Η Ταινιοθήκη Θεσσαλονίκης συνεχίζει την παρουσίαση κλασικών ευρωπαϊκών ταινιών, στο πλαίσιο…

… του αφιερώματος με τίτλο «Κλασικές ευρωπαϊκές ταινίες 2», το οποίο θα πραγματοποιηθεί από την Πέμπτη 7 έως την Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2013 στην Αίθουσα Τάκης Κανελλόπουλος (Μουσείο Κινηματογράφου – Ταινιοθήκη Θεσσαλονίκης, Αποθήκη Α΄, Λιμάνι)

Το αφιέρωμα περιλαμβάνει τέσσερις ταινίες σπουδαίων δημιουργών, οι οποίες αποτελούν σημεία αναφοράς του ευρωπαϊκού κινηματογράφου. Πρόκειται για τα φιλμ: Με κομμένη την ανάσα / À bout de souffle του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ / Jean-Luc Godard (Γαλλία, 1960), Χιροσίμα αγάπη μου / Hiroshima, mon amour του Αλέν Ρενέ / Alain Resnais (Γαλλία – Ιαπωνία, 1959), Ο άνθρωπος δεν είναι πουλί / Covek nije tica του Ντούσαν Μακαβέγιεφ / Dusan Makavejev (Γιουγκοσλαβία, 1965) και Το τελευταίο τανγκό στο Παρίσι / Ultimo tango a Parigi του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι / Bernardo Bertolucci (Γαλλία – Ιταλία, 1972).

ΑΦΙΕΡΩΜΑ «ΚΛΑΣΙΚΕΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ  2»


Πρόγραμμα προβολών
07/02/2013:        18.45     Ο άνθρωπος δεν είναι πουλί
                             21.00     Χιροσίμα αγάπη μου

08/02/2013:         18.45     Το τελευταίο τανγκό στο Παρίσι
                              21.00     Με κομμένη την ανάσα

09/02/2013:        18.45     Χιροσίμα αγάπη μου
                             21.00     Το τελευταίο τανγκό στο Παρίσι

10/02/2013:         18.45     Με κομμένη την ανάσα
                              21.00     Ο άνθρωπος δεν είναι πουλί

Οι ταινίες
Με κομμένη την ανάσα / À bout de souffle
Γαλλία, 1960
Σκηνοθεσία: Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, Ασπρόμαυρη, 90΄

Ο Μισέλ Πουακάρ, ένας μικρογκάνγκστερ, που μοιάζει περισσότερο σε σινεφίλ λάτρη των b-movies και του αμερικάνικου νουάρ, παρά σε άνθρωπο του υποκόσμου, κλέβει ένα αυτοκίνητο στη Μασσαλία και στην διαδρομή του προς το Παρίσι σκοτώνει, για ασήμαντο λόγο, έναν  αστυνομικό, με το περίστροφο που βρίσκει στο αμάξι. Στο Παρίσι συναντά μια αμερικανίδα που θέλει να γίνει δημοσιογράφος και ζει μαζί της έναν εφήμερο έρωτα. Η κοπέλα όμως τον προδίδει τελικά στην αστυνομία, που τον ψάχνει παντού… 

