Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες είχε πει κάποτε πως αν υπήρχε παράδεισος αυτός θα έμοιαζε με βιβλιοθήκη. Στην βιβλιοθήκη αυτή σίγουρα

Του Γιάννη Αντωνιάδη

άξιζε να βρίσκεται αυτό το αστυνομικό μυθιστόρημα που εκθρονίζει πολλούς από τους δήθεν αστυνομικούς συγγραφείς τα βιβλία των οποίων δέχονται διθυράμβους και κυκλοφορούν ανάμεσα στα χέρια μας σαν κάτι που δεν πρέπει με τίποτε να χάσουμε. Αυτό το βιβλίο είναι μία λογοτεχνία που δεν ψάχνει σώνει και καλά να βρει τον δολοφόνο και εκεί να εξαντλήσει όλη την έμπνευσή του ο συγγραφέας. Ο Jean-Paul Nozière κεντάει μία ιστορία τόσο αινιγματική αλλά και τόσο επίκαιρη που ξεδιπλώνει με την ηπιότητα αλλά και την ένταση της γραφής του μία περιπέτεια βαθιά ανθρώπινη, ευαίσθητη που επίκεντρό της έχει τον άνθρωπο και αυτό είναι το κέρδος για τον αναγνώστη.

Έχει το χάρισμα ο συγγραφέας να μπορεί να καταγράφει τον συναισθηματισμό, την αγωνία και την ανασφάλεια ενός κοινού ανθρώπου, του Κριστιάν Μιλιούς, ονόματι Μπλου για τους λίγους που τον ξέρουν. Με αυτό το όνομα περπατάει στα σοκάκια της αστυνομικής του θητείας, πρόκειται βλέπετε για έναν μάχιμο επιθεωρητή όχι από αυτούς με τους γιακάδες που περιδιαβαίνουν με ύφος ναρκισσιστικό και ατσαλάκωτο. Αυτός ο δικός μας Μπλου που βιώνοντάς τον μέσα από το βιβλίο γίνεται οικείος και γνώριμός μας, είναι ένας μεσογειακός τύπος, ένας «αλήτης» της έρευνας, ένας εξερευνητής της δικής του αλήθειας την οποία προσπαθεί διακαώς και με κάθε μέσο να διαλευκάνει όταν του αναθέτουν μία υπόθεση. Σκιαγραφείται μία προσωπικότητα που μοιάζει χαμένη στην μετάφραση, διωγμένη και κατατρεγμένη μιας και το μόνο που τον κρατάει στην ζωή είναι η ίδια του η αγάπη για το μεροκάματο, ο ζήλος του για την απόδοση δικαιοσύνης σε έναν κόσμο που είναι πραγματικά βρώμικος και ανελέητος.

Είναι εν ολίγοις ένα πολύ πετυχημένο ψυχογράφημα αυτή η ιστορία, οι χαρακτήρες που περιγράφονται είναι καθημερινοί, προσιτοί και επίκαιροι. Ο Κριστιάν Μιλιούς που συχνάζει σε ένα μπαρ με όνομα «Σώματα-Ασώματα» έρχεται αντιμέτωπος με την δολοφονία ενός Άραβα και μίας ψυχιάτρου σε ένα σημείο-καμπή για την ζωή του καθώς βρίσκεται ένα βήμα πριν από την συνταξιοδότησή του. Ωστόσο δεν θα εγκαταλείψει επ’ουδενί την νέα προοπτική που του ανοίγεται να δει επιτέλους το φως της αλήθειας να λάμπει έστω και στα τελευταία λεπτά του αγώνα του, στις καθυστερήσεις για να μιλήσω με όρους ποδοσφαιρικούς. Η λάσπη εξάλλου που έχει δεχτεί όλα αυτά τα χρόνια δεν θα πήγαινε κατά πως φαίνεται σπαταλημένη, θα είχε αντάλλαγμα και ανταμοιβή για αυτόν. Στέκει ακόμα όρθιος και παλεύει για να τελειώσει την θητεία του στο αστυνομικό σώμα με την αποκρυπτογράφηση ενός τελευταίου γόρδιου δεσμού που ο ίδιος θα λύσει, για την καθαρότητα της συνείδησής του και όχι για ένα πουκάμισο αδειανό, για μίαν Ελένη.

