Δεν σας έχει τύχει να διαβάζετε ένα μυθιστόρημα και να χάνεστε στις στοές του όπως στις Πυραμίδες; Σπεύδω να απαντήσω εκ μέρους σας πως

Του Γιάννη Αντωνιάδη

σας έχει συμβεί και αν κάνω λάθος παρακαλώ διορθώστε με ή αμφισβητήστε με, διότι εμένα μου συνέβη με το μυθιστόρημα, του οποίου τα χνάρια θα προσπαθήσω να σας αφήσω ανεξίτηλα πάνω στο χαρτί για να μπορέσετε με μεγαλύτερη ευκολία από ότι εγώ να ξετυλίξετε το κουβάρι του και να πιάσετε πιο εύκολα το νήμα της αφήγησής του. Εξάλλου όπως λέει και ο τίτλος –  παίζοντας λίγο με τις λέξεις – χρειάζεται θέληση αλλά χρειάζεται και τύχη για να βγει κανείς «αλώβητος» από την μάχη με την ανάγνωση, έχει αυτή τα σκαμπανεβάσματά της, τα τερτίπια της, τις παγίδες της και όλα αυτά βέβαια πάντα με την καλή έννοια.

Ο υπέροχος κύριος Φούεντες που ξέρει να μας σαγηνεύει με την περίφημη γραφή του και την ιδιότυπη αφήγησή του, φροντίζει να μας κρατήσει ξάγρυπνους όχι στο Σιάτλ (κατά την ομότιτλη ταινία) αλλά σε έναν κόσμο ολότελα διαμορφωμένο μέσα από τα δικά του μάτια. Πρωταγωνιστής και κυρίαρχο πρόσωπο του βιβλίου αυτού είναι ένας άνθρωπος αποκεφαλισμένος και χαμένος στον κόσμο του φανταστικού θανάτου του. Καταγράφει αναμνήσεις και γεγονότα, συμβαίνοντα και τεκταινόμενα μέσα από μία αλληγορική και εξαιρετικά σκοτεινή αφήγηση. Το να παρακολουθήσει κανείς τους συνειρμούς του είναι αποστολή επικίνδυνη. Άλλωστε η δίψα για την γνώση ποτέ δεν ήταν εύκολη, ούτε ο Θησέας μπαίνοντας στον λαβύρινθο ήξερε αν θα βγει, ας ήταν καλά ο μίτος της Αριάδνης.
Το πρόσωπο αυτό, ονόματι Χοσουέ Ναδάλ – μην φανταστείτε συγγένεια με τον γνωστό τενίστα – μας παρασέρνει στα μονοπάτια του και εμείς σαν άλλοι Ροβινσώνες σε νησί άγνωστο και απάτητο απλά γινόμαστε ή καλύτερα θέλουμε και γινόμαστε θεατές του παράξενου βίου του, των περιπλανήσεών του και των ερωτηματικών που υποβάλλει στον εαυτό του και καλούμαστε να σκεφτούμε μήπως και καταφέρουμε να τα απαντήσουμε. Είναι ερωτηματικά οικεία, καθημερινά, μασημένη τροφή κατά πολλούς. Ποιος όμως τολμάει να γίνει κύριος του εαυτού του και να μην γίνεται έρμαιο της μοίρας του;

Ας αναλογιστούμε το επίκαιρο του θέματος. Κινούμαστε με την βοήθεια ή μη του Καρλίτο, όπως χαϊδευτικά φωνάζουν τον Φούεντες οι συμπατριώτες του, σε πολλά επίπεδα, ανοίγουμε πολλά μέτωπα με κύριο την παράλληλη και δυσερμήνευτη παρουσία – απουσία του ήρωα Χοσουέ που αδυνατεί πολλάκις να ορίσει το ίδιο του το εγώ. Ενέχει μία μεταφυσική χροιά το όλο ανάγνωσμα και χανόμαστε αλλά και βρισκόμαστε σε διαφορετικές σκηνές συνοδευόμενες από αλλοπρόσαλλες εικόνες της πραγματικότητας αλλά και του παρελθόντος. Σε αυτό το παρελθόν οδηγούμαστε από τον συγγραφέα για να μας επαναφέρει ύστερα από λίγο στο παρόν με μία αλληλουχία γεγονότων κοινωνικών και ιστορικών που μας ζητούν μετάφραση για το τι συμβαίνει ακριβώς ή στο περίπου. Νιώθουμε εμείς οι αναγνώστες επιβάτες σε ένα τρένο που κάνει τον κύκλο αφετηρία – τέρμα – αφετηρία και αυτό δεν έχει καμία δόση υπερβολής, πιστέψτε με.

Μας παγιδεύει χωρίς να μας φυλακίζει, μας μπερδεύει και μας αποσυντονίζει αναμειγνύοντάς μας σε μία πραγματικότητα πολύ ρευστή σαν την άμμο που ποτέ δεν ξέρει κανείς προς τα που θα κυλήσει και που θα στρογγυλοκαθίσει. Η επιτυχία του έγκειται καθαρά στην ενδελεχή παλινδρόμηση σε έναν κόσμο κομμένο και ραμμένο σε άγνωστα μέτρα που κατά τα άλλα μας προκαλεί να αναρωτηθούμε αν σωστά αρμενίζουμε, η κάθε σελίδα και η κάθε παράγραφος κρύβουν τα δικά τους μυστικά, η αποκάλυψη τους απαιτεί την δέουσα προσοχή μας για να ξεκλειδώσουμε τον γρίφο.