Η εμβληματική, πρώτη ταινία του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, είναι και το σημείο εκκίνησης του γαλλικού νέου κύματος που έσπασε τους αφηγηματικούς κανόνες της μέχρι τότε κινηματογραφικής γλώσσας («μια ταινία πρέπει να έχει αρχή, μέση και τέλος, αλλά όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά»), βάζοντας τα θεμέλια μιας ρηξικέλευθης κινηματογραφικής αντίληψης και καθιερώνοντας τους νέους σκηνοθέτες και πρώην κριτικούς του περιοδικού Cahiers du Cinéma: Φρανσουά Τρυφώ (που έγραψε το σενάριο), Κλωντ Σαμπρόλ (που είχε την καλλιτεχνική διεύθυνση), Ερίκ Ρομέρ, Ζακ Ριβέτ κ.ά. Ο Γκοντάρ δημιουργεί έναν αντι-ήρωα, αρχέτυπο για το σινεμά της περιπλάνησης της δεκαετίας του ’60, χωρίς ιδεολογικές δεσμεύσεις, ανερμάτιστο ηθικά, που ζει την κάθε του μέρα σαν να είναι η τελευταία, στην κόψη του κύματος της ζωής και αρνείται να υποταχθεί στις κοινωνικές συμβάσεις: τον πρώτο αυθεντικό τεντυμπόυ του ευρωπαϊκού σινεμά. Ταυτόχρονα, η αέναη κίνηση της κάμερας στο χέρι, τα  κυκλωτικά τράβελινγκ, οι σκηνές αυτοσχεδιασμού που συλλαμβάνουν το απροσδόκητο, οι ηθελημένες ανακολουθίες στα περάσματα των πλάνων, ο free jazz ρυθμός της ταινίας και τα γυρίσματα σε φυσικούς χώρους, συνιστούν το μανιφέστο ενός κινηματογραφικού στυλ, αλλά και το ύφος μιας ολόκληρης εποχής. Θαυμάσιοι στους κεντρικούς ρόλους ο Ζαν-Πολ Μπελμοντό και η Τζιν Σίμπεργκ.
•    Αργυρή Άρκτος Φεστιβάλ Βερολίνου 1960, Βραβείο Ζαν Βιγκό για καλύτερη πρώτη ταινία, Βραβείο καλύτερης ταινίας από την Ένωση γάλλων κριτικών κινηματογράφου.

Χιροσίμα αγάπη μου / Hiroshima mon amour
Γαλλία – Ιαπωνία, 1959
Σκηνοθεσία: Αλέν Ρενέ, Ασπρόμαυρη, 90΄

Μια γαλλίδα ηθοποιός φτάνει στη Χιροσίμα για τα γυρίσματα ενός ντοκιμαντέρ με θέμα την ειρήνη. Περνά την νύχτα της με ένα γιαπωνέζο αρχιτέκτονα – περιστασιακό εραστή. Οι μνήμες  του πυρηνικού ολέθρου που έπληξε την πόλη, συναντούν τις δικές της αναμνήσεις από τον δικό της γενέθλιο τόπο, το  Νεβέρ, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και του εφηβικού της έρωτα μ’ έναν γερμανό στρατιώτη που δολοφονήθηκε μπροστά στα μάτια της. Παρόν και παρελθόν εναλλάσσονται συνεχώς μέσα από την (αν)έφικτη ερωτική επαφή και τη δύσκολη επικοινωνία (δεν μιλούν ο ένας την γλώσσα του άλλου), καθώς και τις περιπλανήσεις τους σε διάφορες τοποθεσίες της Χιροσίμα. Όλα συμβαίνουν στη διάρκεια ενός εικοσιτετραώρου, γιατί η γυναίκα (που δεν μαθαίνουμε ποτέ το όνομά της, όπως ούτε και του ιάπωνα εραστή της), θα πρέπει να επιστρέψει στη Γαλλία. Θα επιστρέψει όμως;

To 1959, με το Χιροσίμα αγάπη μου, σε σενάριο της Μαργκερίτ Ντυράς, πραγματοποιείται το πέρασμα του Αλέν Ρενέ από το ντοκιμαντέρ στη μυθοπλασία. Η ταινία βασίζεται εξ ολοκλήρου πάνω στην ανάκληση της μνήμης, ακολουθώντας τα δαιδαλώδη μονοπάτια της και σ΄ αυτό ακριβώς οφείλεται η μορφική της ανακολουθία και οι αφηγηματικές της παρεκκλίσεις. Με κλειδί τη λέξη «θυμάμαι», η οποία ανοίγει τις πύλες της μνήμης και του παρελθόντος χρόνου, η ταινία επαναφέρει στο παρόν, μέσα από τη εφήμερη ερωτική συνάντηση της γαλλίδας με τον ιάπωνα, τραυματικές αναμνήσεις από την εποχή του πολέμου: από τη δική της τραυματική εμπειρία στο Νεβέρ και από το πυρηνικό ολοκαύτωμα της Χιροσίμα, με χρήση επικαίρων της εποχής. Η αφήγηση με λυρισμό μεγάλης έντασης και δραματική δύναμη, μετακινείται διαρκώς από το ατομικό στο συλλογικό δράμα, σε μια συγκλονιστική οπτικο-ακουστική σύνθεση. Ο έρωτας απελευθερώνει βαθιά κρυμμένες εικόνες και συναισθήματα, φέρνοντας κοντά τους δύο εραστές και ταυτόχρονα αναδεικνύοντας την υπαρξιακή και πολιτισμική απόσταση που τους χωρίζει. Η ρευστότητα του χρόνου και η υποκειμενικότητα της μνήμης, αποτελούν τον δραματικό άξονα αυτής της αριστουργηματικής ταινίας,  καθιστώντας τη θέασή της –κάθε φορά- μια ανεπανάληπτη κινηματογραφική εμπειρία.
•    Βραβείο Fipresci Φεστιβάλ Κανών 1959

