Τρία Ευρωπαϊκά Μουσεία, το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΚΜΣΤ) στη Θεσσαλονίκη, το Μουσείο Μοντέρνας και Σύγχρονης Τέχνης

στο Μπέργκαμο (GAMeC) και το Kunsthistorisches Museum στη Βιέννη και παρουσιάζεται στη Nuova Scuola Grande di Santa Maria della Misericordia της Βενετίας, η έκθεση του Jan Fabre (Antwerp, 1958), με τίτλο “PIETAS” και  επιμελητές τους Giacinto Di Pietrantonio και Κατερίνα Κοσκινά. Η έκθεση, που θα πραγματοποιηθεί από την 1η Ιουνίου μέχρι τις 16 Οκτωβρίου 2011, εντάσσεται στο πρόγραμμα της 54η Μπιενάλε της Βενετίας, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι είναι πρώτη φορά που φορέας πολιτισμού από την Ελλάδα συμμετέχει στη διοργάνωση παράλληλα με την επίσημη εθνική συμμετοχή.

H έκθεση είναι μια μνημειακών διαστάσεων εγκατάσταση που αποτελείται από μια γιγάντια πλατφόρμα επενδεδυμένη με φύλλο χρυσού, γλυπτά σε σχήμα κυψέλης, κατασκευασμένα από κελύφη πραγματικών σκαραβαίων και πέντε γλυπτά από μάρμαρο Καράρας.

Ανάμεσά τους ξεχωρίζει η προκλητική εκδοχή από τον Fabre της Pietà του Μιχαήλ Αγγέλου, που έχει τίτλο Merciful Dream (Pietà V), όπου η εικόνα του Χριστού έχει αντικατασταθεί από την εικόνα του καλλιτέχνη, ενώ τη θέση της Παναγίας έχει αντικαταστήσει, το σύμβολο του θανάτου, ένας ανθρώπινος σκελετός.

Ο στόχος του καλλιτέχνη ωστόσο δεν είναι να μεταδώσει ένα βλάσφημο, ούτε καν ένα προκλητικό μήνυμα: αυτό το έργο μιλάει ως  ένα «ένα γλυπτό – performance» που απεικονίζει τα συναισθήματα της μητέρας που λαχταρά να πάρει τη θέση του νεκρού της γιου, ή ακόμη για τη σχέση που διέπει τη ζωή και το θάνατο, διειλημμένη μέσα από τη θρησκεία και την ορθολογική σκέψη.

Και τα πέντε γλυπτά επαναλαμβάνουν το θέμα της pietà, το οποίο ο Fabre έχει ερμηνεύσει μέσω της συμπόνιας και της συμφιλίωσης. Συναντούμε αναπαραστάσεις οργάνων της ανθρώπινης ανατομίας και σωμάτων που αναλαμβάνουν τη μορφή και τη δύναμη των συμβόλων του έργου, το οποίο χαρακτηρίζεται από την επίμονη ακρίβεια, τυπική της φλαμανδικής σχολής του Μεσαίωνα, η οποία όμως σχετίζεται και με το σφρίγος που βρίσκεται σε αφθονία στο γλυπτό του Μιχαήλ Αγγέλου.

Από απεικονιστική άποψη, ο Fabre χρησιμοποιεί τη εικόνα και τη φόρμα του ανθρώπινου εγκεφάλου, ένα χαρακτηριστικό στοιχείο του λεξιλογίου του, που έχει χρησιμοποιηθεί και σε άλλες εκθέσεις του στο παρελθόν, εκ των οποίων κάποιες συνέπιπταν με την Μπιενάλε της Βενετίας. Όπως το 2007, με την Ανθρωπολογία ενός πλανήτη και το 2009 με την έκθεση From the Feet to the Brain, αυτό το όργανο – το οποίο είναι τοποθετημένο ανατομικά στον ανώτερη περιοχή του ανθρώπινου σώματος – παίζει ένα κεντρικό ρόλο και στη συμμετοχή του 2011, Pietàs.

Και τα πέντε γλυπτά είναι τοποθετημένα σε ένα μεγάλο επιχρυσωμένο βάθρο, το οποίο οι επισκέπτες επιτρέπεται να επισκεφτούν – μόλις φορέσουν τις παντόφλες που υπάρχουν σε 8 σημεία στα πλάγια – για να αρχίσει η ιερή τελετουργία της θέασης του έργου.

Αφού οι επισκέπτες εισέλθουν σε αυτό το βάθρο – σκηνή, μπαίνουν στο ρόλο ηθοποιών ανάμεσα στα πέντε λευκά γλυπτά, των οποίων το επανερχόμενο θέμα «ζωή – θάνατος- ανάσταση» σχετίζεται με εκείνο της αιώνιας μεταμόρφωσης. Για να διευκολύνει τη διαδραστικότητα, ο Fabre τοποθέτησε δέκα φωλιές -μία για κάθε κολώνα- που είναι καλυμμένες από κελύφη σκαραβαίων, που συμβολίζουν τη μεταμόρφωση και την αθανασία και θεωρούνταν ιερά στην Αρχαία Αίγυπτο.

Πρόκειται για ένα έργο που συνιστά απόπειρα μύησης, στο οποίο συναντάμε ορισμένα σύμβολα – ορόσημα (τα τέσσερα γλυπτά των εγκεφάλων που λειτουργούν ως βάση-κόσμος- σύμπαν για πολλούς νατουραλιστικούς – χριστολογικούς συμβολισμούς), ένα μονοπάτι που καταλήγει στη θέα της νέο-μικελαγγελικής Pietà.

Επιλέγοντας άλλη μια φορά την παραδοσιακή τεχνική (μαρμαρογλυπτική), ο Fabre συνεχίζει την αδιάκοπη αναζήτηση για την αυθεντικότητα της τέχνης, με την οποία αποκαλύπτει το ιδανικό του όραμα συμβολικής ζωής, αποκαλύπτοντας, πιο ξεκάθαρα από ποτέ, τον σκοπίμως επιλεγμένο καλλιτεχνικό του αναχρονισμό που καθορίζει όμως και την πρωτοτυπία του.

Ο Jan Fabre κινούταν πάντα σε σκοτεινές περιοχές, που κατοικούνταν από εξαφανισμένα πλάσματα, στην περιοχή της γνώσης που πάντα σβήνονταν ή βρισκόταν στο περιθώριο, αλλά τα έργα του λειτουργούν αρχετυπικά ως προσωποποιήσεις του ρίσκου, της απειλής, της απώλειας και της μοναξιάς του καλλιτέχνη στη ζωή και στο θάνατο: μια ανεξερεύνητη εσωτερική πηγή, γεμάτη από όνειρα και οράματα, στα οποία μπορεί κανείς να βρει καταφύγιο.
Βενετία, Απρίλιος 2011