Από τις εκδόσεις Gutenberg και την σειρά Aldina κυκλοφορεί το βιβλίο του Colm Tóibin, Καραβοφάνορο στο μαύρο νερό σε σε μετάφραση Αθηνάς Δημητριάδου.

«Εγώ πάντως τη μητέρα μου θέλω ακόμη να τη σκοτώσω, είπε η Έλεν. «Όχι σε καθημερινή βάση, αλλά συχνά-πυκνά»: Για χάρη του αδελφού της Ντέκλαν που πεθαίνει από AIDS, η Έλεν ξαναγίνεται «μέλος της οικογένειας, που είχε προσπαθήσει με κάθε τρόπο ν’ αφήσει πίσω της». Αναγκάζεται να συμβιώσει με τη μητέρα της, στην οποία δεν έχει γνωρίσει καν τα δικά της παιδιά, στο παλιό σπίτι της γιαγιάς της, κοντά στη θάλασσα, εκεί όπου είχε περάσει το καλοκαίρι που πέθανε ο πατέρας της.

Τρεις γενιές γυναικών, κουβέντες, σιωπές, σκέψεις, αναμνήσεις, άρρητα συναισθήματα, ανεπούλωτα τραύματα. Στο επίκεντρο της ανησυχίας τους ο μόνος άνδρας της οικογένειας ο οποίος τους έκρυβε για καιρό την αρρώστια, αλλά και την ομοφυλοφιλία του. Γύρω τους οι φίλοι του Ντέκλαν που η μητέρα του αρνείται να παραδεχθεί πως τον στηρίζουν συναισθηματικά περισσότερο από εκείνη. Από τα παράθυρα του σπιτιού το παλιό καραβοφάναρο, το ένα από τα δυο που έχει διασωθεί, αναβοσβήνει με διαφορετικό ρυθμό από ό,τι περίμενε η Έλεν.

Με το Καραβοφάναρο ο Τομπίν βουτάει σε βαθιά νερά. Όλο το βάρος πέφτει στις σχέσεις των προσώπων. Η αρρώστια του Ντέκλαν, με την τραγικότητά της, γίνεται το εναρκτήριο λάκτισμα για να ρίξει τη διεισδυτική του ματιά στο πώς κάθε μητέρα καλύπτει τις συναισθηματικές ανάγκες των παιδιών της, στο πώς λειτουργεί η οικογένεια. Τι παραμένει, σαν τον παλιό φάρο που αναβοσβήνει, ισχυρό μέσα στον χρόνο;

Μια πειστική, ανθρώπινη εικόνα της καθημερινότητας, χωρίς κραυγαλέες εξάρσεις και κινήσεις εντυπωσιασμού, με ανατροπές σιωπηρές, πάντα προϊόντα επίπονης διαδικασίας. Ένα μυθιστόρημα «τολμηρό και ακριβές», όπως το χαρακτήρισε ο Ρόντι Ντόιλ, που, όπως έγραψε ο Τέρι Ίγκλετον στην εφημερίδα Guardian, «εξερευνά διφορούμενα συναισθήματα σε έναν καθόλου διφορούμενο κόσμο» και συνεχίζει την παράδοση του Μπέκετ και του Τζόις, όπως τόνισαν οι New York Times.

Ο Κολμ Τομπίν γεννήθηκε στην Ιρλανδία το 1955. Μεγάλωσε σε οικογένεια ιδιαιτέρως πολιτικοποιημένη, δεδομένου ότι ο παππούς του και ένας θείος του ήταν μέλη του IΡA και σε ένα σπίτι όπου, όπως έχει πει ο ίδιος, «επικρατούσε σιωπή». Στα 17 του γοητεύτηκε από τον Χεμινγουέι και, μέσω αυτού, από την Ισπανία όπου εγκαταστάθηκε για μερικά χρόνια. Εκεί έγραψε και το πρώτο του βιβλίο με τίτλο Ο Νότος. Επιστρέφοντας στην Ιρλανδία ασχολήθηκε και με τη δημοσιογραφία. Υπήρξε υποψήφιος για πολλά και σημαντικά βραβεία, ανάμεσα στα οποία και το Man Booker για το Καραβοφάναρο στο Μαύρο Νερό. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της γενιάς του και έργα του έχουν μεταφραστεί σε 30 γλώσσες.