Ο άνθρωπος δεν είναι πουλί / Covek nije tica
Γιουγκοσλαβία, 1965
Σκηνοθεσία: Ντούσαν Μακαβέγιεφ, Ασπρόμαυρη, 85΄

Ο Γιαν Ρουντίνσκι, ευυπόληπτος μηχανικός, έρχεται από την πρωτεύουσα σε μια επαρχιακή πόλη, για να εκσυγχρονίσει ένα εργοστάσιο, κουβαλώντας μαζί του, όχι μόνο την τεχνογνωσία, αλλά και τα προσωπικά του αδιέξοδα. Θα ζήσει μια θνησιγενή ερωτικά σχέση με μια όμορφη κομμώτρια, κόρη του σπιτονοικοκύρη του, η οποία επιθυμεί διακαώς να ξεφύγει από το μίζερο επαρχιακό περιβάλλον στο οποίο ζει, βρίσκοντας τελικά αυτό που ψάχνει στην αγκαλιά ενός φορτηγατζή. Την ίδια στιγμή, ο «σταχανοβίτης» εργάτης Μπαρμπούλοβιτς δεν μπορεί να απολαύσει την παράνομη ερωτική του ζωή, καθώς η γυναίκα του ανακαλύπτει την ερωμένη του και τον σέρνει στην αστυνομία. Ένας υπνωτιστής προσπαθεί να πείσει τους χωρικούς ότι μπορούν να πετάξουν, ενώ η άφιξη και οι παραστάσεις  ενός  πλανόδιου τσίρκου,  θα ανοίξουν όντως μια πόρτα διαφυγής προς τον ουρανό και τα πράγματα θα πάρουν μια απρόσμενη τροπή…

Η πρώτη ταινία του Ντούσαν Μακαβέγιεφ, Ο άνθρωπος δεν είναι πουλί, δεν περιέχει μονάχα τολμηρά ιδεολογικά ερεθίσματα, αλλά εντυπωσιάζει επίσης με την αφηγηματική της πληρότητα και τα εκφραστικά της μέσα. Έχοντας ως επίκεντρο της δράσης το εργοστάσιο, ο Μακαβέγιεφ συνδέει τα διάφορα επεισόδια της  καθημερινής ζωής της μικρής επαρχιακής πόλης, με την εκκεντρική παρουσία του  υπνωτιστή από τη μια μεριά και την παράσταση των τσιρκολάνων  από την άλλη. Αυτός είναι και ο αφηγηματικός άξονας της ταινίας, το κεντρικό μοτίβο της οποίας ακροβατεί ανάμεσα στην ιδέα ότι ο άνθρωπος μπορεί να γίνει πουλί και να πετάξει και στην πεζή πραγματικότητα του καθήκοντος της οικοδόμησης της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Σαρκαστική, χλευαστική και με μια μοναδική αίσθηση ελευθερίας, η ταινία έπεσε ως «κεραυνός εν αιθρία» στο αρτηριοσκληρωτικό σινεμά της γειτονικής χώρας, προαναγγέλλοντας το μετέπειτα προκλητικό έργο του σκηνοθέτη-οπαδού των θεωριών του Βίλχελμ Ράιχ για την απελευθερωτική δύναμη και την επαναστατική ενέργεια του σεξ.