Η δολοφονία συσχετίζεται με έναν Πρέσβη τον οποίο ο Μπλου θεωρεί βασικό ύποπτο, πρόκειται για έναν «κύριο» πρώην διπλωμάτη και υψηλά ιστάμενο στα κλιμάκια των διεθνών σχέσεων, στα πλοκάμια του οποίου έχουν πιαστεί ουκ ολίγες αθώες κοπέλες από τις χώρες της Βόρειας Αφρικής. Εκείνος απολαμβάνει τους καρπούς της διεφθαρμένης του πορείας μέρος της οποίας είναι και η υιοθεσία τριών κοριτσιών προερχόμενων από διαφορετικές χώρες. Αυτά τα κορίτσια δεν είναι παρά η βιτρίνα του. Κρύβει πίσω από την φιλανθρωπία του και την καλοσύνη του ένα πρόσωπο σκοτεινό, λεκιασμένο και πιτσιλισμένο από τις κηλίδες μιας ζωής γεμάτης ασυδοσία, εμπόριο λευκής σαρκός και εκμετάλλευσης κοριτσιών τα οποία υπέκυπταν στην σαγήνη του απλά και μόνο γιατί είχαν ανάγκη την βοήθειά του. Ένα από αυτά τα κορίτσια είναι και η Νάντια την οποία μεταφέρει από την Αλγερία η Σέλμα, την κόρη της οποίας έχει απαγάγει ο Πρέσβης ντε Μπλεζύ και την εκβιάζει να εκτελέσει τις εντολές του για να της παραδώσει δήθεν την κόρη της ή για να της δώσει στίγμα του που βρίσκεται. Η ιστορία είναι περίπλοκη, θα την ονόμαζα χιτσκοκική και χαοτική σαν μία σχεδία που άλλοτε χάνουμε τον ορίζοντα και άλλοτε πλέουμε με άνεμο και σιγουριά για τον τελικό προορισμό. Το μόνο βέβαιο είναι πως κυριαρχεί η σιωπή, η τρομακτική σιωπή που σπάει κόκαλα καθώς η κουρτίνα της αποκάλυψης μοιάζει να αργεί να τραβηχτεί χάρη στην δεξιοτεχνία με την οποία υφαίνει τον ρου του μυθιστορήματος.

Ο Μπλου θα πολεμήσει ενάντια σε αυτές τις περιστάσεις, ενάντια σε αυτό το μεγαθήριο της διεθνούς διπλωματικής σκηνής που είναι καλά κουκουλωμένο και προστατευμένο από το πέπλο της αγαθής του εικόνας θα μαχηθεί, είναι ένας αγώνας στον οποίο ζητάει και βρίσκει συμμάχους τον Γκιλαίν, έναν νέο κοκκινομάλλη, στο πρόσωπο του οποίου βρίσκει έναν δεύτερο γιο μιας και ο δικός του, ο Πατρίς τον έχει παρατήσει στο έλεος της μοναξιάς του, τον έχει τυφλώσει με την αδιαφορία του και ο Μπλου σαν ένας άλλος Οιδίποδας ορθοποδεί, πέφτει και ξανασηκώνεται κουβαλώντας την αμαρτία της μοναχικότητάς του. Όλο το βιβλίο είναι βασισμένο και ακουμπισμένο στην βασανισμένη ζωή του απόστρατου αξιωματικού και της ψυχικά διαταραγμένης αδερφής του, έγκλειστης σε ίδρυμα χωρίς άλλο στήριγμα παρά τον Μπλου και αυτού που δεν έχει άλλη λύση παρά να την φροντίζει. Έτσι διαμορφώνουν ένα δίδυμο αδελφών ψυχών που καταδικάστηκαν στην αιώνια συμμαχία, ο ένας πλάι στον άλλο, να φροντίζουν ο ένας τον άλλο.

Είναι ένα μυθιστόρημα που πηγάζει από την ζωή. Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει υποθέσεις σαν και αυτή που αφηγείται ο συγγραφέας με τόση δεινότητα να καταλαμβάνουν τις οθόνες της τηλεόρασης και να αναφωνούμε πως τέτοια πράγματα δεν γίνονται? Και όμως ο άνθρωπος είναι το είδος που είναι ικανό για το καλύτερο αλλά και το χειρότερο. Την καλύτερη πλευρά εκπροσωπεί ο Μπλου, ο αθέατος ήρωας μίας κοινωνίας που παραπαίει μέσα στο έλος που βουλιάζει και την χειρότερη ο ντε Μπλεζύ ένας ακούραστος ιππότης της διαφθοράς που έχει πλέον ποτίσει το σώμα του και κυρίως την ψυχή του γιατί έχει γίνει η χειραγώγηση ανθρώπων επάγγελμά του. Ο κόσμος του Nozière είναι μία πόρτα, αν την ανοίξουμε θα λάβουμε διδάγματα και θα κατανοήσουμε πώς η απόκτηση καθαρής συνείδησης είναι πολύ πιο πολύτιμη από την απόκτηση πραγμάτων με άνομα και άκριτα μέσα.