαχτή και «ξεπέτα» από μέρους τους. Αλλά όταν τα βρήκαν σκούρα σε σχέση με αυτά που τους ζητούσε και σε σχέση με το δικό του επίπεδο (γιατί τα βρήκαν κατά τόπους σκούρα) χρειάστηκε να ανασκουμπωθούν, να συγκεντρωθούν και να αναθεωρήσουν για να τα βγάλουν πέρα.

Το έχω αναφέρει και πάλι από αυτή τη στήλη με άλλη αφορμή (μόλις στο προηγούμενο κείμενο) ότι η δική μου  γενιά μουσικών  όταν ξεκινούσε τη μουσική της περιπέτεια ήταν  σε ασύλληπτα  χαμηλότερο επίπεδο από τη γενιά των σημερινών 25άρηδων (για να μην πω 20άρηδων). Τακτικά αναφέρομαι (και δεν είμαι ο μόνος) στο  ότι το επίπεδο των μουσικών στην Ελλάδα τα τελευταία αρκετά χρόνια έχει ανέβει κατακόρυφα. Ανεξαρτήτως ηλικιακής ομάδας. Σε αυτό έχω να προσθέσω για πρώτη φορά (και όχι μόνο κρίνοντας από τα παραπάνω περιστατικά) ότι αυτή η χώρα πλέον – και παρά την κρίση ή ίσως εν μέρει μόνο και εξαιτίας αυτής – παράγει μουσικούς διεθνών προδιαγραφών. Κάτι που εξ όσων είμαι σε θέση να γνωρίζω δεν έχει ξανασυμβεί στην ιστορία της.

Μήπως βρισκόμαστε μπροστά σε ένα ελληνικό μουσικό θαύμα;

Εμείς οι μουσικοί πότε θα πιστέψουμε σε αυτό το θαύμα; Πότε θα αποβάλουμε το κόμπλεξ κατωτερότητας που μας διακρίνει σε σχέση με το ότι οτιδήποτε προέρχεται από το εξωτερικό είναι εξ ορισμού καλύτερο από εμάς;

Οι μουσικόφιλοι και οι ακροατές εν γένει πότε θα πράξουν το ίδιο;
Οι μουσικοί συντάκτες (σημαντική μερίδα τουλάχιστον αυτών) πότε θα αποβάλουν το σκεπτικό «πολύ καλό για ελληνικό»;

Όλοι οι παραπάνω πότε θα πάψουμε να απογοητευόμαστε από το γεγονός ότι παράλληλα με το θαύμα που συντελείται εξακολουθούν να υπάρχουν (και κατά τόπους να βασιλεύουν) είδωλα αμφιλεγόμενης ή/και μηδαμινής πολιτιστικής αξίας; (λες και υπάρχει έστω και μία χώρα στον πλανήτη που δεν συμβαίνει αυτό…)

Όλοι οι παραπάνω πότε θα πάψουμε να συγχέουμε την έλλειψη δομών και την πάγια έλλειψη πολιτειακού πολιτιστικού προγραμματισμού και οραματικού σχεδίου με την έλλειψη αποτελέσματος;

Γιατί αποτέλεσμα, ως εκ θαύματος, υπάρχει.

Αν και κατά τη γνώμη μου δεν πρόκειται για θαύμα. Υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι που έχει συμβεί αυτό το «θαύμα» και ενδεχομένως να τους αναπτύξω σε επόμενο «Άρση-Θέση».

Εντωμεταξύ… πότε θα πιστέψουμε;