«Να γράφεις χωρίς καμία προοπτική για δημοσίευση – άραγε τι αποθέματα πίστης στη λογοτεχνία προϋπέθετε η κατάσταση αυτή;» αναρωτιέται η Σούζαν Σόνταγκ στον πρόλογο της παρούσας έκδοσης εντρυφώντας στην σκληρότητα της ζωής του συγγραφέα και αποκαλύπτοντας τις συνθήκες και τους λόγους ή ακόμα την ανάγκη που τον οδήγησαν στην γραφή αυτού του βιβλίου.

Ο Λεονίντ Τσίπκιν επιχειρεί με την συγγραφή αυτού του βιβλίου την κατάδυση στα άδυτα ενός σημαντικότατου επεισοδίου της ζωής του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Όλο αυτό το εγχείρημα περνάει μέσα από το δικό του προσωπικό ταξίδι προς την Πετρούπολη, εκεί που επιθυμεί να επισκεφτεί και επισκέπτεται το Μουσείο Ντοστογιέφσκι – σαν ένα είδος μοναχικής ιεραποστολής – που εδρεύει στο σπίτι που πέρασε κάποια χρόνια της ζωής του ο συγγραφέας. Αυτή η ταξιδιωτική εμπειρία του Τσίπκιν και η φυγή από τα προσωπικά βάρη λόγω των φρονημάτων του και των πεποιθήσεών του έτσι όπως εκφράζονται μέσω της ανάλυσης της Σόνταγκ, είναι για τον Τσίπκιν υπέρτατη λειτουργία κάθαρσης για όλες τις ψυχικές κακουχίες και το αδυσώπητο κυνηγητό που έχει υποστεί τόσο καιρό. Αποφασίζει να ταξιδέψει με το τρένο – ένα πρώτης τάξεως μέσο επούλωσης των πληγών –  και μέσα στο βαγόνι ξετυλίγεται όλο το φάσμα επαναφοράς της μνήμης του και της ανάδυσης στιγμών και εικόνων που προέρχονται από την ανακάλυψη του ημερολογίου της γυναίκας του Ντοστογιέφσκι, Άννα Γκριγκόριεβνα στο σπίτι μίας συγγενούς του στην Πετρούπολη.

Ο Τσίπκιν γράφει αυτό το βιβλίο από το 1977 έως το 1981, ίσως μετά από ενδότερη ανάγκη να εξωτερικεύσει χρόνια αγωνίας μέσω της γραφής. Αυτό το βιβλίο δεν θα εκδοθεί παρά πολύ αργότερα στην Ρωσία και θα προλάβει κάποια αποσπασματική δημοσίευση σε περιοδικό του εξωτερικού λόγω λογοκρισίας και περιορισμού του. Πάντως έτσι και αλλιώς από το 1967, η γραφή αποτελούσε καταφύγιο για εκείνον, μία μέθοδο θεραπείας και ένα διαρκές φάρμακο ενάντια στην υπονόμευση του έργου του ως επιστήμονα αλλά η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν είχε ασχοληθεί με την έννοια μυθιστόρημα και την εκτενή κατάθεση των σκέψεών του. Στο Καλοκαίρι στο Μπάντεν-Μπάντεν θα ασχοληθεί με έναν άνθρωπο, τον Ντοστογιέφσκι, τον οποίο σέβεται, εκτιμά και υμνεί για τον τρόπο που αντιμετώπισε τις δικές του παλινωδίες και την εξάρτησή σου από τον τζόγο αλλά, κατά την γνώμη μου, θα ταυτιστεί με εκείνον – κάτι που διαφαίνεται από τον τρόπο που αφηγείται την ζωή του – γιατί κάθε ταλαιπωρημένη ψυχή έχει την δικιά της δυστυχία, ίσως μία παραλλαγή αυτού που κάποτε δήλωσε ο Τολστόι για τον οικογένεια. Ο Τσίπκιν θα ανατρέξει στο ημερολόγιο της Άννας Γκιγκόριεβνα, ένα ημερολόγιο που θυμίζει εκείνο που λίγα χρόνια αργότερα θα έγραφε η Ζαν Εμιτέρν για τον Αμεντέο Μοντιλιάνι, το ίδιο δραματικό, το ίδιο συναισθηματικό και το ίδιο συγκινησιακά φορτισμένο.