Ουσιαστικά, μας παρουσιάζει ένα πολιτικοκοινωνικό σύγγραμμα με συμβολικό τρόπο αφού κατακρίνει την κατάσταση του δικού του Μεξικού που τόσο αγαπάει και αναφέρει σε κάθε του βιβλίο και που συνάμα τον πληγώνει με τις αδυναμίες του και τις σάπιες κοινωνικές δομές του. Προβάλλει έναν ήρωα φανταστικό, έναν επαναστάτη που βάζει τον δάκτυλον επί του τύπου των ήλων σε όλα αυτά που χρήζουν διόρθωσης. Η καθημερινότητα είναι σε πρώτο πλάνο, παρούσα στο υπόβαθρο κάθε του δράσης. Εκείνος ορίζεται ως πεθαμένος, σε εμάς όμως τους αναγνώστες και επιζώντες του ναυαγίου της ζωής του εναπόκειται να τον αφουγκραστούμε, να τον ακούσουμε, να τον κατανοήσουμε και σε τελική ανάλυση να μάθουμε από τα δεινά του για να μην πάθουμε.

Το βιβλίο αυτό μοιάζει να είναι ένα ταξίδι στη συνείδηση του Χοσουέ Ναδάλ, τα πρόσωπα τα οποία μνημονεύει δεν είναι παρά ονειρικά, πλάσματα της δικής του φαντασίας. Αναρωτιέμαι και το μοιράζομαι μαζί σας: μήπως είναι οι φωνές μιας πραγματικότητας που έζησε ως νεκρός ή μήπως είναι μνήμες της ζωής του που παίρνουν σάρκα και οστά και που ο ίδιος ντύνει και τους δίνει ανθρώπινη μορφή σαν το Ορλά του Γκι ντε Μωπασσάν; Ή μήπως πάλι είναι φαντάσματα που κυνηγούν την ύπαρξή του και του προκαλούν ερωτήματα, τα οποία προσπαθεί είτε να λύσει είτε να υπερπηδήσει συνδιαλεγόμενος μαζί τους;

Σε κάθε περίπτωση, ο Φουέντες πλάθει έναν κόσμο παραμυθένιο, εξωπραγματικό, θα μπορούσαμε να τον ορίσουμε και έξω από το γήινο. Αυτός ο ήρωας που συναντάμε παρουσιάζεται σαν ένας άλλος Οδυσσέας που έχει κατέβει στον κόσμο του Άδη, συνομιλώντας με πρόσωπα που του εκμυστηρεύονται την ζωή τους οριοθετώντας εικόνες ενός άλλου κόσμου, απόκοσμου. Ντύνει όμως τους χαρακτήρες με τόση ζωντάνια που είναι σαν να ζούνε ανάμεσά μας, πρόσωπα υπαρκτά που ζητάνε την επιστροφή τους στην ζωή. Είναι όμως και ο ίδιος νεκρός τελικά? Έχει φυλακιστεί σε ένα νησί δίχως διαφυγή, σε ένα νησί καταραμένο;

Σε μία άλλη διάσταση γινόμαστε θεατές μίας παρακμής κοινωνικής και ηθικής. Γυναίκες που εκπορνεύονται, άντρες που ασκούν εγκληματική δράση και πολιτικοί ξιπασμένοι και διεφθαρμένοι, το παρόν μυθιστόρημα αυτήν την ανθρώπινη αλήθεια πραγματεύεται με μία ευθύτητα, μία αβρότητα και μία έντιμη πλην πολλές φορές χυδαία και απροκάλυπτη αποτύπωση μίας ανθρώπινης μορφής βουτηγμένης στην ανομία, την παραβατικότητα και την ιδιοτέλεια. Στοιχεία δηλαδή οικεία, γνωστά που όμως δεν αγγίζουμε γιατί είτε φοβόμαστε είτε προσποιούμαστε πως δεν μας αφορούν, ακτινογραφία μίας κατάστασης πραγμάτων που μοιάζει να μην έχει διέξοδο από τον βούρκο στον οποίο έχει περιέλθει και τείνει να πνιγεί. Ο Χοσουέ, αφηγητής αυτής της αρρωστημένης και ραδιούργας κατάστασης, παραθέτει τον εκμαυλισμό της με την ωμότητα που την διακρίνει, δίχως όμορφα περιτυλίγματα και εικονικές ευπρέπειες. Φωνάζει εμμέσως και αμέσως την ανάγκη για αναγέννηση από τις στάχτες ενός συνόλου περιστάσεων που μαρτυρούν ξεπεσμό και κατάντια, σε ένα Μεξικό απατηλό, βρώμικο και κατακρημνισμένο, όπου το ένδοξο παρελθόν του και η ιστορία του έχουν κάνει περίπατο για να μην μολυνθούν από την κόπρο του Αυγείου.

Τα αινίγματα λοιπόν ποικίλα, οι ερμηνείες διάφορες, η ιστορία αυτή μας χαμογελάει μέσα στην πολυπλοκότητά της και μας καλεί να την εξερευνήσουμε σαν αστροναύτες που πατούν το πόδι τους σε μία νέα σελήνη. Εναπόκειται σε εμάς, τον κάθε αναγνώστη ξεχωριστά να εξηγήσει ή να παρεξηγήσει τις έννοιες που επιθυμεί να ερμηνεύσει ή να κρύψει. Πρόκειται εμφανώς για ένα παιχνίδι στο πριν, το τώρα και το μετά που νικητής μπορεί να μην βγαίνει, βγαίνει όμως συμπέρασμα σαφώς διαπροσωπικό, υποκειμενικό και αυτό προσαρμόζεται στην ανάγνωση που θέλουμε να κάνουμε ως ηθοποιοί που μετέχουν σε μία σκηνή που θαλασσοδέρνει μεταξύ λογικής και παραλόγου. Το μόνο που εύχομαι να είναι ανοικτοί οι ουρανοί την ώρα της ανάγνωσης.