Το τελευταίο τανγκό στο Παρίσι / Ultimo tango a Parigi
Γαλλία – Ιταλία, 1972
Σκηνοθεσία: Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, Έγχρωμη, 127΄

Συγκλονισμένος από την αυτοκτονία της γυναίκας του, ο μεσήλικας Πωλ περιπλανιέται στο Παρίσι και συναντά τυχαία σ’ ένα διαμέρισμα τη νεαρή Ζαν, με την οποία ενώνονται ερωτικά με άγριο πάθος, χωρίς καν να μάθουν ο ένας το όνομα του άλλου. Χωρίζοντας, αποφασίζουν να συναντιούνται στο διαμέρισμα για να κάνουν έρωτα, χωρίς ν’ αποκαλύψουν τα ονόματά τους και χωρίς να ξέρουν τίποτα ο ένας για τη ζωή του άλλου. Έτσι, κάνοντας διπλή ζωή, συνεχίζουν να συνευρίσκονται στο άδειο διαμέρισμα, όπου επιδίδονται σε παράδοξα σεξουαλικά παιχνίδια, τα οποία φτάνουν μέχρι το σοδομισμό. Σιγά-σιγά μέσα από τον ακραίο ερωτισμό, η σχέση τους φθίνει, ενώ ο Πωλ παραβιάζοντας τους κανόνες του παιχνιδιού, θα θελήσει να μάθει για τη ζωή της Ζαν. Αφού χορεύουν το τελευταίο τους τανγκό, ο Πωλ την ακολουθεί και η κατάληξη είναι τραγική…

«[…] Το τελευταίο τανγκό στο Παρίσι παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην τελετή λήξης του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Νέας Υόρκης στις 14 Οκτωβρίου 1972. Η ημερομηνία θα έπρεπε να γίνει ορόσημο στην ιστορία του κινηματογράφου, όπως η 29η Μαΐου 1913 – η νύχτα που παίχτηκε για πρώτη φορά ‘’Η Ιεροτελεστία της Άνοιξης’’ – στην ιστορία της μουσικής. Ταραχές δεν υπήρξαν και κανείς δεν πέταξε τίποτα στην οθόνη, αλλά πιστεύω πως το κοινό βρέθηκε σε κατάσταση σοκ, γιατί Το τελευταίο τανγκό στο Παρίσι διαθέτει την ίδια υπνωτική έκσταση με την ‘’Ιεροτελεστία’’, την ίδια πρωτόγονη δύναμη και τον ίδιο αιχμηρά αιφνίδιο ερωτισμό. Το αποφασιστικό βήμα του κινηματογράφου είχε επιτέλους γίνει. Οι εμπορικές ταινίες παρείχαν μηχανοποιημένο σεξ – σεξ ως σωματικό διεγερτικό, αλλά χωρίς καθόλου πάθος ή συναισθηματική βία. Το σεξ στο Τανγκό εκφράζει τις πορείες των χαρακτήρων. Ο Μάρλον Μπράντο εξαντλεί την επιθετικότητά του στη Μαρία Σνάιντερ και η σωματική απειλή τής συναισθηματικά φορτισμένης σεξουαλικότητας συνιστά τέτοια παρέκκλιση από οτιδήποτε μάθαμε να αναμένουμε στις ταινίες, ώστε υπήρχε κάτι σχεδόν σαν φόβος στην ατμόσφαιρα του πάρτι στο φουαγιέ, μετά την προβολή. Κατειλημμένο από την αμείωτη έξαψη της ταινίας, το κοινό, αμήχανο, βρέθηκε αντιμέτωπο με μια απρόσμενη σεξουαλικότητα, επευφήμησε όρθιο τον Μπερτολούτσι, αλλά κατόπιν ο καθένας έμεινε μόνος του και σιωπηλός. Αυτή θα πρέπει να είναι η πιο δυναμικά ερωτική ταινία που έγινε ποτέ και ίσως αποδειχθεί και η πιο απελευθερωτική…».
(Απόσπασμα της κριτικής της Pauline Kael, που πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό «The New Yorker» στις 28 Οκτωβρίου 1972 και αναδημοσιεύθηκε στην μονογραφία που εξέδωσε το 37ο ΦΚΘ  το 1996, με την ευκαιρία του πλήρους αναδρομικού αφιερώματος στον Μπερνάρντο Μπερτολούτσι).
 
Οι εκδηλώσεις της Ταινιοθήκης Θεσσαλονίκης χρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση – Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, στο πλαίσιο του ΠΕΠ Κεντρικής Μακεδονίας 2007-2013.