Σε αυτό το ημερολόγιο η αφοσιωμένη σύζυγος θα μοιραστεί την ανησυχία για την συνεχόμενη και καταστροφική ροπή του αγαπημένου της Φέντια προς τα τυχερά παιχνίδια και συγκεκριμένα την ρουλέτα, έναν πόλεμο ανάμεσα στη λογική και την επιθυμία που δημιουργεί δυσάρεστες καταστάσεις, που οδηγεί μαθηματικά στην ανέχεια και την δυστυχία και πλήττει χωρίς επιστροφή τα οικονομικά του σπιτιού σε τέτοιο σημείο που ο δανεισμός και ο πλειστηριασμός προσωπικών αντικειμένων μάλλον επιδεινώνει παρά βελτιώνει τη ζωή τους καθώς είναι μία ακόμα αναπνοή πειρασμού για τζόγο. Όλο αυτό το σκηνικό στο οποίο είναι καταδικασμένοι ο Φιοντόρ και η Άννα, αν και βασανιστικό και επώδυνο για το ζευγάρι που είναι πνιγμένο στα χρέη, είναι εφαλτήριο και έμπνευση – αν μπορεί κανείς να το ονομάσει έμπνευση – για τον Παίκτη, ένα βιβλίο βαθιά αυτοαναφορικό και αυτοβιογραφικό. Ο Τσίπκιν βρίσκεται σε συνεχή διάλογο με το ημερολόγιο και δεν παύει να εισαγάγει στον λόγο του και την αφήγησή του στοιχεία από το προσωπικό του ημερολόγιο, τις εντυπώσεις του από την επίσκεψή του στο σπίτι του μεγάλου Ρώσου δραματουργού και να αναπτύσσει καίρια ερωτήματα που άλλοτε βρίσκουν απάντηση και άλλοτε παραμένουν μετέωρα εις το διηνεκές. Η Σόνταγκ θα σημειώσει σχετικά: «Η πρόζα του αποτελεί για το υποκείμενό του το ιδανικό όχημα για τη συγκινησιακή ένταση και το ξεχείλισμά της».

Ένα άλλο σημείο που αξίζει κάποιος να θίξει είναι η γλώσσα και ο λόγος του Τσίπκιν, μία αφήγηση χωρίς σταματημό που πραγματικά θυμίζει Σαραμάγκου αλλά εντείνει σε κάθε περίπτωση τον δραματικό τόνο που κορυφώνεται κατά την διάρκεια της ιστορίας. Όπως πάλι επισημαίνει η Σόνταγκ: «Το Καλοκαίρι στο Μπάντεν-Μπάντεν, μία λαχανιασμένη πορεία που θίγει όλα τα μεγάλα θέματα της ρωσικής λογοτεχνίας, ενοποιείται με την ευστροφία και την ταχύτητα της γλώσσας του, η οποία κινείται τολμηρά, γοητευτικά, μεταξύ πρώτου και τρίτου προσώπου {…}». Προκύπτει από τον λόγο του και τις αναφορές του σε γεγονότα και συμβάντα που τον στιγμάτισαν και τον πλήγωσαν, ένα αιώνιο ερωτηματικό και ένα παράπονο, ένα αίσθημα πικρίας για τις απαγορεύσεις και τα εμπόδια που του επιβλήθηκαν, για την ολοκληρωτική και αφοριστική δράση του καθεστώτος που ουσιαστικά φίμωσε κάθε προσπάθεια έκφρασής του και εξολόθρευσε ενώ ταπείνωνε την προσωπική του αξιοπρέπεια. Ο Τσίπκιν είναι η επιτομή του ανθρώπου που δεν λύγισε μπροστά στα τείχη που ορθώθηκαν απέναντί του και μας χάρισε ένα βιβλίο αντάξιο των μεγάλων Ρώσων συγγραφέων. Ο ψυχισμός του και η αγάπη για τον Ντοστογιέφσκι κινούν τα χέρια του παρά το γεγονός πως ένα θλιβερό ερώτημα τον κατατρώει βαθιά μέσα του και έχει το θάρρος να το ξεστομίσει δημόσια λέγοντας το παρακάτω: «Γιατί ένιωθα μια παράξενη έλξη για τη ζωή αυτού του ανθρώπου, που περιφρονούσε εμένα και τους ομοίους μου;». Σε κάθε περίπτωση «το πλαίσιο δράσης του βιβλίου αυτού είναι το ταξίδι που κάνει ο συγγραφέας σε μέρη που σχετίζονται με τη ζωή και το έργο του Ντοστογιέφσκι».

«Να αγαπάς τον Ντοστογιέφσκι σημαίνει να αγαπάς τη λογοτεχνία» – Σούζαν Σόνταγκ

«Κουβαλάω έναν σταυρό και αυτός μου άξιζε» – Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι

«Ταπεινωτικό είναι μονάχα το μεσοβέζικο, το μέτριο, αυτό που γαντζώνεται από την εγκράτεια και τη λογική, τον άνθρωπο τον ενισχύει μονάχα μια ιδέα που καταβροχθίζει και συνεπαίρνει τα πάντα, αυτή τον απελευθερώνει και τον τοποθετεί υπεράνω όλων, έστω και αν το μέσο για την υλοποίησή της  αποδειχτεί το έγκλημα»

Το βιβλίο του Λεονίντ Τσίπκιν, Καλοκαίρι στο Μπάντεν-Μπάντεν, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.